Εκτύπωση του άρθρου

                                                            ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ

«Η Σταρ και ο Βιογράφος» είναι ένα από τα 10 αυτοτελή έργα ενός ευρύτερου θεατρικού υλικού, με γενικό τίτλο «Ζώντας»: μία ένωση της ποίησης, του θεάτρου, της performance και των εικαστικών τεχνών, που θα γράφεται και ίσως κάποτε ολοκληρωθεί. Μέρη αυτού του υλικού είναι «Το μαλλί της γριάς», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο (τχ. 63, 2003), ο «Νιπτήρας» (Μπιλιέτο, τχ. 7, 2006) [μία ύστερη πεζογραφική εκδοχή του «Νιπτήρα» συμπεριλαμβάνεται και στη συλλογή διηγημάτων μου «Μη με φας» (Καστανιώτης 2005)], καθώς και «Το σπίτι», που παρουσιάστηκε –όπως και τα δύο προηγούμενα– από το «Θέατρο Τέχνης Ακτίς Αελίου» στις 05.06.2006. «Η σταρ και ο βιογράφος» είναι σκηνικό ποίημα, για δύο πρόσωπα και αφηγητή-ποιητή. Ο χαρακτηρισμός «όπερα» ας νοηθεί ως σκηνική οδηγία.

 Β.Α.    

I. ΙΝΤΕΡΛΟΥΔΙΟ: ΤΑ ΛΕΜΟΝΙΑ
«Αρνούμαι να πεθάνω», είπε η Σταρ.
Μόλις το είπε, ανάσανε βαθιά,
και επιθύμησε να στίψει
ένα λεμόνι.
Παρήλασε αργά προς την κουζίνα.
«Καταλαβαίνω τι θέλει, αλλά αρνούμαι.
Θα χρειαστεί να περάσει πάνω απ’ το πτώμα μου!».
Έβγαλε τον λεμονοστίφτη, κι έστιβε.
Τα λεμόνια την ηρεμούν.
Η Σταρ όταν γιορτάζει κάτι, στίβει λεμόνια.

II. ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Αυτή είναι η σταρ.
Και αυτός είναι ο βιογράφος.

III. Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑ
Η Σταρ καθόταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ,
ο Βιογράφος καθόταν στο γραφείο.
Έξω είχε μέρα και ευχάριστο ήλιο.
Λίγο πριν είχε σύννεφα. Λίγο μετά, δεν ξέρει κανείς.
Η Σταρ, με τα πόδια της απλωμένα πλάι σε υπέρκομψο κόμπο.
Ο Βιογράφος σήκωσε το ποτήρι με το νερό.
Σκεφτόταν από ώρα να το πιει ή να το ρίξει πάνω του να ησυχάσει.
Αλλά η φωτιά που τον καίει δεν σβήνει με τους γνωστούς τρόπους.
Ο Βιογράφος ακούμπησε και πάλι το ποτήρι στο τραπέζι.
Και τότε σκέφτηκε τρελαίνομαι.
Μετά σκέφτηκε όχι περισσότερο από χτες.
Και σκέφτηκε α, εντάξει.
Ξαφνικά επιθύμησε ξανά τη σταρ πεθαμένη.
Η Σταρ ξεφύλλιζε την τελευταία μέρα της.
(Η τελευταία μέρα της ήτανε τρεις σελίδες.
Τις είχε και τις τρεις μπροστά της. Τις
είχε γράψει εχθές το βράδυ ο Βιογράφος.
Είχε ξενυχτήσει για να τις γράψει.
Η Σταρ αυτό το εκτιμά πάντα. Γι’ αυτήν,
οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια του
είναι απόδειξη της αφοσίωσής του.)
Αλλά: υπήρχε πολλή ησυχία στον αέρα, και
έπρεπε να γίνει κάποιος θόρυβος για να σπάσει η
ησυχία στον αέρα.

