Αυτή τη φορά οι ποιητικές συλλογές δεν πυργώνονται απειλητικά μπροστά μου: επιστράτευσα ένα παλιό, χαμηλό τραπέζι, το έβαλα δίπλα στο γραφείο, το επιφόρτισα με το καθήκον να φορτώνεται βιβλία - και έχω κάπως ηρεμήσει. Τώρα, μπορώ να τα κοιτάζω λοξά, να απλώνω το χέρι να τα χαϊδεύω λίγο, και να διαλέγω με την ησυχία μου.
Λόγω της μετακόμισης, βεβαίως, τα βιβλία έχουν ανακατευτεί ακόμα πιο πολύ. Διαλέγω λοιπόν από νέες, νεότατες αλλά και παλιότερες εκδόσεις.
Αλλά δεν έχει καμιά σημασία – η ποίηση είναι εκτός χρόνου πάντα… Ιδού η εαρινή κλήρωση:
ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ: Όπου φυσά γλυκά η αύρα, Gudemberg
ΕΡ: Τι είναι το ποίημα για τη δημιουργό σας;
ΑΠ: Μισό εσθήτα, μισό θάλασσα / μισό κορμί μισό νεφέλη / το πλάσμα αιχμαλωτίζεται/και στάζει.
ΕΡ: Εμπνέεται από εικόνες και τις μεταφράζει σε εικόνες; Πώς;
ΑΠ: Τα ρόδια μας έγιναν πίνακες
ΕΡ: Τι θέλει να μνημειώσει γράφοντας;
ΑΠ: Η βασική δομή οι συγγενείς και οι φίλοι. / Πρόσωπα εναλλασσόμενα αφηγούνται κουβέντες / που έγιναν στο ίδιο μέρος από ανθρώπους που έχουν φύγει.
ΕΡ: Πώς «εξελίσσει» την εικόνα σε μουσική;
ΑΠ: (…) Η αφήγηση γίνεται μέρος της συζήτησης μετά. / Ένας ρυθμός. Μια αίσθηση κοινότητας.
ΕΡ: Από πού παίρνει κατευθύνσεις;
ΑΠ: Μου λεν τα στόματα των φύλλων / μέσα στη γη εγγράφεται ένα σχέδιο. / Φαντάζομαι ένα σύστημα ριζών / που μένουνε αβάπτιστες και φευγαλέες.
Σχόλιο: Η Λιάνα Σακκελίου μπαινοβγαίνει σε πίνακες και σε χρονολογίες, σε οικογενειακές παλιές ιστορίες και σε άλλες που διάβασε ή άκουσε γι αυτές. Οι πηγές του βιβλίου: Νερό, θάλασσα, χρώμα, μύθος ιστορία. Οι ωραίες λέξεις συναρμόζονται ποιητικά σαν από μόνες τους. Εμβόλιμα, τραγούδια του συρμού, πρόγονοι κοντινοί ή μυθικοί.
