Εκτύπωση του άρθρου

ȘTEFAN NICOLAE

 

 

 

Επιμέλεια και Μετάφραση: Angela Bratsou 

 

ȘTEFAN NICOLAE Ziarist, diplomat, membru al Uniunii Scriitorilor,
s-a născut la 29 iulie 1946 în satul Căprioru, comuna Tătărani, județul Dâmbovița.

După școala generală în comuna natală, urmează, între anii 1960 - 1966, cursurile Școlii Pedagogice din Câmpulung Muscel. În această perioadă câștigă un premiu la olimpiada de literatura română, faza națională. Scrie primele poezii.
In timpul studiilor la facultatea de filologie română-franceză (1966-1971) debutează cu grupaje de poezii la revista Amfiteatru, responsabilă pentru secția de poezie fiind poeta Ana Blandiana. Frecventează cenaclul Junimea.
Alcătuiește volumul cu titlul „Poemul continuu” care este acceptat de editura Cartea Românească (redactor, poetul Mircea Ciobanu) și inclus în planul editorial pe anul 1972. Volumul însă nu mai apare.
Obține repartiția guvernamentală la revista de politică externă Lumea, iar din 1972 lucrează în cadrul redacției de știri externe a Agenției Române de Presă, până în 1989.
După 1990 lucrează la mai multe publicații din presa nou apărută (Lumea, Tineretul Liber, Zig Zag, Nine o`Clock, Bucarest Matin).
 În perioada activității ziaristice, a tradus și publicat la editurile Meridiane, Muzicală, Humanitas, Du Style, Artis, Compania, mai multe lucrări despre artă și cultură. In 1991 a apărut la editura Crater un volum original cu titlul „Monseniorul Ghika, apostol și martir”.
Din 1997 intră în Ministerul Afacerilor Externe și va lucra succesiv, ca diplomat, până la finele anului 2016,  la ambasadele țării noastre de la Sfântul Scaun, din Spania, Grecia și Peru.
În tot timpul a continuat să scrie poezie, inclusiv în stilul haiku, un volum cu lucrări de acest gen fiind în curs de publicare.


Ο ȘTEFAN NICOLAE Δημοσιογράφος, διπλωμάτης, μέλος της Ένωσης Συγγραφέων, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1946 στο χωριό Căprioru, στην κοινότητα Tătărani της κομητείας Dâmbovița, Ρουμανίας.

Μετά το γυμνάσιο στην γενέτειρά του κοινότητα, ακολούθησε μεταξύ 1960 και 1966 τα μαθήματα της Παιδαγωγικής Σχολής στην πόλη Câmpulung Muscel. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κέρδισε ένα βραβείο στη Ρουμανική Ολυμπιάδα Λογοτεχνίας, την πανεθνική φάση. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα.

Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Ρουμανο-Γαλλική Φιλολογική Σχολή (1966-1971) έκανε το ντεμπούτο του με ποιητικές δημοσιεύσεις στο περιοδικό Αμφιθέατρο, με την ποιήτρια Ana Blandiana να είναι υπεύθυνη για το ποιητικό τμήμα. Συχνάζει στον λογοτεχνικό κύκλο Junimea.

Συνέθεσε τον τόμο με τίτλο « Poemul continuu/Το συνεχές ποίημα » που γίνεται αποδεκτός από τον εκδοτικό οίκο Cartea Românească (επιμέλεια, ο ποιητής Mircea Ciobanu) και περιλαμβάνεται στο εκδοτικό σχέδιο για το 1972. Ωστόσο, ο τόμος δεν εμφανίζεται πλέον.

Διορίστηκε στο περιοδικό εξωτερικής πολιτικής Lumea και από το 1972 εργάστηκε στην αίθουσα ξένων ειδήσεων του Ρουμανικού Πρακτορείου Τύπου, μέχρι το 1989.

Μετά το 1990 εργάστηκε σε διάφορους εκδοτικούς οίκους στον νέο Τύπο (Lumea, Tineretul Liber, Zig Zag, Nine o`Clock, Bucharest Matin).

