Γράφει ο Θανάσης Σακελλαριάδης
Στάθης Κουτσούνης, Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο 2024
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που ήμουν φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής στην Κρήτη, στο μάθημα Μεταπολεμική Ποίηση είχαμε στη βιβλιογραφία ένα κείμενο του Δημήτρη Μαρωνίτη που προσδιόριζε το ζήτημα του ορισμού των γενιών στην πνευματική δημιουργία. Σε πολλά είχε δίκιο ο αξέχαστος δάσκαλος και δεν σας το κρύβω ότι και εγώ πρώτα ξεκινώ από τον προσδιορισμό του, προκειμένου να αντιμετωπίσω συνολικά ένα πνευματικό δημιούργημα. Η γενιά στην οποία συγκαταλέγεται ο Στάθης Κουτσούνης είναι η γενιά που δημιουργεί και εκφράζεται δημόσια μια δεκαετία σχεδόν μετά την έναρξη της μεταπολίτευσης. Είναι θα λέγαμε πάνω κάτω η γενιά του ’80.
Όλα σε τούτη τη γενιά είναι στο μεταίχμιο (αγώνες, διαφοροποιήσεις και μεταβολές, δημιουργία νέων πολιτικοκοινωνικών μορφωμάτων). Η γενιά αυτή κατά τη διάρκεια της χούντας και στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου δεν είναι μέσα στο Πολυτεχνείο (ήταν ακόμη στις μικρές τάξεις του γυμνασίου), δεν είναι στο πεζοδρόμιο των κοινωνικών αγώνων, σε ευθεία σύγκρουση με τους συνταγματάρχες, είναι ακριβώς στο λίγο μετά, είναι εκεί που πάνε πλέον κοινωνικά να εδραιωθούν οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί, οι οποίοι φυσικά θα δεχτούν και κριτική από συλλογικότητες, ομάδες, χαρισματικά άτομα για μια γενικότερα δημοκρατική στροφή για τον άνθρωπο προσωπικά και την κοινωνία. Ας κρατήσουμε το «προσωπικά».
Όπως κάθε πνευματική πειθαρχία, έτσι και η ποιητική δημιουργία έχει κανόνες κυρίως άγραφους που παρεισφρέουν, ακολουθούνται τυφλά, ανασυστήνονται σε κάθε γενιά που εκφράζεται με τα δικά της μέσα αλλά και τα δάνειά της από τις προηγούμενες. Η ποίηση σχετικά με άλλα γνωστικά πεδία δημιουργίας, επινόησης, ίσως και προβλεπτικότητας χωνεύει με μεγαλύτερη ευχέρεια τα ιστορικά της δάνεια, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή, λόγω της φύσης της, τα εμφανίζει με φειδώ και αφαιρετικότητα, καθότι μέσα από την «οικονομία» των λέξεων προβάλλει το παράδοξο της λιτότητας των εκφραστικών μέσων από την οποία αναδεικνύονται συμπυκνωμένη η πληθώρα των μορφών ζωής και των βιωμάτων, αλλά και ο πολύτροπος τόπος εμφάνισης της πραγματικότητας.
Έτσι, συμβαίνει στη μεταπολεμική γενιά (Αναγνωστάκης, Θασίτης, Σινόπουλος, Παυλόπουλος –ας με συγχωρήσουν οι λοιπές και οι λοιποί μεγάλοι) να παρεισφρέει μια καρυωτακική διάθεση, χωρίς φυσικά να αποκλείεται και το κύριο θέμα της συγκρότησης του υποκειμένου μέσω των ύστερων συνεπειών της μετεμφυλιακής τραγωδίας.
Μέχρις εδώ προσπάθησα με κάποιες αναλυτικές πρακτικές να σκιαγραφήσω χαρακτηριστικά γενιάς. Αλλά το να ορίσεις τη γενιά δεν σημαίνει ότι το συλλογικό απορροφά την προσωπική δημιουργία· και ο Στάθης Κουτσούνης έχει εκδώσει ξεχωριστής ποιότητας ποιητικές συλλογές, πεζογραφήματα, αλλά και λογοτεχνικές μελέτες, στο βιβλίο του Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο. Κριτικές επισκέψεις και άλλα κείμενα (1989-2020) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το 2022. Μια ικανότατη δουλειά. Αποτυπώνει εδώ και χρόνια το προσωπικό του ύφος που αγγίζει μεγάλες ποιητικές δημιουργίες και θα το εξηγήσω.
