Παυλίνα Παμπούδη: Εις εαυτόν
Θαρρώ πως ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτή η στήλη να παίρνει ολόκληρες «συνεντεύξεις» από στίχους, εκβιάζοντάς τους να μας εξηγήσουν τις προθέσεις των δημιουργών τους …
Τώρα, μετά από καμιά διακοσαριά (!) «συνεντεύξεις», θα αφήσω (δοκιμαστικά) τους ίδιους τους δημιουργούς να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους παραθέτοντας κάποια σχετικά αποσπάσματα ή και ένα ολόκληρο ποίημα τους. Εγώ θα τους θέτω μόνο μια γενική ερώτηση, απλή ή σύνθετη, ελπίζοντας σε κάπως διαφωτιστικές απαντήσεις. (Ναι, ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί και πώς γράφονται τα ποιήματα και πάντα απορώ και θαυμάζω…).
Η τωρινή σοδειά λοιπόν περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές πασών των γενεών: έχουμε πονήματα και δόκιμων και δοκιμαζόμενων και δοκιμασμένων. Και νεοφώτιστων και βετεράνων. Το κριτήριο είναι (όπως το προσπαθώ πάντα), η ύπαρξη του διαφορετικού: στις εν λόγω συλλογές να ανιχνεύονται και ποιήματα που μοιάζουν να μην έχουν παραχθεί από κλωσσομηχανή δημιουργικής / καταστροφικής γραφής (βλέπε σχετικές γκρίνιες μου σε προηγούμενες Στήλες Άλατος).
1 Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη: Ανεράδα, Μανδραγόρας
ΕΡ: Πώς και γιατί γράφετε; Τι είναι η ποίηση για σας; Τι περιμένετε;
*Ταχτοποιείς το χάος / επιλέγοντας διαφορετικούς λεκτικούς /σχηματισμούς, καινούργιες αιτιότητες. / Ξαφνικά μια αστραπή γνώσης / φωτίζει όλη την πραγματικότητα
*Ένα διαρκές παιχνίδι / Στο τέλος χαμένο / Όλα συνέχονται / Εγώ γίνομαι Εσύ και Όλα Τίποτα
*Με τη σωστή δόση δημιουργικής ασάφειας (…) παραβολικώς, αλληγορικώς, μεταφορικώς, περιφραστικώς /και συμμετρικώς / και ευθέως και πλαγίως /και εμμέσως και αμέσως. / και διαυγώς και γριφωδώς. / και νέτα σκέτα.
* Να γράφεται, να ξαναγράφεται / Απ’ όσους διαβάζεται
Η Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη δίνει τίμιες και εύστοχες απαντήσεις, φαίνεται να είναι εμπνευσμένη αλλά και γειωμένη, όχι υποχρεωμένη αλλά αποφασισμένη να εξερευνήσει φωτεινά και σκοτεινά μονοπάτια.
2 Κωνσταντίνος Νικολάου: Ο ταλαντούχος Νέρωνας, Σμίλη
ΕΡ: Πώς και γιατί γράφετε; Τι είναι η ποίηση για σας; Τι περιμένετε;
*Λίθοι, πλίνθοι, ήθη και μύθοι / ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα / επίθετα με ουσιαστικά κακοραμμένα / μάταια μάχονται τη λήθη. // Υπερρεαλισμού τεχνάσματα / ανολοκλήρωτα γυμνάσματα σαν έλος / σελίδας λευκής φαντάσματα στο τέλος / εγωτισμού σκεπάσματα.
*Θυμίζουν τους κομπάρσους των ονείρων μας / δεν ξέρουμε από πού έρχονται /ούτε πού πηγαίνουν
*Διαβάζει ποιήματα ανελλιπώς / Γράφει ποιήματα δικά του. / Σαν μεγαλώσει θα γίνει κιθαρωδός / Σε κατάμεστα θέατρα ν’ απαγγέλλει ωδές
Ο Κωνσταντίνος Νικολάου επιδίδεται με ειλικρινή ενθουσιασμό σε αυτό που ακριβώς λέει: κάνει γυμνάσματα - και χρησιμοποιεί τεχνάσματα /εφέ για να εντυπωσιάσει και να προκαλέσει την έμπνευση.
3 Ζέφη Δαράκη: accordion, Ύψιλον
ΕΡ: Πώς και γιατί γράφετε; Τι είναι η ποίηση για σας; Τι σας προσφέρει;
*Πατάω πάλι στα παλιά μου χνάρια / έχει ανέβει δροσερό το χορτάρι. / Βάζω το χέρι αντήλιο το αν / πράγματι υπήρξες, μου ψιθυρίζει / θα μείνει ανεξιχνίαστο
*Είναι προσκυνήματα άυπνων νεκρών / δεν είναι ποιήματα
*… το ότι εγώ περιπατώ εις το ποίημα / όταν το ποίημα ψιθυρίζει τον εαυτό του έξω απ’ το πραγματικό / διασαλεύοντας το λογικό μου
Η δόκιμη Ζέφη Δαράκη συνεχίζει να κεντά τα νεραϊδένια ποιήματά της εν περισυλλογή και κατανύξει. Ποίηση που μακραίνει εισχωρώντας σε μεγάλα βάθη.