IV. Η ΗΣΥΧΙΑ
Η Σταρ ξεφύλλισε επίτηδες
τη σελίδα της τελευταίας μέρας της
δυνατά.
Η χθεσινή μέρα ήταν Μάρτιος 12.
Σήμερα Μάρτιος 13.
Η ησυχία έσπασε, όμως όχι πολύ.
(Δεν αρκεί ο μικρός θόρυβος, πρέπει κάποιος να μιλήσει.)
Ο Βιογράφος δεν θα μιλήσει πρώτος.
Στις περιπτώσεις αυτές ξεκινά πάντα την κουβέντα η Σταρ.
(Αυτό συνέβαινε από την αρχή. Γιατί η Σταρ είναι μεγάθυμη.
Σε αυτήν την ηλικία, δεν έχει εγωισμό.
Το μόνο που της απόμεινε είναι μια ανάμνηση ωραίου μέλλοντος
που μέσα του κατοικεί η ομορφιά της:
η Σταρ είναι ακόμη πάρα πολύ όμορφη,
είναι υπέροχα όμορφη. Η Σταρ
μοιάζει είκοσι τριάντα σαράντα χρονών.)
Ξαφνικά, το στόμα της Σταρ σε προσεισμό ομιλίας
και είπε επίσημα:
«Ευχαρίστως».

V. ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
(Το στόμα της Σταρ σε μετασεισμό ομιλίας.)
Μόλις την άκουσε, ο Βιογράφος ξεφύσηξε ανακουφισμένος.
Τώρα μπορούσε κι αυτός να μιλήσει, είπε:
«Χρόνια τώρα πεινούσα για τη ζωή σου.
Μα θέλω πια να βάλω μια τελεία
για να μπορούν να σε διαβάσουνε ολόκληρη.
Χωρίς κενά και απορίες.
Πότε θα
πεθάνεις επιτέλους
για να έχει γραφτεί η βιογραφία σου;»
«Α, όχι, όχι. Αποφάσισα να είμαι αθάνατη. Δεν πεθαίνω.
Αν θέλεις όμως, αργά το βράδυ μπορώ
να σου αφηγηθώ τη σημερινή μου μέρα όπως πάντα».
Ο Βιογράφος είπε:
«Δεν έχω ανάγκη πια τις μέρες σου.
Συμπλήρωσα ήδη 500 σελίδες.
Τώρα έχω ανάγκη την αυριανή σου απουσία.
Πώς αλλιώς θα ολοκληρώσει τη δουλειά του ο βιογράφος σου;»
Η Σταρ αναστέναξε:
«Οι βιογράφοι είναι κακοί.
Στέκονται πάνω απ’ το κεφάλι μου και σκιάζουν τη νύχτα μου».
«Α, εδώ κάνεις λάθος. Ο βιογράφος θέλει το καλό σου.
Η βιογραφία του βιογράφου είναι ο βιογραφούμενος.
Κάθεται στη γωνία του σπιτιού σου, ρουφάει τον χλιαρό καφέ του,
και προσδοκά την ώρα που θα σταματήσεις να έχεις αυριανές ημέρες».
«Αυτό ακριβώς εννοώ», είπε η Σταρ. «Τον τελευταίο καιρό
σκέφτομαι μήπως μόνον εσύ είσαι έτσι.
Ίσως κάποιος άλλος βιογράφος είναι καλύτερος. Σκέφτομαι
να αλλάξω βιογράφο...»
«Οι βιογράφοι είναι πάντα ίδιοι. Δεν είναι αθάνατοι,
αλλά μένουν αναλλοίωτοι στα βασικά.
Δε θα βρεις καλύτερο.
Σε παρακαλώ, μη με αλλάξεις.
Χωρίς εσένα, θα είμαι άνθρωπος χωρίς θέμα.
Χωρίς εμένα, δε θα πεθάνεις επισήμως ποτέ.
Μα κι οι δυο γνωρίζουμε πως για να γίνεις πραγματικά αθάνατη
πρέπει πρώτα να πεθάνεις.
Με χρειάζεσαι για να επικυρώσω σε όλους ότι πέθανες,
και μετά να δοξαστείς ανενόχλητη για πάντα.
Κάνε μου τη χάρη και πέθανε,
εντάξει;»
«Ευχαρίστως», είπε η Σταρ
και έπνιξε ένα
μικρότατο
γέλιο.

