Εκτύπωση του άρθρου

 

ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ

Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα ίχνη πραγματικής ποίησης στα σχεδόν μαζικής παραγωγής πλέον προϊόντα των «προπτυχιακών και μεταπτυχιακών» ασκήσεων στα «εργαστήρια δημιουργικής γραφής» ή στα διαφυγόντα κέρδη ψυχαναλυτικών συνεδριών.

Το ξέρω ότι ακόμα και η αυτόματη γραφή μπορεί να παράξει αιφνιδίως κάτι εντυπωσιακό, ως πυροτέχνημα – αλλά, προσοχή, πρέπει να υπάρχει μια αυθεντική ποιητική φύση πίσω της για να μπορέσει να δημιουργήσει έναν κόσμο, έστω να εκπέμψει το μετείκασμα κάποιου ιδιωτικού οράματος που αφορά και σε άλλους.

Εντάξει, η ποίηση είναι εν μέρει αυτοψυχανάλυση (δηλ. βάσανος) και ψυχοθεραπεία, αλλά παραμένει προσωπική άσκηση ψυχής και όχι έργο καθηγητών και ιατρών.

Δυστυχώς είμαι της παλιάς αντίληψης ότι ΔΕΝ γράφεις οπωσδήποτε κάτι για να «εκφραστείς» διότι έτσι είναι του συρμού, αλλά γράφεις διότι δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.

Αυτές τις γκρινιάρικες σκέψεις μου τις ενέπνευσε η μηνιαία μου σοδειά (32 βιβλία – 3 περίπου κιλά, αν τα υπολογίσουμε σε κιλά).

Πάντως, καταλήγω, παντού, κι από αγκάθια (ακόμα και στρώματα ολόκληρα αγκαθιών) βγάζεις ρόδα…

Ας ανακρίνω και πάλι διεξοδικά μερικά από τα πιο φρέσκα….



ΑΝΤΩΝΙΝΗ ΣΜΥΡΙΛΛΗ  Βλέπω ακόμα παιδικά, ΘΡΑΚΑ

ΕΡ: Τι πιστεύει άραγε ότι της συμβαίνει η δημιουργός σας; Αναφέρατε έναν στίχο που να δίνει κάπως το στίγμα της…

ΑΠ: Είμαι καταδικασμένη /σε μια ενδιάμεση σφαίρα /πλανιέμαι /κάπου ανάμεσα /στον κόσμο και τους πλανήτες

ΕΡ: Απευθύνεται πάντως στον αναγνώστη έντιμα, με σαφείς προθέσεις, ε;

ΑΠ: Θέλεις να παίξουμε; / - Έχω παρέα /τις λέξεις μου // δεν είναι αρκετές για να φτιάξουν .μια ολόκληρη παιδική χαρά;

ΕΡ: Τι επιδιώκει παίζοντας με τις λέξεις;

ΑΠ: Ψάχνω το νόημα / αλλά το έφαγε η γάτα μου

ΕΡ: Γιατί γράφει;

ΑΠ: Όταν γράφω /νιώθω /σαν ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα / που αντιστέκεται να μπαλωθεί / γιατί λατρεύει την φθορά

ΕΡ: Πιστεύετε ότι θα επιμείνει;

ΑΠ: Επιμένω / δε μου αρέσει η υφή σ’ αυτό το βιβλίο //οι σελίδες δε γλιστρούν /κι εγώ δεν έχω χρόνο πια για στασιμότητες

Σχόλιο: Η Αντωνίνη Σμυρίλλη βλέπει ακόμα παιδικά – όπως σχεδόν όλοι οι ποιητές, και γράφει πότε εφηβικά και πότε γεροντικά – όπως αρκετοί ποιητές… Κάποτε θα συμπέσει η πραγματική της ηλικία με την εκφραστική της δεξιότητα (αυτό είναι το πρώτο της βιβλιαράκι) και, εάν μέχρι τότε δεν έχει διαλέξει άλλη τέχνη για να διοχετεύσει την ευαισθησία της και να θεραπεύσει τις ανασφάλειές της, όσο γίνεται, θα δώσει ενδιαφέρον στίγμα.  
 