ΒΑΛΙΑ ΤΣΑΪΤΑ ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ: Άγρια χόρτα Κίχλη
ΕΡ: Είναι το πρώτο βιβλίο της δημιουργού σας. Πώς μας καλωσορίζει;
ΑΠ: Καλωσήρθατε εκεί που όλα μοιάζουν επείγοντα
ΕΡ: Πώς άρχισε να σας γράφει;
ΑΠ: Κάδρα με λόγια ανείπωτα φύτρωσαν ένα βράδυ στους τοίχους του σπιτιού / μας ξύπνησαν οι φωνές των επίπλων και τα χτυπήματα
ΕΡ: Και γιατί στράφηκε στην ποίηση;
ΑΠ: Τα ποιήματα έτρεχαν φοβισμένα / γύρω απ’ τους καθρέφτες
ΕΡ: Είχε κάτι στο μυαλό της;
ΑΠ: Ένα μυαλό κι άλλο μυαλό: σπασμένα μπολ / γεμάτα θορύβους΄
ΕΡ: Τι προσπαθεί να κάνει γράφοντάς σας;
ΑΠ: Να υπάρξουν όλα απ’ την αρχή – εικόνες / σαν σκαλισμένοι με νυστέρι θεοί ανυπεράσπιστοι / που θα τρέφονται από το αίμα μας / απ’ τα υγρά / κι απ’ τ’ ανοιχτά κορμιά μας
Σχόλιο: Η Βάλια Τσιλιμένη γράφει ποιήματα ακόμα λίγο άνισα, συχνά σε πρώτο πληθυντικό, παλιακό ή μεταμοντέρνο, αλλά κοινωνεί τη μοναδικότητά της και μετέχει στο ορατό και στο αόρατο γίγνεσθαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΡΚΑΔΗΣ: ΜΕΛΙΣΣΟΧΟΡΤΟ Μελάνι
ΕΡ: Γιατί γράφει ποιήματα ο δημιουργός σας;
ΑΠ: Καμιά έρημος δεν θα μπορούσε χωρίς την όασή της
ΕΡ: Ποιο είναι το εποπτικό του υλικό;
ΑΠ: Άνοιξη πεντατονίες της βροχής και των πουλιών πενταχρωμίε
ΕΡ: Μπαίνει στην ποίηση με βαθιές ανάσες, όπως στο δάσος; Τι επιζητεί;
ΑΠ: Να μπω σε λήθαργο / να θυμηθώ πώς είναι / άνθρωπος να’ σαι
ΕΡ: Τι πιστεύει πως κατόρθωσε μ’ αυτό το βιβλίο;
ΑΠ: Έδωσα τα βουνά / την μαύρη ελάτη / και πού να βρουν τους λύκους είπα / Μαρτύρησα πηγές εκεί που δάκρυζαν / νερά κι αγάπες που κατέβαζαν. / Ναι, το’κανα κι αυτό
Σχόλιο: Την ποίηση του Γιάννη Ζαρκάδη, την απλή και ειλικρινή στο βάθος της, κοσμούν μετεικάσματα ζωντανής φύσης και δονούν απόηχοι δημοτικού τραγουδιού.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ: Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, Gutenberg
ΕΡ: Πώς γράφεται η ποίηση, κατά τον δημιουργό σας;
ΑΠ: Ξεθάβεις την μνήμη των υδάτων / τ’ απόκρυφο ποτάμι της γλώσσας / τις μύριες ρίζες της εργασίας / το φριχτό μάτι της πατρίδας
ΕΡ: Πιο απλά;
ΑΠ: Επιστρέφεις στο παιδικό σου παράπονο / εκεί που εναπόθεσαν τη λεία τους τα πλοία / στο αίμα της θάλασσας / διασώζοντας τη βραδινή πλημμύρα του άγχους σου
ΕΡ: Τι συνειδητοποιείς όταν αρχίζεις να γράφεις;
ΑΠ: Δεν γνώριζες πως το σύμπαν / είναι μια ενότητα γεμάτη ζωή
ΕΡ: Τι είναι λοιπόν η ποίηση;
ΑΠ: Αέρας φωνής στο στόμα του ζώου
ΕΡ: Θέλει να μοιραστεί ο δημιουργός σας με τον αναγνώστη κάποιο μυστικό που ανακάλυψε;
ΑΠ: Ας δούμε τον θάνατο ως απώλεια χρόνου μιας νύχτας / που με εύψυχο θράσος δεν θα ξαναπάμε σχολείο
