Εκτύπωση του άρθρου
Χριστίνα Αργυροπούλου
 
Στάθης Κουτσούνης, Έντομα στην εντατική
(εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, σελ. 48)
 
 
Η πέμπτη συλλογή ποιημάτων του Στάθη Κουτσούνη έρχεται να δώσει νέα στοιχεία στην ποιητική του παραγωγή. Η συλλογή έχει τον ιδιότυπο τίτλο Έντομα στην εντατική και συγκροτείται από 32 ποιήματα, άλλα ολιγόστιχα και άλλα πιο εκτεταμένα. Η ποικιλία των τίτλων είναι σημαίνουσα, χωρίς κάποιο ποίημα να έχει ως τίτλο του τον τίτλο της συλλογής, ο οποίος συνάγεται από τη συνεκτικότητα όλων και την ανατροπή και παραμόρφωση του φαίνεσθαι και της καθημερινότητας σε κάτι ξεχωριστό, μετα-υπερρεαλιστικό και πιο πολύ παράλογο σαχτουρικού τύπου. Ο ποιητής μάς εισάγει σε έναν κόσμο εσωτερικότητας και μεγιστοποίησης των φαινομένων, εκεί που το σύνηθες γίνεται ανοίκειο και ποιητικό, που ξαφνιάζει και προβληματίζει, καθώς με τον μεγεθυντικό φακό του ακτινογραφεί έναν κόσμο με δράση εντόμων, μέσα στον οποίο ο ποιητής ασφυκτιά αλλά και αυτοπραγματώνεται, ως δράστης και υφιστάμενος τη δράση τη δική του και όσων τον περιβάλλουν ως οικεία, επαγγελματικά και κοινωνικά πρόσωπα και προσωπεία.
     Πιο αναλυτικά, το πρώτο ποίημα με τον μυθολογικό τίτλο «Η λερναία ύδρα» μάς προετοιμάζει για κάτι κακό με τον πολιτισμικά φορτισμένο τίτλο του. Πράγματι, με την αφήγησή του ο ποιητής προβαίνει στην ταυτότητα κορμιού και μυθολογικού τέρατος, καθώς το ένα γεννάει το άλλο σε χρόνο διαρκή. Η πρώτη στροφή και η δεύτερη συγκροτούν μια εκτεταμένη, μη καθαρά δηλούμενη, παρομοίωση, με απόδοση του «έτσι» στη δεύτερη στροφή και με συμπέρασμα-μήνυμα τη μη μάθηση από το παθός-μαθός, αφού πάντα υπάρχει μια κερκόπορτα που αφήνει κάποιο κεφάλι ανέπαφο και η διαρκής πάλη συνεχίζεται ως η άλλη όψη της ζωής. Από όλο το ποίημα δημιουργείται η αίσθηση του αδιεξόδου, με τα κεφάλια να απειλούν το ποιητικό υποκείμενο σαν έντομα στην εντατική, διότι η αέναη ενέργεια του κακού επισυμβαίνει με την τεχνική της μεταφορικής πολυσημίας του μυθολογικού συμβόλου και της λήθης. Κάτι σαν το κουτί της Πανδώρας μοιάζει αυτή η μνήμη-λήθη, που αφήνει τα πράγματα να συμβαίνουν, είτε εκούσια είτε ακούσια.