ΜΑΡΙΑ ΦΟΥΤΖΙΤΖΗ  Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια, ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ

ΕΡ: Τι επεδίωξε η ποιήτριά σας αρχίζοντας να γράφει; Τι κατάφερε;

ΑΠ: Σχεδόν έκανα μια πραγματικότητα / σχεδόν / κράτησα μια πραγματικότητα σαν μωρό μέχρι που έκλαψε / σχεδόν / ήταν τόσο ελαστική που το επόμενο πρωί είχε τεντωθεί μέχρι το παράθυρο / το είχε ανοίξει / κι είχε πηδήξει στον ακάλυπτο.

ΕΡ: Δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με τον χρόνο και τον χώρο της, ε; Τι λέει γι αυτό;

ΑΠ: Με εκνευρίζουν τα χρονικά επιρρήματα / πόσο συχνά είναι το συνήθως και πόσο πιστευτό το πάντα ή το ποτέ. / εκτός από όταν όλα τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα με όλα τα ποτέ / και δεν ξέρεις σε ποια κατεύθυνση να κοιτάξεις γιατί το πάντα σου είναι εδώ / αλλά μπορεί να φύγει / μα κι αυτό το ποτέ πάντα σου το θελες.

ΕΡ: Έχει, θαρρώ, πολλές απαιτήσεις από την ζωή. Το όχημα της ποίησης πιστεύει ότι την βοηθά να διαφεύγει από κάποιες καταστάσεις που την απωθούν; Ποιες,  συγκεκριμένα;

ΑΠ: Πάντα μου σιχαινόμουν τους ανθρώπους / που πίνανε καφέ μέτριο / μπαίνανε στη θάλασσα μόνο τον Αύγουστο / και τρώγαν το φαΐ τους χλιαρό / Αυτή η μιζέρια του μετρίου / κάποτε ρίζωσε και από τότε δεν ξεχορτάριασε κανείς.

ΕΡ: Ποιες είναι οι αποσκευές της;

ΑΠ: Κυρίως, ας πάρουμε εμάς ολόκληρες /-κάνε μια λίστα μη και ξεχάσεις τίποτα σπίτι -/ να μας ενώσουμε επιτέλους

ΕΡ:  Προσπαθεί να ξεδιαλύνει κάτι γράφοντάς σας… Τι έχει εντοπίσει;

ΑΠ: Σχηματίζομαι / από ένα σύνολο ανθρώπων που αλληλεπιδρούν μαζί μου / και θυμώνουν μαζί μου / που τρώνε μαζί μου / κι αυτή η αλληλεπίδραση δεν φαίνεται καθόλου ύποπτη εκείνη τη στιγμή

Σχόλιο: Η (πρώτη επίσης) συλλογή της Μαρίας Φουτζίτζη, δείχνει πως η ποιήτρια στοχεύει κυρίως σε μια  σύνθεση ή ανασύνθεση της δομής της προσωπικότητάς της μέσω της δομής των ποιημάτων της.

Αναγνωρίζεται η εγκεφαλικότητα της, αλλά οι «πραγματικότητες» που δημιουργεί αρδεύονται από αιφνίδια αρτεσιανά ποιητικότητας.  

 

ΘΟΔΩΡΗΣ ΤΣΑΠΑΚΙΔΗΣ Ουρανός δωματίου, Εκδ. ΣΟΚΟΛΗ

ΕΡ: Πώς προκύψατε; Πώς κινείται ο ποιητής σας για να σας εντοπίσει; Τι λέει;

ΑΠ: Ανοίγω δρόμο μέσα από δασωμένες σιωπές / δρασκελώ τα χαντάκια της μοναξιάς μου / και σκαρφαλώνω στα κλαδιά μιας αειθαλούς θλίψης / από εκεί ατενίζω τις απέραντες εκτάσεις των στιγμών // Πόσο μα πόσο μοιάζουν όλες ίδιες από δω πάνω!