Σχόλιο: Ο καλός ποιητής ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε. Ώριμος λόγιος, πλην πάντα απαρηγόρητος παις παίζων, πεττεύων.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: ΝΥΧΤΑ, Κίχλη
ΕΡ: Πώς περιγράφει το νυχτοκάματο της ποίησης ο δημιουργός σας;
ΑΠ: Ξυπνούν αργά, νωχελικά οι αισθήσεις / μεθάει τη σκέψη σου η χαρά ενός φρούτου / τα μέλη σου στην υποψία της πτήσης / μοιάζουν φτερά, όχι άλλο πόδια ή χέρια / Θεός δεν σε προσμένει να βαδίσεις / μα να υψωθείς! Σε μονοπάτια αιθέρια, / πέρα απ’ του κόσμου αυτού τη σκοτοδίνη, / μακριά απ’ τη γη της νάρκης τη χειμέρια…
ΕΡ: Πώς περιγράφει τη νύχτα του;
ΑΠ: Είναι της νύχτας η καρδιά από στάχτη / στάχτη από ψίθυρους, οράματα εφιάλτες, πόθους πιασμένους στης στιγμής το αδράχτι, / πόνους διαρκείς, σκαιούς μαχαιροβγάλτες / άνθη της μνήμης που έρεψαν στη λάβα / διαμαντικά θαμμένα στους βασάλτες
ΕΡ: Τι τον καθησυχάζει, τι τον τρομάζει, τι τον εξοργίζει, τι τον πτοεί, τι τον γονιμοποιεί στη νύχτα του;
ΑΠ: Είναι της νύχτας η καρδιά από γάλα / από στάχτη / από αιθάλη / από σπέρμα /από ειρήνη / από σκέψη /από μάτια
Σχόλιο: Άσκηση φόρμας και ύφους, εύφορη σύνθεση σε επτά μέρη ομοιοκατάληκτων και ομόκεντρων ποιημάτων – όλων σχετικών με την πολυσήμαντη φύση της νύχτας, πηγής έμπνευσης του ποιητή.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ: ΑΛΤΣΧΑΙΜΕΡ ΑΡΧΟΜΕΝΟ, Μελάνι
ΕΡ: Πώς περιγράφει τον εαυτό του ο δημιουργός σας;
ΑΠ: Ένας κακός ευτυχισμένος άνθρωπος είμαι
ΕΡ: Τι τον οδήγησε στη γραφή αυτού του βιβλίου;
ΑΠ: Μια αταξινόμητη θλίψη οδήγησε τα βήματά μου / σ΄ αυτή την ηλικία, όπου δεν είμαι πια ο ίδιος
ΕΡ: Ποια ποιητική διαπίστωση κάνει στο βιβλίο του αυτό;
ΑΠ: Ψευδείς αναμνήσεις / μου φτιάχνουν το κέφι. / θα ξυπνήσω / μ’ ένα καλό προαίσθημα τη μέρα που θα πεθάνω.
ΕΡ: Τι πιστεύει πως είναι η ποίησή του;
ΑΠ: Ένα εγχείρημα μίμησης από βιβλία ίσως / από κινηματογράφο σίγουρα. Παραδείγματα /πατέρα ισόποσα με το αλκοόλ στο αίμα.
ΕΡ: Κατά αυτόν, ποιος είναι ο λόγος που γράφουμε ποίηση;
ΑΠ: Κανένας δεν ζητάει να μάθει τι όνειρα βλέπει ένας νεκρός
Σχόλιο: Ο Σωτήρης Παστάκας γράφει κι αυτός τους ώριμους στίχους του, που είναι, όπως πάντα, προκλητικοί, σαρκαστικοί και αναιδείς, πλην, τώρα, πιο στοχαστικοί και λυπημένοι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ: Σχεδόν βιβλικά, Πόλις
ΕΡ: Τι φρονεί ο δημιουργός σας για την γένεση ενός ποιητικού βιβλίου;
ΑΠ: «Κάθε έργο τέχνης είναι μια μοναξιά υπό κατασκευή» είπε ο Θεός μες στο ιδιωτικό σκοτάδι του πριν αρχίσει την εξαήμερη δημιουργία.
ΕΡ: Πώς βλέπει τον εαυτό του;
ΑΠ: Εγώ, εκρηκτικό σκεύος πνευματικότητας σ’ έναν άψυχο κόσμο, εγώ, ποιητής με αστείρευτες δολοφονικές δυνατότητες, γράφοντας πίσω από ατσάλινες πόρτες τιμωρητικές επιστολές γενεθλίων.