     Το επόμενο ποίημα, «Ο γαμπρός», οργανώνει ένα σκηνικό ως θεατρικό δρώμενο, που τις εικόνες της χαράς διαδέχονται με την ανατροπή και ψυχαναλυτική-ονειρική τεχνική οι εικόνες της λύπης (γάμος-κηδεία). Η αντίθεση πραγματώνεται στη βάση του κοινού χώρου, όπου και τα δύο μυστήρια λαμβάνουν χώρα, την εκκλησία, ενώ ως αντικειμενικό τυχαίο το ένα γεγονός διαπλέκεται με το άλλο σαν μια κατάσταση παράλογη, καθώς στην κορύφωση της χαράς ο γαμπρός αναγνωρίζει στον γαμπροστολισμένο νεκρό τον εαυτό του. Πρόκειται για συμφυρμό καταστάσεων, όπου ο χρόνος εκμηδενίζεται και αφήνει χώρο στη φαντασία και στο υποσυνείδητο: «η τελετή τελείωσε // πνιγόμαστε στα συγχαρητήρια / […] / με φόντο την πομπή του γάμου // ο φωτογράφος ετοιμάζει / τις λεπτομέρειες όταν αίφνης / έρχονται αργά να μπουν στην εκκλησία / τέσσερις κρατώντας ένα φέρετρο / και ξοπίσω μια πομπή που ολοφύρεται // […] / στη σύγχυσή τους οι μαυροντυμένοι / με παρασύρουν μέσα… / […] // σκύβω τότε τον νεκρό να προσκυνήσω / κι αντικρίζω μες στην κάσα // το δικό μου λείψανο» (σελ. 10). Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου είναι παρόν, όπως και η συνύπαρξη των δυαδικών ζευγών σε κάθε επίπεδο.
     Στο επίπεδο του φανερού-αφανούς, με εστίαση στις ακουστικές εικόνες, κινείται και το ποίημα «Των εξαφανισθέντων», των οποίων οι φωνές ηχούν ως αιώνιες, ως γριές φωνές, ως Ερινύες ίσως φωνές, όλων εκείνων που έφυγαν σωματικά, όχι ενεργειακά, καθώς είναι πάντα παρούσες ως μνήμες. Ο εσωτερικός χώρος φαίνεται ότι είναι ο ποιητικός χώρος του Στάθη Κουτσούνη, που στρέφεται έσω και θεάται  τον υποσυνείδητο κόσμο μέσα από ένα παραμορφωμένο κάτοπτρο.
     Πολύ εύστοχα δίνεται ο φόβος, ως δύναμη που υπερβαίνει κάθε κοινωνική σύμβαση, στο ποίημα «Το καρτέρεμα». Εδώ, το ποιητικό υποκείμενο γίνεται λαθραίος αναγνώστης ξένων επιστολών με το άλλοθι του φόβου από μυστικά-μολότοφ, που ποτέ δεν έρχονται να του διαλύσουν επιτέλους τους φόβους.
     Ανατριχιαστικό ως μακάβριο είναι και το περιεχόμενο του ποιήματος «Βδέλλα», που έρχεται να ανακουφίσει το ποιητικό υποκείμενο από τον κόσμο της φρίκης και του γεμάτου λάκκου με αίμα, στον οποίο φαντάζεται ότι με δυσκολία επιπλέει, πνιγμένο στις αγωνίες του, από τις οποίες η βδέλλα-φρίκη προσπαθεί να δώσει κάποια διέξοδο. Το κρεβάτι μετατρέπεται σε λάκκο αίματος, ο χρόνος από τα μεσάνυχτα ως το πρωί είναι ασφυκτικός με σημεία και τέρατα, καθώς ακούγεται «κάτι σαν / ξεφωνητό από ανατρίχιασμα κοριτσιού / που τρωκτικά τον κόρφο του τρυπάνε / […] / ουρλιαχτό εργάτη…/ […] / αύρες που λιώνουν διαδηλωτές / […] / κραυγές γυναίκας που δράκοι / βιάζουν διαδοχικά και μαζί / […]» (σελ. 13). Έτσι, ο ύπνος γίνεται μαρτύριο και μαρτυρία των μαρτυρίων του κόσμου όλου, και ο ποιητής ανάμεσά τους πάσχει, και πάσχοντας εγκλωβίζεται στη φρίκη ως καθολικό υποκείμενο για τον πόνο όλου του κόσμου. Η σημειωτική της λέξης-στίχου και της φράσης-στίχου, οι άνισες ποιητικές αναπνοές, όλα συμβάλλουν στην ανάδειξη του σημαινομένου με τον τρόπο που μόνον η ποίηση πετυχαίνει με τη συναισθηματική άλω που κάθε φορά, είτε ως λέξη είτε ως κείμενο, εκπυρσοκροτεί.