4 Τάσος Πορφύρης: Σπαραγμένη μνήμη Ύψιλον 2024
ΕΡ: Πώς πιστεύετε ότι γράφεται ένα ποίημα;
Λευκή κόλλα – απ’ αυτές που λέγαμε διαγωνισμού και τώρα Α4
Στη μέση του γραφείου πλάι τους μολύβι, γομολάστιχα αθώες
Παγίδες με το παράθυρο μισάνοιχτο στον παγωμένο βοριά
Όπου συνωθούνται φτερουγίζοντας οι απελπισμένοι στίχοι
Ψάχνοντας ένα καταφύγιο να γλιτώσουν απ’ τους ένστολους
Και τους γκέκηδες ιχνηλάτες τους σαν τους εντοπίζουν
Από την περπατησιά τους δεκαπεντασύλλαβου και τον καημό
Ενός πωγωνίσιου μοιργιολογιού που χαμηλώνει τα βουνά
(Στίχοι)
Ο γήινος ποιητής Τάσος Πορφύρης, γράφει εσώκλειστος σε συλλογικές και προσωπικές μνήμες κρατώντας όμως μισάνοιχτα παράθυρα της άλλης πείρας.
5 Βασίλης Κουγέας: Το καθήκον της νεότητας, Ύψιλον
*Ο σκύλος τριγυρνάει σ’ όλα μου τα ποιήματα
Άλλοτε φαίνεται άλλοτε όχι
Πηδάει από το’ να στο άλλο τριποδίζοντας
Από βιβλίο σε βιβλίο
Γυρίζει τις σελίδες
Βγαίνει έξω απ’ αυτά
Σε χιόνια μπόρες και βροχέα μ’ ΄ορθια αυτιά
Flaneur a quatre pieds χωρίς ομπρέλα
Αύγουστο στο Παρίσι πλατσουρίζει σιντριβάνια
Μιλάει στις κρήνες τα αγάλματα
Στο παγωμένο Βερολίνο κάνει την κυρία
Κυνηγάει τους σαλτιμπάγκους
Φλυαρούντες ή άδοντες
Ποτέ δεν αρνείται χάδι, ποτέ
Δεν μπαίνει ακάλεστος
Περιφρονεί τις γόπες
Μπαίνει στα όνειρα
Δείχνει στις γωνίες
Φίλους ξεχασμένους
Δίνει στις κλοτσιές
Χωρίς αιρέσεις άτοκη συγνώνη
Με διώχνει από ανώφελους καβγάδες
Δρυμούς και δρόμους δίπλα μου
Χάνεται κι επιστρέφει –
Έτσι ξεράθηκαν
Οι μικρές πατούσες
Ενώ
υγρό μουσούδι
αγγίζει τρυφερά το μάγουλο και φεύγει
άκου, είπε προχτές
η αληθινή αξία μιας σύγκρουσης
δεν βρίσκεται στην ίδια
αλλά στο χρέος που δημιουργεί -
το κράτησα
Δεν ξέρω αν αγάπησα τόσο πολύ
Ένα πλάσμα
Αυτό και τον Βίκτορα Ουγκό
Ο πιο γλυκός ύπνος του ύπνου το’ χει μέσα του
Έχει πρόσωπο
Έχει σχέδιο
Είναι άνθρωπος
Γέρνε μου το αυτί απ’ τον ουρανό
να ξέρω ότι με σκέφτεσαι
a la fin de siècle
κάπου θα είναι πέντε η ώρα της βόλτας
ε, και;
(King of dog. Oggi, 2016-2024)
Σχεδόν πεζολογικός στη συγκίνησή του, κάπως αποστασιοποιημένος αλλά πολύ ανθρώπινος ο Βασίλης Κουγέας, δίνει σεμνά δείγματα μιας ώριμης γραφής
6 Κλεονίκη Δρούγκα: Κουκούτσια από καρπούζι Μανδραγόρας
ΕΡ: Πώς σας συμβαίνει η ποίηση; Δώστε μας ένα παράδειγμα…
*Χθες άθελά μου σκότωσα μια μέλισσα
το πόδι άπλωσα σε μια σεζλονγκ
βαρύ επάνω της
το σώμα της τυράννησα μέχρι που
έσταξε κίτρινο ένα υγρό
στάμπα αφήνοντας
σε ύφασμα φλοράλ κι ενώ
η γάμπα μου έτσουζε
τη μέλισσα άκουσα να βουίζει πως τίποτε
-μα τίποτε
που κάποιος άγγιξε έστω μια φορά
δεν χάνεται
χωρίς σημάδι να αφήσει.
Κι είδα επάνω μου πολλά σημάδια.
