Εκτύπωση του άρθρου

Γράφει η Άννα Γρίβα

 

 

Δύο νέα ποιητικά βιβλία εν μέσω πανδημίας: από την στοχαστική ποίηση του Στάθη Κουτσούνη μέχρι τα αντι-κείμενα της Άννας Βασιάδη

(Στάθης Κουτσούνης, στου κανενός τη χώρα, Μεταίχμιο, 2020, Άννα Βασιάδη, Τριάντα τρία αντι-κείμενα, συρτάρι, 2020)

Στην έβδομη κατά σειράν ποιητική του συλλογή και ενώ έχουν προηγηθεί πολλά ακόμη βιβλία του που ανήκουν σε άλλα κειμενικά είδη (μελέτες και πεζογραφήματα), ο Στάθης Κουτσούνης αγγίζει με προσοχή και σοφία έναν τόπο στον οποίο το πραγματικό και το ονειρικό συνυπάρχουν, ενώ ο μύθος και τα πρόσωπα του παρελθόντος επιστρέφουν διαρκώς, αποκαλύπτοντας την τρυφερή φύση των πραγμάτων, αλλά και τη βιαιότητα ενός κόσμου που στο βάθος του είναι εύθραυστος και ευμετάβλητος.

Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «άχθος» στο οποίο η νεκρή μητέρα έρχεται μέσα σε μια οπτασία, για να υπενθυμίσει στον γιο της ότι γεννιέται αένεα, μέσα στις σχισμές του άχρονου, εκεί όπου τελικά γέννηση και θάνατος είναι το καθρέφτισμα μόνο από έναν κόσμο που κινείται πέραν της φθοράς:

Σήκω μού φωνάζει γρήγορα να με ξεγεννήσεις
μέρες σε κουβαλώ κι έχω βαρύνει


Μια παρόμοια μετάβαση στο άχρονο γίνεται και στο ποίημα «απολογία», όπου η Κλυταιμνήστρα καταθέτει τη δική της εκδοχή στα τραγικά γεγονότα του εγκλήματος: η πράξη της δεν ήταν προσχεδιασμένη, το τσεκούρι βρέθηκε τυχαία μπροστά της τη στιγμή που δεν έπρεπε, όπως συχνά η μοίρα μάς θέτει μπροστά στον πειρασμό της επιστροφής σε μια βίαιη (ή μήπως δίκαιη;) φύση. Ο πειρασμός, όμως, επανέρχεται και στο ποίημα «Εύα», όπου το σκουλήκι του δέντρου της γνώσης γίνεται οχιά, αλλά και καρπός του μέλλοντος, αφού ορίζει την αρχή της ανθρώπινης περιπέτειας.

Τα ποιήματα του Κουτσούνη είναι γοητευτικά, γιατί εκκινούν από του κανενός τη χώρα, εκεί όπου τα ονόματα και οι τόποι αντανακλούν το φως μιας άλλης πατρίδας, πέρα από τις εύκολες ταξινομήσεις, εκεί όπου η ζωή και ο θάνατος διαπλέκουν αδιάλυτα το μυστικό της ύπαρξης: 

Εδώ στην αιωνιότητα
Περιττός είναι ο χρόνος

ένας μοιραίος σαλπιγκτής του κανενός.

 

Η Άννα Βασιάδη, από την πλευρά της, καταθέτει ένα ιδιαίτερο ποιητικό πόνημα: τα τριάντα τρία κείμενα που συναπαρτίζουν το βιβλίο της βρίσκονται στα όρια του ποιητικού λόγου, της προφορικότητας και των στοχασμών. Καθώς ο αναγνώστης προχωρά στην ανάγνωση του βιβλίου, κατανοεί την καινοτομία του εγχειρήματός της: καταγράφονται στιγμιότυπα της ζωής, τα οποία πάντοτε λειτουργούν πρισματικά. Μέσα από τους στίχους ξεδιπλώνονται οι πολλαπλές διαστάσεις, τα πολλαπλά νοήματα μιας πραγματικότητας που εκκινεί από τις προσωπικές καταστάσεις και διαχέεται στην πόλη, στον κόσμο, στο μυστηριώδες σύμπαν, εκεί όπου από το «απλό» μεταβαίνει κανείς στο «μυθικό»:

Εκείνοι που περπατούν στην άκρη του δρόμου,
είναι που κατέβηκαν από το διψασμένο άλογο.
Στα μάτια τους έχει μαζευτεί όλη η σκόνη που σηκώθηκε,
επειδή δεν μπόρεσαν να σμίξουν σώμα με σώμα.


Ο έρωτας, η αλήθεια του σώματος, η συνύφανση της επιθυμίας και της αυτοπραγμάτωσης μοιάζουν με ένα διαρκής ξεδίπλωμα από το ορατό στο υπόγειο και αφανές:

Αν είχε σχήμα η απόλαυση, θα ήταν 
στρογγυλή.
Ό,τι κυλάει αθόρυβα –χωρίς τραχύτητα,
χωρίς αιχμές- 
εισέρχεται στον Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων
και βρίσκει τη θέση του, μοναδικά, όπως ένα ολοστρόγγυλο φρούτο στο χέρι
σου.


Οι δύο ποιητές κινούνται σε διαφορετικούς δρόμους, πράγμα που γίνεται ορατό από τις πρώτε σελίδες των βιβλίων τους: ο Κουτσούνης αδράττει το νήμα ενός λυρισμού που κάποτε έχει τις ρίζες του στον μαγικό κόσμο της Νέκυιας, ενώ η Βασιάδη ανοίγεται στον πειραματισμό μια ποιητικής που αναζητά το όριο ποίησης και πεζού λόγου. Κι όμως, νιώθω πως και από τα δύο βιβλία αναδύεται το ίδιο φως: εκείνο που φωλιάζει στη μνήμη, στο βίωμα και στην αγωνία της γραφής.
 

Άννα Γρίβα
© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Δεκεμβρίου 2020