ΕΡ: Πού βρέθηκε, τι του συνέβη;

ΑΠ: Το άλογό μου χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος / οι πεζές μέρες ήταν μπροστά

ΕΡ: Ο ποιητής σας αμφιβάλλει; Τι προοπτικές βλέπει να έχει;

ΑΠ: Μέχρι πού θα πας με λέξεις που δεν προφταίνουν να ωριμάσουν; / Σαν χαμένα παιδιά περιπλανιούνται / στο δάσος των ενήλικων συναισθημάτων

ΕΡ: Αναφέρατε κάποιο στίχο που να εξηγεί τη στάση του ποιητή σας και τον εξαναγκασμό του σε έκφραση…

ΑΠ: Τρέχει η μοναξιά μου / να προσπεράσει τη ζωή / Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος

Σχόλιο: Το άλογο που καβαλάει ο Θοδωρής Τσαπακίδης είναι το κεφάλι του. Δεν χάνεται μέσα στο πλήθος, αλλά, αν δεν το κακομεταχειρίζεται, μπορεί να τον οδηγήσει παντού: και σε πεζές μέρες και σε θεατρικές νύχτες – και σε ποιητικά πετάγματα.

 

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, Φλόγα απ’ τη στάχτη, ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ

ΕΡ: Πώς νιώθει ο ποιητής σας μετά από τέτοια μακρά πορεία;

ΑΠ: Όρθιος / περήφανο ένα τίποτα / στην άβυσσο της λήθης

ΕΡ: Πώς αντιμετωπίζει το έργο του;

ΑΠ: Γράφω μάταιες λέξεις / λέξεις βουβές και χάρτινες / για κείνους που μιλάνε άλλη γλώσσα (…)

ΕΡ: Τι πιστεύει για την ποίηση;

ΑΠ: Είσαι κάτι από μένα / κάτι ολοφάνερο κι ανεξιχνίαστο /καταγωγή και μακρινή πατρίδα

ΕΡ: Πού κατατείνει η ποίησή του;

ΑΠ: Ποτέ πια ονομάζεται / το δεν και το μηδέν / η αποθέωση του τίποτα / ποίημα χωρίς λέξεις /ένα βιβλίο με λευκές σελίδες

ΕΡ: Κάνει κάποιο απολογισμό /ισολογισμό σ’ αυτό το βιβλίο;

ΑΠ: Το αίμα μου δεν φτάνει / όσα έγραψα /κι όσα ποτέ θα γράψω (…)/ αυτό το χάσμα / το απύθμενο κενό / στα παιδικά μου χρόνια / θα κλείσει μόνο με τον θάνατο (…)

Σχόλιο: Ο Τόλης Νικηφόρου, δόκιμος ποιητής με μακρά και όχι πάντα εύκολη πορεία, με διακριτή φωνή και ευδιάκριτο ανάστημα, στο πρόσφατο βιβλίο του  διασώζει πολλές σπίθες μέσα από την στάχτη του καιρού, για να τις χρησιμοποιήσει και πάλι ως προσάναμμα των καιρών.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑϊΤΑΣ, Στο καφέ «Εντροπία», ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ

ΕΡ: Πώς άρχισε να γράφει ο δημιουργός σας;

ΑΠ: Αυτόπτης μάρτυρας της αιωνιότητας / άνοιξα την πόρτα του μύθου και βγήκα

ΕΡ: Τι είδε; Τι θα προσπαθήσει να μεταδώσει στον αναγνώστη; Τι πιστεύει πως θα καταφέρει;

ΑΠ: Το σύμπαν μοιάζει παρτιτούρα θαυμάτων / οδύσσεια γλώσσα απροσπέλαστη του Όντος // Αυτός που άρχισε το ταξίδι / θα το τελειώσει μεσοπέλαγα