     Η ανεκπλήρωτη επιθυμία δίνεται με παραμυθικό τρόπο και άκρως θεατρικό στο ποίημα με τον τίτλο «Δίχτυ», όπου το ερέθισμα-γυναίκα εισβάλλει στο σπίτι απρόσκλητα και βασανίζει το κειμενικό υποκείμενο, τροφοδοτώντας αγωνία όρασης για σάρκα γυμνή, που δεν εκπληρώνεται. Και τούτο διότι τα πέπλα είναι αλλεπάλληλα και ο θεατής αντί για σάρκα βλέπει τα πεταμένα πέπλα μιας δηλούμενης αλλά ανύπαρκτης μορφής. Το ποίημα εγκλείει μυστήριο, αλλά και διαχέει ενέργεια, καθώς τα πέπλα μοιάζουν με δίχτυα προς κάθε κατεύθυνση.
     Ακολουθεί το εγκώμιο της τεχνολογίας, στο ποίημα «Εγκώμιον», στη βάση της ομοιότητας ηλεκτρονικού εγκεφάλου και ανθρώπινου εγκεφάλου. Το ποίημα «Η απόδραση» εμπεριέχει οικολογικό μήνυμα, καθώς σαν σε όνειρο ο ποιητής, ως παθητικός δέκτης αρχικά, βλέπει τους κυνηγούς να σκοτώνουν ζώα που γίνονται γουναρικά στις ντουλάπες, αλλά ξαφνικά ταυτίζεται με τον δράστη και στρέφεται στην ντουλάπα, όπου οι γούνες έγιναν ζώα ζωντανά και απέδρασαν. Το ύφος είναι αφηγηματικό και ανατρεπτικό. Η ανατροπή και η μεταβολή στο εναντίον χαρακτηρίζει όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής. Ανάλογο περιεχόμενο έχει και το ποίημα «Η μάχη», όπου τα βιβλία στη βιβλιοθήκη ψυχοποιούνται, τα δέντρα φωνάζουν και εκδικούνται, αλλά πολλά πέφτουν και γίνονται πρώτη ύλη. Το ποιητικό υποκείμενο ως νυχτερινό πνεύμα παρακολουθεί και ακούει την άφωνη φωνή των βιβλίων, δηλαδή γίνεται ένα συμπαντικό στοιχείο που αφουγκράζεται με έναν υπερκόσμιο τρόπο όλα τα στοιχεία του σύμπαντος. Θα μπορούσαμε να πούμε, με ψυχαναλυτικά μέσα ερμηνείας, ότι πρόκειται για την επιστροφή των βιβλίων-δέντρων στον αρχετυπικό κόσμο του δάσους ως χώρο κλειστό και συγχρόνως ανοιχτό, ως χώρο-καταφύγιο και χώρο προστασίας, επιστροφής στη γη. Εξαίρετη σύλληψη έχει και το ποίημα «Πεινασμένος γάτος» (σελ. 19), όπου γάτος και γραφιάς συνδέονται στη βάση ομοιότητας και αλληγορικής σύνδεσης συναισθημάτων και συμπεριφορών. Βέβαια, ποιος πεινάει και ποιος γίνεται καλύτερος μέσα από τα λάθη του είναι εμφανές. Άλλωστε το εξωτερικό και το φαινομενικό καλύπτεται από το εσωτερικό και ουσιαστικό, την αγωνία της γραφής.