Η ποιητική δημιουργία που έχουμε ενώπιον μας, το Ρόδο σε Καθρέφτη, μπορεί για μένα μεθοδολογικά να εντάσσεται σε γενιά, αλλά πάντα ισχύει για κάθε δημιουργία το γεγονός ότι διαγράφει και την αυτονομία της στο πνευματικό της πεδίο. Ο Στάθης Κουτσούνης θεωρείται εδώ και πολλά χρόνια καταξιωμένος τεχνίτης στον ποιητικό λόγο, φτιάχνει τη δομή του λόγου του, κάνει αγώνα για να διατηρήσει το νόημα και τη σημασία δοκιμάζοντας τις έννοιες, αλλά όπου χρειάζεται και να ξαναχτίσει το «ανθρώπινο στοιχείο» στη στιχουργική του. Διαβάζουμε στο «Ιντερμέδιο i»: «Μην κοιτάζετε ποτέ… – Μπαίνει στο ποίημα χαρωπά… (κοινός τόπος - common sense) – Η λέξη κρύβεται … απ’ του μπόγια τα μελάνια».
Να πω εδώ ότι τον ακολουθεί μια παράδοση του Τάκη Σινόπουλου, τα αντικλείδια της ποίησης του Γιώργη του Παυλόπουλου ή η καλλιτεχνική δεινότητα της καθημερινής αφήγησης από τον Γιώργο Μαρκόπουλο. Πρόσωπα σύμβολα οικογενειακών δομών –η μάνα (στα ποιήματα «Το ταξίδι», «Σε μια γωνιά», «Νοσταλγία» και «Στο δάσος») απεικονίζεται ακέραια αλλά και διαθλάται αλληγορικά σε σιωπές που υποδηλώνουν κατάφαση για το τι θα επακολουθήσει στον γιο και στο θηλυκό κομβικά, με υπαρξιακό πλέον πρόσημο. Είναι μια γενιά που διατυπώνει ερμηνείες φύλων μέσα από τη συνύπαρξη, οποιαδήποτε πάλη και να κρύβουν αυτά – ένας συνεχής διάλογος, ένας αγώνας που το καθένα φύλο κομίζει τα δικά του «ξίφη γιασεμιά» (όρος δικός μου) και μια στροφή που ξεχώρισα στο ποίημα του Κουτσούνη «Σε μια γωνιά»!
«όλα λουσμένα στη σιωπή/ ώσπου σε μια γωνιά/ βλέπω να με κοιτάζουν ζαρωμένες/ σαν δίδυμα βρέφη που αίφνης/ χάσανε τον κόσμο τους/ δυο γάτες κλαίγοντας βουβά// οι κάλτσες σου μητέρα»
Ο Κουτσούνης σχεδιάζει τα ποιήματά του με μια απερίγραπτη ευαισθησία, την οποία δείχνουν παλιότερης γενιάς ομότεχνοί του –διαβάστε πώς περιγράφει την Αθήνα, έχει εκπληκτικές μεταφορές οι οποίες λειτουργώντας ως συνθηματικοί τίτλοι αποτυπώνουν γνωστούς μας τόπους της πόλης. Και σίγουρα δεν μπορεί κανένας να αφήσει ασχολίαστη τη διαρκή του μέριμνα για το αιώνιο θήλυ. Εδώ λειτουργεί ως αφηγητής, χρονικογράφος, υποψιασμένος στα ζητήματα, ενίοτε και αδαής, θα σχολίαζα ότι βγάζει συνεχώς λέξεις του από το δισάκι και, παρότι έμπειρος τεχνίτης, φαίνεται σαν να δοκιμάζει για πρώτη φορά να περιγράψει σχέσεις, σώματα, σιωπές, ακίνητες εικόνες, ματαιωμένες προσδοκίες –και τούτες οι δοκιμές, αυτό πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα γόνιμο, ανανεώνονται συνεχώς.