VI. ΠΑΥΣΗ
Θα ξαναμιλήσουν σε τρία λεπτά.
Ο Βιογράφος, πάλι ήρεμος για λίγο.
Κοίταξε το φως απ’ το παράθυρο
και τα φυτά του κήπου.
Πρέπει να υπήρχε ωραίο αεράκι έξω,
σχεδόν το βλέπει.
Αργότερα, να πάει βόλτα έξω τη Σταρ
να τους χτυπήσει το ωραίο
αεράκι.

VII. ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΡ
(Τότε η Σταρ θυμήθηκε το «ευχαρίστως»
που ξεστόμισε
κι άρχισε ξάφνου να γελά.
Τόσο που δε θα γίνει πιστευτό αν δεν ακουστεί.
Ας γίνει προσπάθεια να ακουστεί.
Το γέλιο της ήταν:
Πρώτα σερνάμενο με υπέρηχο ρόγχο.
Μετά, σαν άσθμα μικροσκοπίου.
Και τότε, σαν απανωτά ντόμινο
που κρημνίζονται με αναστεναγμούς.
Το γέλιο της αναλύεται πάντα σε αναστεναγμούς φαστ φόργουορντ.
Πολύ φαστ.
Μοιάζει με τελικό άσθμα.
Οι αναστεναγμοί είναι εκπνοές, σκέφτηκε ο Βιογράφος,
αναλύοντας το γέλιο της σε στοπ καρέ ήχων,
παίζοντας και ξαναπαίζοντάς το μέσα του αργά
αργά
αργά.
Προπάντων εκπνοές, σκέφτηκε.
Άρα αυτή λοιπόν ίσως εκπνεύσει τώρα.
Ο Βιογράφος επιθύμησε και πάλι την τελική της εκπνοή.
Μα ούτε αυτό θα είναι το «κύκνειο άσθμα» της,
μελαγχόλησε ποιητικά ο Βιογράφος.
(Ο Βιογράφος κοντά στη Σταρ
έμαθε να σκέφτεται σαν ποιητής.
Ήταν βασικός όρος του συμβολαίου, χρόνια, πολλά χρόνια πριν.
«Θα μάθεις να σκέφτεσαι σαν ποιητής. Μόνον έτσι
θα σε προσλάβω για βιογράφο μου.»
Ο Βιογράφος έμαθε.
Τώρα, καμαρώνει συχνά για τα ευρήματά του,
καμαρώνει μόνος του σαν κούκος.)
Επιστροφή στο γέλιο της.
Είναι:
σαν μια ασφυξιογόνος μάσκα –στερεοποιείται
πάνω από το πρόσωπό του και τον πνίγει.
Ή σαν: ένα βαμβακερό μαξιλάρι
πάνω στα ρουθούνια του από ένα φονικό χέρι, πιεστικό.
Ή σαν... όχι. Μάταιο, δεν περιγράφεται αυτό το γέλιο.
Να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια περιγραφής του. Τέλος.
Αλλά, ναι, η Σταρ γελάει. Και μετά,
έτσι απότομα, σταματά.
Τώρα η Σταρ είναι σοβαρή, σχεδόν απορροφημένη.
Ξεφυλλίζει ξανά τη 12η του Μάρτη της.
Σιγοτραγουδά.

VIII. ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Αλλά πολύ σιγανά.
Πάντως, ένα πολύ χαρούμενο τραγούδι.
Αυτός είναι ο λόγος που η Σταρ δεν θέλει ν’ ακουστεί.
(Κατά βάθος τον προσέχει και τον αγαπά.)
Δεν θέλει να τον λυπήσει η χαρά της:
………………………..

IX. Η ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ
Μετά από τρία λεπτά:
«Σε νίκησα», είπε η Σταρ.
«Όχι, εγώ σε νίκησα», είπε ο Βιογράφος.
«Τι λες εκεί; Εγώ!», είπε η Σταρ.
«Εγώ σου λέω σε νίκησα», είπε ο Βιογράφος.
«Καλά λοιπόν, εσύ», είπε η Σταρ γιατί βαρέθηκε.
Ο Βιογράφος κοιτάζει με απόγνωση:
«Όχι, όχι, εσύ νίκησες, εντάξει», είπε.
«Αφού αυτό επιθυμείς...», είπε η Σταρ. «Αλλά, έλα,
φτάνει τώρα. Γιατί έχω να κάνω και μερικές δουλειές…»