     Η λαϊκή έκφραση ότι το σχολείο είναι θηριοτροφείο βρίσκει στο ποίημα «Το θηριοτροφείο» την ποιητική της διάσταση, με εικόνες που αποτυπώνουν την πραγματικότητα σε μεταφορικές καταστάσεις υπερβολής, ώστε να προβληθεί η ψυχολογία δασκάλου-μαθητών, μια δράση και αντίδραση που κινείται σε ένα τεντωμένο σκοινί και που αποδίδει εύστοχα την παιδική ψυχολογία. Ιδιαίτερα, η τελευταία στροφή αποδίδει τη μίξη των συναισθημάτων και τη συνύπαρξη των αντιθέτων, καθώς και τη βαθιά, θα έλεγα, αρχετυπική γονική σχέση δασκάλου-μαθητή ως κατάσταση δημιουργίας-φθοράς και τούμπαλιν: «τα θηριάκια μου τα αγαπώ / και ταυτόχρονα τα μισώ / αλλά κι εκείνα μ’ αγαπούν / γι’ αυτό σπαράζουν την καρδιά μου /  και ρουφάνε / ρουφάνε ακόρεστα αίμα» (σελ. 20).
     Γεμάτο πόνο και απογοήτευση για τα φαινόμενα των καιρών μας είναι το ποίημα «Οφειλή», το οποίο ηχεί ειρωνικά, αφού όλα η λαίμαργη παιδικότητα τα καταστρέφει με τη λήξη των διαγωνισμάτων, οπότε ο δάσκαλος στέκει ενεός, αλλά και καίγεται σαν κερί, δοσμένος με κάθε του κύτταρο στο δασκαλίκι του και ταυτιζόμενος με τα υλικά της δουλειάς του: «σας έδωσα την ψυχή μου και την ποδοπατήσατε / κιμωλία στο δάπεδο της αίθουσας / σας έδωσα το σώμα μου και το ξεσκίσατε / βιβλίο μετά τη λήξη των διαγωνισμάτων // τι άλλο να δώσω πια / στη λαίμαργη παιδικότητά σας» (σελ. 21). Το επόμενο ποίημα, «Σασπένς», παρουσιάζει δηλωτικά και συνδηλωτικά το χαρακτήρα του άντρα, αφήνοντας διάχυτο το αίσθημα του μη ολοκληρωμένου χωρίς «το τρίτο μάτι της γυναίκας». Εδώ, η συμπληρωματικότητα των φύλων είναι εμφανής. Το ποίημα «Ερημία», με προμετωπίδα από τη Σαπφώ, αναφέρεται στον πόνο του «μόνος κατεύδω» ή «έγω δε μόνα κατεύδω» κατά τη Σαπφώ (αιολικός ρηματικός τύπος). Στους πρώτους πέντε στίχους υπάρχει ένας ιδιότυπος λυρισμός σε ένα τοπίο-χώρο με φεγγάρι. Οι λόγιες και λαϊκές λεκτικές επιλογές, «λάμνει, κατεύδω», «τουρλωμένο», συμβάλλουν στο αισθητικό αποτέλεσμα και δημιουργούν υπέροχες ποιητικές συνεικόνες. Στη συνέχεια κυριαρχεί ένα στοιχείο γκροτέσκο με την παρομοίωση του αυτοικανοποιούμενου ως πόρνης (σελ. 23). Τα ποιήματα «Το λεπίδι» και «Δαίδαλος» είναι συμπληρωματικά για την τύψη του δήμιου και τις τύψεις του ένοχου εαυτού μας. Το πρώτο δουλεύεται στις αντιθέσεις: γνώση vs άγνοια, «τα μαχαίρια του / τα μεγάλα vs ένα  μικρό μα σουβλερό λεπίδι // η τύψη», όπου η συνεκδοχή μαχαίρι-λεπίδι εστιάζει στη δύναμη του ψυχικού πόνου. Στο δεύτερο ποίημα με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση η δράση είναι εσωτερική με τη διφωνία του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, που βλέπει μέσα από έναν εσωτερικό καθρέφτη την άλλη όψη του εαυτού του. Ανάλογο περιεχόμενο χρόνου και τύψης έχουν και τα ολιγόστιχα ποιήματα «Στίξη» και «Εικονικότητα». Ακολουθούν δυο ποιήματα οικολογικού ενδιαφέροντος με την τεχνική του Στάθη Κουτσούνη, καθώς τα παπούτσια γίνονται «Τα κουνάβια», που ζωντανεύουν και φεύγουν, διεκδικώντας τη ζωή και την ελευθερία τους, όπως και το «Δερμάτινο», ως ιδιαίτερα αγαπημένο ένδυμα του ποιητικού υποκειμένου, που σιγά-σιγά γίνεται ένα ολοζώντανο αιλουροειδές, γίνεται ζωντανός «μαύρος πάνθηρας», που του κόβει την ανάσα και τον «γδέρνει αλύπητα». Με τέτοιες υπερφυσικές και παραμυθικές μεταμορφώσεις ο ποιητής δηλώνει τις οικολογικές ανησυχίες του.