Οι υπαρξιακές αναζητήσεις διάχυτες (συγκινητικά εξομολογητικός) με τη μορφή των αναπαραστάσεων που αποδίδονται ως κατοπτρικά είδωλα ταυτοτικής αναζήτησης. Με μια καθημερινή λαλιά που δείχνει σε νοητικές καταστάσεις ενσώματες, διαθλώμενες όπως το εξώφυλλο της συλλογής του –ένας πίνακας από τον αείμνηστο Αλέξανδρο Ίσαρη–, που πάνε σαν φιλμ καρέ να συλληφθούν από τον ποιητή, αλλά και ο ίδιος να νιώθει τη ματαίωση της προσπάθειάς του, γιατί άπιαστο είναι το όνειρο όταν πλέκεται με τις λέξεις.
Και ο ποιητής σκύβει στη μεταφορά που είναι η πανάρχαια μέθοδος και νόμιμη γλωσσική φαρέτρα –ένα σκαλί για την πραγματικότητα– η μεταφορά που τόσο αγαπιέται στην ποίηση και την πεζογραφία και που τόσο τη φοβάται η «ακαδημαϊκή» διανόηση να της αποδώσει μια γνήσια έστω και παρακινδυνευμένη οντολογική αναφορά. Ρόδο που μεταφέρει την εικόνα του προσώπου, όπως μιας κόρης, που γράφει ο ποιητής στο ομότιτλο ποίημα: «σε μια πιατέλα στο τραπέζι/ οι κόκκοι του ροδιού κι ολόγυρα/ το βλέμμα του αστράφτοντας// γεμίζεις το στόμα βιαστικά/ και πετώντας από πάνω σου/ ένα ένα τα φορέματα τα μαύρα/ –δώρα του τρομερού ερωτά του–/ ολόγυμνη προβάλλεις κι η μητέρα σου/ σε υποδέχεται κρατώντας/ φουστάνι ανθισμένο». Μύθος της Περσεφόνης, λέω εγώ, αλλά και να θυμίσω τον στίχο του Σινόπουλου «Θυμάσαι Ιωάννα πίσω απ’ τον τοίχο που κάναμε τον άνομο έρωτα κι η μάνα σου η φριχτή κρυφάκουγε το βόγγο μας».
Θα μου πείτε ψυχαναλυτική η γραφή του. Δεν θα διαφωνήσω, δεν διαπράττει όμως τη ρήξη με τον κόσμο για να δημιουργήσει τον εαυτό του ναρκισσιστικά, αλλά παίρνει το νήμα της ιστορίας του, σχηματίζει τον καμβά του για να φτιάξει περιεχόμενα, σημασίες, νοήματα, δηλαδή να συμβάλει κι αυτός με τη δημιουργία του σε μια μορφή ζωής στην οποία ανήκει πάντα σε σχέση με το άλλο πρόσωπο. Ο ποιητής φτιάχνει τον μύθο του άλλου προσώπου, εν προκειμένω της γυναίκας, αναπλάθοντας τα δεδομένα της μνήμης του. Τη σχέση με τη γυναίκα τη δηλώνει ως υποκειμενική εμπειρία που ορίζει και την παρουσία του στο χώρο και τα κοινά και τη φροντίδα του για την ποίηση. Κοντολογίς τη ζωή του!
Άφησα τελευταίο τον Μίλτο Σαχτούρη, καταθέτοντας το πρώτο ποίημα της συλλογής: «Όταν ήμουν μικρός/ τα ποιήματα με τρόμαζαν/ τόσο που η μητέρα μου για να διαβάσω/ μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη». Ο Σαχτούρης γράφει τα ποιήματα όπως όταν πάμε σε κομβικά σημεία της πόλης και βλέπουμε να υπάρχουν αφίσες ζωντανές, όχι ξέπνοες, με ζωηρά χρώματα και κατασκευές που καθρεφτίζουν ιδέες και συναισθήματα –δηλαδή ρόδα σε καθρέφτη, όπως η συλλογή που έχουμε μπροστά μας και αξίζει να την έχουμε στο γραφείο και στη βιβλιοθήκη μας.
Είμαστε λοιπόν με τις ποιήτριες και του ποιητές του καιρού μας ή και των άλλων, κι ας μοιραζόμαστε στα δυο με τις μέριμνες του βίου μας. Ο καταξιωμένος ποιητής Στάθης Κουτσούνης κατέθεσε ένα βιβλίο που λαμπρύνει την ποιητική του πορεία, καθώς το γνωστό και κατακτημένο ύφος του ποιητή ανανεώνεται, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τα βασικά χαρακτηριστικά του.
Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Νοεμβρίου 2024