ΕΡ: Φαίνεται να αντιμετωπίζει με σεβασμό, έκπληξη και καχυποψία και το έργο του αλλά και τον αναγνώστη. Τι παράγει και πού τον οδηγεί αυτή η εμμονή;
ΑΠ: Κάθισε και ξανάγραψε τον Ιώβ. Πάλι απέτυχε.(…) Κανείς δεν ξέρει αν παίζεται ακόμα ένα παιχνίδι σκοτεινό πίσω απ’ τις πλάτες του.
Σχόλιο: Η γραφή του Δημήτρη Αγγελή είναι υψιπετής, αλλά προσεκτική και πειθαρχημένη.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΛΟΥΠΑΚΗ: Το σπίτι από μακριά, Μελάνι
ΕΡ: Πώς αντιλαμβάνεται την ποίηση η δημιουργός σας;
ΑΠ: Υπάρχει πάντοτε μια θάλασσα / που αν την κολυμπήσεις ως πολύ βαθιά / χάνεται κάθε επιθυμία να επιστρέψεις
ΕΡ: Και το ποιητικό ζητούμενο;
ΑΠ: Εσύ τρέχεις ξοπίσω του κι αυτό σε κυνηγάει / στα βράχια σε πετάει, σε ρίχνει στο γκρεμό
ΕΡ: Γιατί έγραψε αυτό το βιβλίο;
ΑΠ: Πάλι άτακτη υποχώρηση στο πιο βαθύ πηγάδι / για να μη ρίξω κεραυνό / να κάψω τη ζωή μου.
ΕΡ: Ως ποιήτρια, τι πιστεύει για την ζωή;
ΑΠ: Η αξία των γεγονότων / εξαρτάται απ’ την ταχύτητα / με την οποία μας διαφεύγουν.
Σχόλιο: Η Ευγενία Λουπάκη, έντιμη μεταφράστρια της καθημερινότητας στην δύσκολη γλώσσα της ποίησης, στέλνει νηφάλιες ανταποκρίσεις από εμπόλεμες περιοχές και ανεξερεύνητα ψυχικά τοπία.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ, Η αλφαβήτα των πραγμάτων Μελάνι
ΕΡ: Άλλο ένα πρώτο βιβλίο…Πώς άρχισε να γράφει η δημιουργός σου;
ΑΠ: Ξύπνησα κι ήμουνα ξανά στο πατρικό / κι η γυναίκα που συγύριζε το σπίτι / να σαλεύει κάτι είδε στον σκοροφαγωμένο Παλαμά / η άνοιξη η άγρια που χίμηξε απ’ τον φεγγίτη / φύσηξε πνοή στη βιβλιοθήκη / τότε η γυναίκα γύρισε και μας ψιθύρισε / οι λέξεις είναι έρωτας
ΕΡ: Τι χρειάζεται η ποίηση κατά τη γνώμη της;ΑΠ: Πώς είναι να μαθαίνεις νήπιο το αλφάβητο με εικόνες; / Έτσι και τα πράγματα / απαιτούν από τη γλώσσα / μιαν άλλη τοιχογραφία.
ΕΡ: Πώς ψάχνει να βρει τον δρόμο της;ΑΠ: Ψάχνω να βάλω λίγη φαντασία στο ποίημα / πράγμα / πουλί / πέτρα / μήλο / χορτάρι / και να ουρλιάξω / στο / πράγμα / πουλί / πέτρα / μήλο / χορτάρι / δεν υπάρχεις.
ΕΡ: Τι πιστεύει γι αυτόν που ασκεί την τέχνη της ποίησης;ΑΠ: Ο ποιητής είναι θαμών/ όχι στρουθίον μονάζον επί δώματος / μα πουλάκι που ανιστορεί / πως βγήκε από τον Άδη / κι είπε ένα τραγούδι / εν ονόματι του χώματος.
Σχόλιο: Η Ειρήνη Γιαννάκη δίνει μια ενδιαφέρουσα πρώτη ποιητική συλλογή. Η ήδη ώριμη γραφή της κατορθώνει να μην στερεί κάθε φρεσκάδα από τις λέξεις και κάθε έκπληξη από τα νοήματα.
Παυλίνα Παμπούδη
© Poeticanet τα περιεχόμενα του poeticanet προστατεύονται από copyright
Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Απριλίου 2019