Κατά τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, μετέφρασε και δημοσίευσε στους εκδοτικούς οίκους Meridiane, Muzicală, Humanitas, Du Style, Artis, Compania, αρκετά έργα για την τέχνη και τον πολιτισμό. Ένας πρωτότυπος τόμος με τίτλο «Ο μονσινιόρ Γκίκα, Απόστολος και Μάρτυς» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Crater το 1991.

Από το 1997 βρίσκεται στο Υπουργείο Εξωτερικών και θα εργαστεί διαδοχικά, ως διπλωμάτης, μέχρι το τέλος του 2016, στις πρεσβείες της χώρας του στην Αγία Έδρα, στην Ισπανία, Ελλάδα και Περού.

Συνέχισε να γράφει ποίηση, συμπεριλαμβανομένου του στυλ χαϊκού, με έναν τόμο έργων αυτού του  είδους που μόλις εκδόθηκε.

 

cândva

cândva împingeam trupul meu sălbatic spre soare. 
lăsam ploile să-mi spele visele păgâne 
alunecam prin oraşe
cândva împingeam trupul meu sălbatic spre soare.
lăsam ploile să-mi spele visele păgâne
alunecam prin orașe
smulgând zâmbete complice de admirație.
eram un zbor planat
peste ticurile și înțepenelile altora
hohotind din toate celulele tinere.
soarele apunea doar ca să-înceapă
forfoteala febrilă de trupuri.
fiecare anotimp era un cearcăn al vieții
abia luat în seamă
așa cum copacilor
le ghicești vârsta cu inelele lor rotunde
la tăiere.
măsuram timpul
doar lovind ritmic pereții nopții
ca o limbă de clopot.
pluteam în susul apei
împins de curenții din corp
care electrizau liniștea.

κάποτε

κάποτε συνήθιζα να σπρώχνω προς τον ήλιο το άγριο σώμα μου.
άφηνα τις βροχές να ξεπλύνουν τα παγανιστικά μου όνειρα
γλιστρούσα μες στις πόλεις
κάποτε συνήθιζα να σπρώχνω προς τον ήλιο το άγριο σώμα μου.
άφηνα τις βροχές να ξεπλύνουν τα παγανιστικά μου όνειρα
γλιστρούσα μες στις πόλεις
αρπάζοντας συνένοχα χαμόγελα θαυμασμού.
ήμουν ανεμόπτερο
πάνω από τα τικ και την ακαμψία των άλλων
χαχανίζοντας από όλα μου τα νεαρά κύτταρα.
ο ήλιος έδυε μόνο για να ξεκινήσει
η πυρετώδης  κινητικότητα σωμάτων. 
κάθε εποχή ήταν ένας μαύρος κύκλος ζωής
που μετά βίας λαμβάνεται υπόψη
όπως στα δέντρα
μαντεύεις την ηλικία από τα στρογγυλά δαχτυλίδια τους
κατά την κοπή.
μετρούσα τον χρόνο
απλά χτυπώντας ρυθμικά τους τοίχους της νύχτας
σαν γλώσσα καμπάνας.
επέπλεα ανάπλου στο νερό
ωθημένος από τα ρεύματα στο σώμα μου
που ηλέκτριζαν τη σιωπή.


tristețe

„natura e palpabilă”
„fumul suntem noi”
„adevărul zace în citate”
„eternitatea paște stele”
lucruri caraghioase și grave
totuși ceva aburește aceste slove.
un fel de tristețe mă privește fix.
duc mâna la frunte
gestul nu mă mai amăgește
mă privesc de undeva de departe.

θλίψη

«η φύση είναι απτή»
«ο καπνός είμαστε εμείς»
"η αλήθεια κείτεται στα τσιτάτα"
"η αιωνιότητα τροφοδοτείται με αστέρια"
αστεία και σοβαρά πράγματα
ωστόσο κάτι αχνίζει αυτές τις λέξεις.
ένα είδος λύπης με καρφώνει με το βλέμμα.
βάζω το χέρι μου στο μέτωπο
η χειρονομία δεν με ξεγελάει πια
με κοιτάζω από κάπου μακριά.


alergare e totul

fulgere vagabondând.
mii de cai
luminând noaptea
afundând în uitare
valtrapuri și frâie
deasupra zăbrelelor ruginite.
alergare e totul.
felinarul copacul
gândul pădurea
zarea
se desfac și pornesc.
să cuprinzi atâtea destine
într-o singură goană.