X. Η ΠΛΑΤΗ
Μα η Σταρ δεν είναι καθόλου παρατηρητική.
Μια μέρα βγήκε μισόγυμνη από το μπάνιο
με αναφιλητά ευχαρίστησης.
Έσταζε, είπε στον Βιογράφο:
«Με πονούσε η ωμοπλάτη μου και μπήκα
για ένα ζεστό μπάνιο μήπως ανακουφιστώ.
Είδα το σώμα μου στον καθρέφτη, είπα να το μυρίσω.
Χρόνια είχα να το κάνω.
Ε, μετά από τόσα και τόσα χρόνια
ανακάλυψα τη μυρωδιά μου: μυρίζω πικραμύγδαλο.
Βγήκα για να σου το πω».
Ο Βιογράφος γέλασε με ειρωνεία τριών γραμμαρίων
(σχεδόν ανεπαίσθητη):
«Μπορεί να φταίνε τα ‘Amaretto’ που πίνεις όλη μέρα».
(Τις έδειξε τα μπουκάλια –είκοσι εννιά– πίσω απ’ την κουρτίνα.
Η Σταρ τα κρατάει για να τα μυρίζει, της αρέσει η μυρωδιά.)
«Μπορεί, αλλά η μυρωδιά, Βιογράφε, δεν έβγαινε απ’ το στόμα μου».
«Μυρίζεις σαν γέρικο κουφάρι. Ποτέ
δε μου μύρισες πικραμύγδαλο».
«Βιογράφε, κι οι πικραμυγδαλιές γερνούν. Μα έλα λίγο τώρα
να μου τρίψεις την πλάτη».
«Χρέος μου είναι να γράφω μόνο για την πλάτη σου.
Έχω γράψει γι’ αυτήν ολόκληρη σελίδα.
Για την παλιά σου πλάτη».
«Είναι πάντα η ίδια πλάτη, και μυρίζει πικραμύγδαλο»,
είπε η Σταρ, και απέσυρε
την πλάτη της από την οπτική γωνία του.
Μπήκε πάλι στο μπάνιο.
Ο Βιογράφος έτρεξε για το δωμάτιο της.
Έβγαλε απ’ τον τοίχο το αποσμητικό χώρου.
Εδώ και ένα χρόνο, άρωμα πάντα πικραμύγδαλο.
«Ποτέ δεν ήσουν παρατηρητική. Με βολεύει αυτό», ψιθύρισε.
Το έφερε στα ρουθούνια του
και μόρφασε
σαν να μύριζε τα περιττώματά της.
Πέταξε το αποσμητικό χώρου στα σκουπίδια της κουζίνας,
πήγε να κοιμηθεί,
χάιδεψε το ρεβόλβερ του μες
στα πούπουλα του μαξιλαριού του και
αποφάσισε πως αύριο το πρωί.

XI. ΦΙΝΑΛΕ: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΜΑ
Πριν ανατείλει ο ήλιος.
Άφησε το πτώμα της στο πάτωμα, ύπτιο,
πέρασε από πάνω του.
Παρήλασε αργός προς την κουζίνα.
Άνοιξε το ντουλάπι,
έβγαλε τον στίφτη κι έστιψε
ένα ζουμερό λεμόνι.
Γύρισε πίσω στο σημείο,
σήκωσε στα χέρια του το σώμα,
και το έβγαλε έξω βόλτα,
όπου τους χτύπησε το ωραίο αεράκι.
Ο Βιογράφος έμεινε έτσι για μια στιγμή
να χαϊδεύει τη Σταρ στο μάγουλο
και σιγοτραγουδούσε.
Τα φυτά του κήπου θρόιζαν από το αεράκι.
(Το αεράκι αυτό σχεδόν το βλέπει.)
Ύστερα βγήκε έξω, βρήκε τη φυλακή και μπήκε,
δημοσίευσε τη βιογραφία, έγινε μπεστ σέλλερ.
(H σταρ ξεχάστηκε.)
Περνά, γι’ αυτόν, μετά ο καιρός βαρύτονος,
μα η άνοιξη ελλοχεύει πάντα
και άρα έχουμε χαρά.
 
Βασίλης Αμανατίδης

Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Ιουλίου 2006