     Πολύ πετυχημένα, θα έλεγα με τραγική –από την τραγωδία– αξιοπρέπεια, δίνεται ο κύκλος της ζωής μέσα από την πιπίλα της κόρης του ποιητικού υποκειμένου, που τώρα την ταΐζει αυτός, αλλά: «κι ούτε που φαντάζεται / τη στιγμή που θα την ενοχλώ εγώ / γέρος ανόητα επιμένοντας / να μου βαστάει στα χείλη για να ξεγελιέμαι / της νιότης την πιπίλα» (σελ. 30). Ανάλογο είναι και το περιεχόμενο των ποιημάτων «Καταβύθιση» και «Ματαιότης». Στην «Καταβύθιση» ο ποιητής, ξεφεύγοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο χρόνο, βλέπει την κόρη του να γίνεται μάνα και αυτός το παιδί, που την αρπάζει από το φουστάνι, και με αντιστροφή των όρων, καθώς ο χρόνος τρέχει, όπως και ο τρόμος του, το παιδί γίνεται γέρος «και δίπλα η κόρη μου γυναίκα πλέον / να με βαστάζει από το μπράτσο / βόλτα πηγαίνοντάς με στο πάρκο / σακάτη από τα γηρατειά» (σελ. 32). Οι μεταμορφώσεις του χρόνου προχωρούν, όπως εξομολογείται στον αναγνώστη ο ποιητής, και καθώς τον έπιασε μεγάλος τρόμος οδηγείται στον Άλλο Κόσμο ως εδεμικό παράδεισο: «[…] γλιστράω / από της κόρης μου το χέρι / και βουλιάζω / βουλιάζω μες στην καταπράσινη / τη χλόη του πάρκου» (σελ. 33). Έτσι δίνει ποιητικά ο Στάθης Κουτσούνης τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, με την προβολή του χρόνου στο μέλλον έως το έσχατο σημείο της ζωικής ύπαρξης και της επιστροφής, του βουλιάσματος στον Άλλο Κόσμο ως τόπο χλοερό.  Στο ποίημα «Ματαιότης», όπως δηλώνει ο τίτλος, γίνεται λόγος για το τελευταίο ταξίδι, αλληγορικά, καθώς το ποιητικό υποκείμενο ταξιδεύει χωρίς εισιτήριο και κλέβει χρόνο ματαιότητας, «αφού είναι βέβαιο / πως στην καθορισμένη διαδρομή / θ’ ανέβει εξάπαντος ο ελεγκτής / και το αντίτιμο / θα εξοφληθεί στο ακέραιο αμελλητί» (σελ. 34). Το σύντομο ποίημα των δύο στίχων με τίτλο «Ταυτότητα» εστιάζει στον τρόμο, που «διαρκεί εις το διηνεκές», ως πολύ έντονο συναίσθημα σύμφυτο με την ύπαρξή μας, ως ταυτότητα: τρόμος=διηνεκές.