αγώνας είναι τα πάντα

περιπλανώμενος κεραυνός.
χιλιάδες άλογα
φωτίζοντας τη νύχτα
βυθίζονταν στη λήθη
στολισμοί ίππων και ηνία
πάνω από τα σκουριασμένα κάγκελα.
αγώνας είναι τα πάντα.
το φανάρι το δέντρο  
το νου το δάσος
ορίζοντας
ξετυλίγονται και αρχίζουν.
να αγκαλιάσεις τόσες τύχες
με το ένα και μοναδικό αγών δρόμου.


greu și lucios

cuvinte risipind somnul
apăsând carnea
cu fiecare respirație a lor.
brazde adânci străbat
suprafața nopții
agoniseală a tăcerii.
cum umbra fluturelui
adăpostește țipătul florii
să apar eu
greu și lucios
piatră pe care o arunci
în obrazul timpului.

βαρύ και γυαλιστερό

λέξεις που σκορπίζουν τον ύπνο
πιέζοντας τη σάρκα
με κάθε τους ανάσα.
βαθιά αυλάκια τρυπώνουν
την επιφάνεια της νύχτας
απόκτηση της σιγής.
όπως η σκιά μιας πεταλούδας
στεγάζει την κραυγή του άνθους
να εμφανιστώ εγώ
βαρύ και γυαλιστερό
πέτρα πεταμένο
στου χρόνου το μάγουλο.


bărbați și femei

tăceri peste verdele colinei buimace.
profeții scormonesc în carne.
bărbați și femei
călăuziți de întrebări
unul câte unul măsurându-și povara
așa cum fluidele coruri de iele
poartă noaptea
iar profeții scormonesc în carne.
el ațâțat de morți și uitare
clădește ploi nesfârșite
(miracol al peștilor)
ea tăind firul auriu
al așteptării
îngheață pe dedesubt fulgere
o așteptare mai înaltă
decât catargul luminii
revărsate de lună.

άντρες και γυναίκες

σιωπές πάνω από το πράσινο του σαστισμένου λόφου.
οι προφήτες αναζητούν στη σάρκα.
άντρες και γυναίκες
καθοδηγούμενοι από διλήμματα 
ένας-ένας μετρώντας το φορτίο τους
όπως οι ρευστές χορωδίες Ναϊάδων 
φορούν τη νύχτα
και οι προφήτες αναζητούν στη σάρκα. 
αναστατωμένος από τους νεκρούς και λησμονιά 
εκείνος χτίζει ατελείωτες βροχές
(θαύμα των ψαριών)
εκείνη κόβοντας τη χρυσή κλωστή
της αναμονής
παγώνουν από κάτω αστραπές
υψηλότερη προσδοκία
από το κατάρτι του φωτός
που ξεχειλίζει το φεγγάρι.

autoportret

las spaimele
să-mi stea pe mâini pe față
să ardă copilăria
neschimbat s-o cheme
ca într-un parc cândva
un urs polar
în praful de pe stânci ghicind zăpada
așa se cuvenea
cu inima scoasă din teacă
să pășesc ferm
peste răutățile lumii
tot căutând în palmă linii nevăzute
lumina se împuținează
peste mici lucruri risipite.

αυτοπροσωπογραφία

αφήνω τους φόβους
να κάτσουν στα χέρια στο πρόσωπό μου
να κάψουν την παιδική ηλικία
αμετάβλητα να την καλέσουν
όπως σε πάρκο κάποτε
μια πολική αρκούδα
στη σκόνη στα βράχια μαντεύοντας το χιόνι
όπως θα έπρεπε να είναι 
με την καρδιά έξω από τη θήκη της
να πατήσω σταθερά
πάνω από τις κακίες του κόσμου
ενώ αναζητώ αόρατες γραμμές στην παλάμη μου
το φως χαμηλώνει
πάνω από μικρά σκόρπια πράγματα.


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Ιανουαρίου 2022