ΕΡ: Τι πιστεύει για τον κόσμο του;

ΑΠ: Η ψυχή του ανθρώπου γεμάτη θάλασσα /ο ουρανός μέσα του / όλα έχουν το όνομα του καθενός (…)

ΕΡ: Τι πιστεύει για την γέννηση ενός ποιήματος;

ΑΠ: Το θαύμα γεννιέται μόνο από θαύμα

ΕΡ: Τι χρησιμοποιεί ως υλικό του;

ΑΠ: Λέξεις βγαλμένες από το κενό για το κενό / τι άλλο είναι ένας στίχος απ’ τον έρωτα των προγόνων

Σχόλιο: Ο Βασίλης Φαϊτάς, συνεπής πάντα στην στάση του απέναντι στο ποιητικό και κοσμικό σύμπαν, ως ταπεινόφρων φορέας υψηλών συλλήψεων και ασκημένος χειριστής αοράτων, μας δίνει εδώ το πιο ώριμο βιβλίο του. 

Στην, σχεδόν δοκιμιακή, γραφή των ποιημάτων του αποτυπώνονται συχνά ίχνη θεού.

 

ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΕΑΣ, Το ψυγείο μας, ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ

ΕΡ: Ποια είναι η σχέση του δημιουργού σας με την ποίηση;

ΑΠ: Μια ιστορία εξαρτημένης μοναξιάς

ΕΡ: Θεωρεί τα γραφόμενα ως μέσον για την σωτηρία της ψυχής του;

ΑΠ: Η εξουσία των λόγων μου βάρκα διαφυγής

ΕΡ: Ποια είναι η άποψη του για την ποίηση;

ΑΠ: Τι θα γράψουν άραγε στο βιβλίο συμβάντων;/ Τέτοιες αποφάσεις δεν προκαλούνε Άνοιξη / απλώς καταγράφονται

ΕΡ: Τι πιστεύει ότι κάνει ως ποιητής;

ΑΠ: Ζω εδώ την επιστροφή της φωνής μου / παρά την εμμονή της να με εκτοπίζει

ΕΡ: Φοβάται την ζωή;

ΑΠ: Πόσες αναστολές έχουν /τα δέντρα; // οι ρίζες τους δειλιάζουν /να γευτούνε το νερό; // Κάποια φύλλα τρομάζουν / στον εντοπισμό τους απ’ τη μουσική

ΕΡ: Μας αναφέρετε έναν από τους πιο ειλικρινείς στίχους του;

ΑΠ: Δυο λεπτά πριν / Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας //(…)

Στο μικρό στεγνό στενό // Ήμουν παρών / Έτυχε εκεί να βρίσκεται και η ζωή μου

Σχόλιο: Ο Πέτρος Στεφανέας φαίνεται να ζει αντιποιητικά και να καταγράφει με σχολαστικισμό τις ποιητικές διαδρομές του. Νιώθει  διορισμένος στη ζωή του με σύμβαση αορίστου χρόνου, και την διατρέχει διακριτικά, σχεδόν ινκόγκνιτο, κρατώντας σημειώσεις, παρά το ότι, όπως παρατηρεί ο ίδιος: Στη διαδρομή όλα τα ποιήματα έχουν ξεχαστεί.

 

ΣΤΕΛΛΑ ΔΟΥΜΟΥ Χρονορυχείο, Θράκα

ΕΡ: Πώς βλέπει την ποιητική της περσόνα η δημιουργός σας;

ΑΠ; Στη βαθιά νύχτα εγώ με σκάφανδρο / μου αρκεί /- οι μικρές ιστορίες αρχίζουν με μια ανάσα

ΕΡ: Τι γνώμη έχει για την ποίηση;

Πολύ κάρβουνο για το τίποτα, αφέντες μου /πολύ κάρβουνο για το τίποτα.