     Σε άλλο ποίημα, η τεχνολογία μεταμορφώνεται με την ποιητική φαντασία σε «Ζώον», με κοιλιά κυοφορούσα, που ενδυναμώνει τη μνήμη του γράφοντος, αλλά που ένα απρόβλεπτο delete μπορεί να τον αποβάλει οριστικά. Προβάλλονται, έτσι, όλες οι συνέπειες της ηλεκτρονικής ευκολίας και συγχρόνως του κινδύνου της ατυχίας, οπότε η γραφή-μνήμη μπορεί να γίνει γραφή-διαγραφή=λήθη.
     Οικολογικού περιεχομένου είναι και τα ποιήματα «Αυτοπεποίθηση», «Νόστιμον ήμαρ», «Επιστροφή» και «Επαναφορά». Στο πρώτο, οι κεραίες τηλεοράσεων και οι ηλιακοί μεταμορφώνονται σε βλάστηση και δέντρα στις ταράτσες: «πίνακας κρεμασμένος στο στερέωμα / το αστικό δάσος / τέλεια καθηλωμένο / τέλεια στατικό / μακάριο και χωρίς / ανασφάλειες και φόβους // και προπάντων χωρίς / τον τρόμο της πυρκαγιάς» (σελ. 36), όπου η λεπτή ειρωνεία και ο σαρκασμός στοχεύουν στο αναγκαίο, αλλά μη υπαρκτό. Το «Νόστιμον ήμαρ» αφορά μια πολυθρόνα, που, αν μπορούσε, θα έφευγε για την πατρίδα της, εκεί στις μελωδίες των πουλιών, στο δάσος, που γι’ αυτή χάθηκε για πάντα, καθώς παραμένει στη θέση της, εγκλωβισμένη σε κάποιο σπίτι. Το ποίημα «Επιστροφή» αναφέρεται σε μια κιθάρα που έφυγε στο κηπάριο, απ’ όπου έρχονταν υπέροχες μελωδίες. Εκεί συντελείται η παράλογη μεταμόρφωση της κιθάρας, η οποία είναι ριζωμένη στο χώμα και τραγουδάει ένα οραματικό τραγούδι, οικολογικού περιεχομένου για επιστροφή στη φύση, το οποίο εγγράφεται στο ποίημα σε πλάγια γραφή (σελ. 38). Στο επόμενο ποίημα, «Επαναφορά», το σπίτι μεταμορφώνεται σε δάσος, όπου δένδρα έγιναν όλα τα έπιπλα του σπιτιού (του σαλονιού, της κουζίνας και της κρεβατοκάμαρας). Στο σπίτι-δάσος το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει με κατοικίδιο ζώο σαστισμένο, αλλά αυτή η μεταμόρφωση αποδεικνύεται πλάσμα της φαντασίας, καθώς με την επιστροφή στην πραγματικότητα αντιλαμβάνεται ότι έλειπαν από παντού τα έπιπλα (σελ. 39). Αυτή η μετεμψυχωτική δύναμη διαπερνάει πολλά ποιήματα του δημιουργού ως ουτοπικό όραμα, ως εσωτερική ανάγκη, ως παραμυθικός παιδότοπος, που μεταμορφώνει τα πάντα με τη δύναμη της φαντασίας.
     Το επόμενο ποίημα, «Παραίσθηση», αφιερώνεται στη μνήμη του Μίλτου Σαχτούρη. Θεωρώ ότι ο ποιητής συγγενεύει δημιουργικά με τον Σαχτούρη, τόσο στην τεχνική της μεταμόρφωσης και παραμόρφωσης, όσο και του παράλογου. Πολύ πετυχημένα δίνεται η εικόνα του σπιτιού του ποιητή που πετάει για τα ουράνια, όπως τα παιδιά της σαχτουρικής αποκριάς. Ακολουθούν πολλά μοτίβα την προς τον ουρανό πορεία του σπιτιού, όπως ο σφαγμένος κόκορας, οι χαρταετοί της Καθαρής Δευτέρας, ενώ έχουμε αντικατάσταση του πεινασμένου παιδιού της Κατοχής από το παιδί-μετανάστη, που «άστεγο και λιγωμένο / πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του / ανάσκελα στο παγκάκι της πλατείας // […] // τότε το σπίτι προσγειώθηκε στον ύπνο του παιδιού / κι ο κόκορας στη χύτρα του σπιτιού / το παιδί ξύπνησε […] / κι έτρωγε ασταμάτητα το κρέας του κόκορα / που δεν σωνότανε ποτέ» (σελ. 41). Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό ποίημα διαπολιτισμικού περιεχομένου και όχι μόνο, όπου με φαντασία και τέχνη ο ποιητής συνομιλεί επάξια με τον ποιητικότερο ποιητή της Α´ μεταπολεμικής γενιάς, τον Μίλτο Σαχτούρη.