(Σημάδι) – Στην Πέρσα
Η Κλεονίκη Δρούγκα, εικονοποιός συναισθημάτων, αναλύει καρέ καρέ την καθημερινή ποίηση της ζωής
7 Κατερίνα Γκιουλέκα, Πλάνης στην πλάνη της. Εκδ. Θίνες, 2024
ΕΡ: Πώς σας συμβαίνει η ποίηση; Δώστε μας ένα παράδειγμα…
*Αν τυχερός σταθείς
Και τα παθήματα σου ξεκλειδώσουν
Εκείνο το παλιό σεντούκι
Με τις λέξεις
Τις εύρεις αξεδιάλυτα ανάκατες
Σπασμένες
Με τη χλομάδα φυλακής
Ανάμεσα σε χίλια δυο σπαράγματα
Κουρέλια μνήμης
Σε μποτίλιες σφραγισμένα συναισθήματα
Όστρακα σχέσεων πήλινων
Ξέφτια θερμών στιγμών
Σλύψε και βγάλ’ τες όπως θ’ άγγιζες
Λιωμένη μια νταντέλα
Αράδιασέ τες χύμα πάνω σε άδεια
Με επιμέλεια σφουγγισμένη τάβλα στοχασμού
Απομακρύνσου δύο βήματα
Μισόκλεισε τα μάτια
Άυλο χέρι μόνο του θα πάει στη διαλογή
Για να σκαρώσει συνδυασμούς απρόσμενους
Που επίμονα δίχως να ξέρεις τους κλωσσάς
Τότε είναι που φέγγουνε στα μάτια σου οι στίχοι και σαν
Οικοδεσπότες σε κερνάν χαρά
Γι αυτούς σαν ξεμυτάς απ’ το παλιό σεντούκι
Κλεισμένο όπου σε κρατούν καταδικά σου
Σκουριασμένα μυστικά κλειδιά
(Το σεντούκι)
Η Κατερίνα Γκιουλέκα έχει πολλή ακατέργαστη ύλη αλλά με καθαρή, δυναμική γραφή, εντοπίζει συχνά και αξιοποιεί τα κοιτάσματά της
8 Βάγια Χατζηγιάννη: Χώροι αναμονής Περισπωμένη
ΕΡ: Τι ζητάτε από την ποίηση;
*Απάλλαξέ με από τη φλύαρη ελευθερία μου,
Παρ’ τη πρώτα απ’ την καρδιά μου.
Μόλις εκεί κουρνιάσει
Διώξ’ τη με τη χαρά να αιχμαλωτίζεις την άτακτη
Σκέψη μου με την ομορφιά σου.
Ησύχασέ μου το φύλο με τον ρυθμό σου
Μαλάκωσέ μου το βλέμμα όταν παλεύει με το άχαρο
Μα πάνω απ’ όλα ξάπλωσε όλη τη μοναξιά σου επάνω μου.
Έτσι θα την τελειώσεις.
(Φλυαρία)
Η Βασιλική Χατζηγιάννη φαίνεται να γνωρίζει τι θέλει: προσεγγίζει την ποίηση με σέβας και δικαιολογημένες προσδοκίες
9 Στέλιος Χουρμουζιάδης: Το κράτος των σωμάτων Περισπωμένη
ΕΡ: Πώς βλέπετε τη γραφή;
*Σ’ ένα σημειωματάριο δίχως γραμμές περιορισμού
Σκαρίφημα με μπλε μελάνι. Κάτι λεκέδες δηλαδή
Προτού να πάρουν φόρμα. Τι είχα κατά νου;
Δεν ξέρω.
Σα να’θελα να εκπλαγώ απ’ το άγνωστο
Οι χειμωνιάτικες μέρες – αρχίζουν κι αυτές εδώ
Μ’ ένα λεκέ ή κηλίδα.
Στην αρχή είναι όλα άγραφα. Αντηχούν στο άδειο σπίτι.
Μετά εμφανίζονται πρώτα σημάδια.
Πολύ ανθρώπινη μια τέτοια τέχνη:
Αρχίζει με αστοχίες. Μετά προσθέτει χρώμα
Στην όλη ασάφεια. Η μουντζούρα γίνεται τοπίο ή σπίτι.
Το τυχαίο προσδιορίζεται. Ή μένει άλλο ένα στίγμα.
Μα τους λεκέδες μας ξεχωριστούς τους κάνει το κενό.
Χάρη σ’ αυτό δηλώνουν κάτι. Χρειάζεται το μεταξύ τους
Διάστημα. Τους δίνει σχήμα: μια ταυτότητα.
Όλα αρχίζουν τελικά με κάποιο στίγμα.
Μ’ έναν λεκέ.
Και το αναγκαίο ολόγυρα κενό.
(Οι αμμόλακοι του Μαρανιάο)
Ο Στέλιος Χουρμουζιάδης έχει δει από πολύ κοντά, «από καταμεσής της ποίησης» την ποίηση, (πλην με κάποιο λίγο πιο λόγιο τρόπο απ’ όσο θέλει και δύναται)
Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Μαΐου 2025