ΕΡ: Τι πιστεύει για το ανθρώπινο είδος;

ΑΠ: (…) Κι όπως τρίβεται και λιώνει ο τρόπος / να στεκόμαστε όρθιοι / παρακαλάμε με στόμα απίθανο / να φυσήξουνε οι άνεμοι που θα μας επιστρέψουν /τα φτερά μας

(Χμ, εδώ τσάκωσα την ποιήτρια να ρωτά και να απαντά η ίδια για το φλέγον θέμα):

ΕΡ: Και τι προσφέρεις εσύ ποιητή εξόν /από λεκτικές εξαπατήσεις;

ΑΠ: (…) Συγχωρείσαι – αν εντέλει συγχωρείσαι – γιατί συμβαίνει / καμιά φορά να κλαδεύεις ωραία σιωπή.

Σκότωσα, ξέρεις κάποτε έναν ποιητή / γιατί όταν δεν κλάδευε τον βαριόμουν.

ΕΡ: Αναφέρατε τον πιο τζαζ στίχο σας…

ΑΠ:(…) όταν μας τρυπάει το φεγγάρι χορεύουμε σα να μην έχουμε νεφρά, σα να μην έχουμε σκιές, (…) κι έτσι, ναι, αδέκαροι από βεβαιότητα, να κορδωθούμε ώσπου να πεθάνουμε από θλίψη (…)

Σχόλιο: Η Στέλλα Δούμου καταγράφει πυρετικά σχεδόν «σε ρυθμό υπαγορεύσεως» σκέψεις οι οποίες, ξεπροβάλλουν ή γυμνές ή ατημέλητες ή καταστόλιστες με παράταιρα ουσιαστικά και επίθετα - καθώς βιάζονται να διατυπωθούν. Μια (οπωσδήποτε ισχυρή) πνοή «ποιητικότητας» συνεπαίρνει ανεξέλεγκτα, νοήματα και (οπωσδήποτε γοητευτικά) παραφερνάλια.

 

ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι

ΕΡ:  Γιατί άρχισε να σας γράφει η δημιουργός σας;

ΑΠ:  Ήθελε να σημάνει κάτι αλλά / μέσα στην υπνηλία της αλήθειας / χανόταν του ονείρου η εγρήγορση…

ΕΡ: Πώς περιγράφετε την διαδικασία της γέννησης ενός ποιήματος;

ΑΠ:  Στον ίσκιο του ίσκιου της πάνω στον πάγο / μια σκέψη απρόθυμη βρίσκει έναν δρόμο / με σαφήνεια λουλουδιού που απλώνει / την ποικιλοχρωμία του στο φως.

ΕΡ: Θεωρείτε ότι, εκτός από σκέψεις και ιδέες, οι στίχοι σας συλλαμβάνουν και ψυχές;

ΑΠ: Στα μέρη μας, με τόση άγρια βλάστηση / έτσι απλά ενσαρκώνεται όποιος λείπει.

ΕΡ: Πιστεύετε ότι επιτελείτε κάποιο εντεταλμένο έργο;

ΑΠ:   (…) και είμαι εκείνη που τραβά τα δίχτυα / και φέρνει πάνω τα θνητά. / τ’ άλλα πηδούν και πάλι στο ποτάμι / προς την απέραντη χαρά.

ΕΡ: Τι ελπίσατε;

ΑΠ: Όλο και κάποιος θα μας έχει αγαπήσει / ώστε να τον κρατήσει ζωντανό

Σχόλιο: Η Δήμητρα Χριστοδούλου, με την τραχιά αβρότητα της γραφής της, πάντα γήινη και πλατυτέρα, στο πρόσφατο βιβλίο της, αποστάζει την αγγελική  ουσία του πάσχοντος ανθρώπου - για να ξορκίσει την αίσθηση προϊούσας απώλειας και ερήμωσης που τον διεκδικεί.

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Ιουνίου 2017