     Εξίσου δυναμικό είναι και το ποίημα «Η αμίλητη», που συνομιλεί με τη «Λησμονημένη» του Σαχτούρη, αλλά σε πολύ γενικές γραμμές και με τη γυναίκα της «Σονάτας του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου. Η «Αμίλητη» του Κουτσούνη είναι μορφή αρχετυπική, «γυναίκα με ώριμη ομορφιά», που «βγάζει το κέντημά της και κεντάει / στα τυφλά ψιλοβελονιά». Είναι μια γυναίκα που δεν μιλάει, όπως δηλώνει ο τίτλος, είναι χθόνια και χαμηλοβλεπούσα και παραπέμπει σε μορφές του Άδη. Αυτή η γυναικεία μορφή κεντάει άγνωστες λέξεις, μιας γλώσσας ακατάληπτης (ψυχολογία Λακάν), όπως είναι και η οραματική γλώσσα της ποίησης. Τελικά, όμως, η απόμακρη «Αμίλητη» κατακτιέται από τον ποιητή ως αίμα μέσα στο αίμα του από αιώνων, ως νέκυια, που συνομιλεί με τη λόγια και λαϊκή μας παράδοση, ως ποίηση που αναδύεται από τα εσώτερα της ύπαρξής του. Είναι ένα υπέροχο ποίημα, που θεωρώ ότι αξίζει να μελοποιηθεί ως ομόθεμο με άλλα ανάλογα ποιήματα της νεοελληνικής μας δημιουργίας.
     Το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Πρόλογος», αντί επίλογος, ίσως αναγγέλλει νέα συλλογή με άλλο είδος και ύφος ποιημάτων. Είναι ένα διπλό χαϊκού με ουρά τον μετεωρισμένο στίχο, που απαλαίνει τη βαριά ατμόσφαιρα των δύο προηγούμενων ποιημάτων. Το χαϊκού, αν και εύθυμο ποίημα, λειτουργεί στη βάση της συνοχής και του συνειρμού, π.χ. «φωτιά […] κατακόκκινη». Ο ποιητής προσμένει και συνομιλεί με τον Δον Κιχώτη, τον ξεχωριστό αυτόν ήρωα του Θεβάντες, που άφησε τη φαντασία του ελεύθερη και γονιμοποίησε με μοναδικό τρόπο ατομικά, κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του.
     Αξίζει να προστεθεί ότι η ποιητική γραφή του Κουτσούνη επιλέγει τη μη στίξη και τη μικρογράμματη γραφή σε ολόκληρο το ποίημα. Οι αναπνοές δίνονται με τις στροφές και το σπάσιμο του στίχου, η ποιητική του αφήγηση είναι ενδιαφέρουσα. Η εκδοτική παρουσία του βιβλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο είναι πολύ καλή, με τα γήινα χρώματα, με την οπτική παρουσία του ποιήματος στη σελίδα και με την εικαστική επιλογή του εξωφύλλου από τον πίνακα του M. C. Escher «Cirkellimiet III».
     Συνεπώς, μπορούμε να διαισθανθούμε ότι με αυτή τη συλλογή τα έντομα βγήκαν από την εντατική αναζητώντας νέους δρόμους έκφρασης και νέες πηγές έμπνευσης.
 
Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου, Νεοελληνίστρια

Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Ιανουαρίου 2009