Εκτύπωση του άρθρου

Το "Στιχάρι" της Άντειας Φραντζή: μικρές ιστορίες αναγνώσεων

Στιχάρι, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2014, σ.40.

Εισήγηση στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Άντειας Φραντζή

 
   Γράφει: η Πόλυ Χατζημανωλάκη

Με την Άντεια Φραντζή γνωριστήκαμε προσφάτως, ούτε δυο μήνες δεν έχουν κλείσει, από τότε που δημοσιεύτηκε ένα κείμενό μου στην εφημερίδα Αυγή για αυτήν ακριβώς τη συλλογή το Στιχάρι.  Τα κείμενα εκεί μπαίνουν και στο διαδίκτυο,  και έτσι το ανάρτησα κι εγώ στη σελίδα μου στο φέησμπουκ. Αυτό στάθηκε η αφορμή  να το δει  η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου και να την ειδοποιήσει. Έτσι επικοινωνήσαμε. Γραπτώς στην αρχή, μετά δια ζώσης.

Χαρά μεγάλη για μένα υπήρξε αυτή η συνάντηση, η γνωριμία. Αφορμή για εκδηλώσεις αβροφροσύνης, ανταλλαγές κειμένων – εννοείται ότι  η δική μου παραγωγή εξαντλείται ταχύτατα και δεν θα έχω τι να της φέρω την επόμενη φορά – αφορμή για να γνωρίσω καλύτερα το ποιητικό της έργο πέραν αυτής της συλλογής, να προσδοκώ σε μια φιλία, να νιώθω μια τέτοια άνεση και αποδοχή στην πνευματική ανταλλαγή. Μιλήσαμε βεβαίως με πάθος για τα ποιήματα  αυτά. Μου διηγήθηκε ιστορίες. Τα ξαναδιάβασα. Τα διαβάζω.

Για όλα αυτά θα μιλήσω λοιπόν σήμερα. Μικρές ιστορίες αναγνώσεων. Ημερολόγιο καταστρώματος τρόπον τινά αλλά και εργασία εν προόδω, μια και η μια ανάγνωση καλεί την άλλη και όλες μαζί οδηγούν σε νέες νοηματοδοτήσεις, οδηγούν στο να γραφτούν κείμενα και αυτά όπως καλά γνωρίζετε δεν τελειώνουν ποτέ.

Να αρχίσω όμως από το  αρχικό κίνητρο, την πορεία της αναζήτησης που με έφερε μπροστά σε αυτό το βιβλίο. Όπως γράφει ο Βαγγέλης Ιντζίδης σε μια μικρή μπροσούρα του που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο με τίτλο «Αναλφάβητοι αναγνώστες», υπάρχουν αναγνώστες που διαβάζουν  «για να ολοκληρώσουν – παραφράζω - τη δική τους σύνθεση, να ολοκληρώσουν το κείμενο που έχουν μέσα στον εαυτό τους». Η σύνθεση αυτή ενεργοποιεί μια διαδικασία αναζήτησης. Το ένα κείμενο καλεί το άλλο. Μια αλυσίδα αναγνώσεων, ένα γαϊτανάκι. Έτσι λοιπόν, θα σας τα αφηγηθώ όλα αυτά για το Στιχάρι: την αναζήτηση, την ανάγνωση, την ανάδραση - τις αναδράσεις μάλλον -  και την συνέχεια του ταξιδιού.

Πριν δυο μήνες περίπου, διάβασα στο φέησμπουκ,  στη σελίδα της ποιήτριας  Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, που ζει μόνιμα στην Καβάλα,  ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον Μέγα Βασίλειο για τη συμπεριφορά των πελαργών προς τον γερασμένο γονιό τους: Τον βάζουν ανάμεσά τους, τον ζεσταίνουν, όταν χρειάζεται να πετάξει τον σηκώνουν με τις φτερούγες τους. «Και τούτο είναι πασίγνωστο», κατέληγε το κείμενο, «ώστε μερικοί την ανταπόδοση των υπηρεσιών να την ονομάζουν 'αντιπελάργηση'. Παραβολή από την τάξη των πουλιών που μου θύμισε με την τρυφερότητά της το «ώσπερ πελεκάν» από τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, την παρομοίωση αυτής της τρώσεως της πλευράς του Εσταυρωμένου με την πλευρά του πελεκάνου, που με το ράμφος του – μεταφορικά πιστεύω δεν ξέρω αν αυτά συμβαίνουν όντως – τρυπά και τρέφει με το αίμα της καρδιάς του τα νεογνά του.  Εκεί λοιπόν στα σχόλια στη σελίδα της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου, παρενέβη η Ελισάβετ Τσιριμώκου, που παρέπεμψε στο ποίημα «Αντιπελάργησις» της Άντειας Φραντζή, στο τελευταίο της βιβλίο. Αναρωτιόταν εκεί η κυρία Τσιριμώκου, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα, αν η αναφορά αυτή στον Μέγα Βασίλειο και την αντιπελάργησή του  ήταν η αφορμή για αυτό το ποίημα.  «Στιχάρι» το όνομα του βιβλίου αυτού  που έσπευσα να αναζητήσω. Ποιήματα της Άντειας  Φραντζή είναι δύσκολο να βρεις στο διαδίκτυο. Δεν νομίζω   ότι αυτό οφείλεται στο  ότι η Άντεια θέλει να προωθήσει τις πωλήσεις των βιβλίων της και το αποφεύγει. Νομίζω πως το έχει απλώς αμελήσει.  «Στιχάρι» - παραπέμπει σαφώς στο «Στιχάριον» που είναι βεβαίως το άμφιο, ο εσωτερικός, λευκός συνήθως, μπορεί να είναι και κόκκινος, χιτώνας που φορούν οι ιερείς. Όποτε ο ιερέας τον φορά, σύμφωνα με τα τυπικά, ψιθυρίζει μυστικά τα λόγια του προφήτη Ησαΐα:

Αγαλλιάσθωι η ψυχή μου επί τω Κυρίω• ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου, και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με• ως νυμφίω περιέθηκέ μοι μίτραν, και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω• πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Μιλά δηλαδή για μια υπερκόσμια αγαλλίαση που αισθάνεται η ψυχή του. Σαν να πρόκειται, φορώντας το, να μεταμορφωθεί ο ίδιος από την ευφροσύνη και να γίνει γαμπρός και νύφη ταυτόχρονα για τον Θεό του.

Διάβασα λοιπόν πρώτα το ποίημα αυτό, πριν αποκτήσω τη συλλογή, επειδή είναι αυτό που έχουν επιλέξει να ανθολογήσουν στον δικτυακό τόπο της Πολιτείας, του βιβλιοπωλείου:

Γυαλιστερό κι ωραίο το κουκούλι
Τι κρύβεται κει μέσα αγνοώ
Μ' ένα ψαλίδι απαλά θα χειρουργήσω
Κλωστή κλωστή να φτιάξω το στιχάριον
Άσπρο ν' αστράφτει με τον ήλιο
Μαύρο με το φως του φεγγαριού.
Κι ύστερα τίποτα - σιωπή
Αναμονή ώς την κατάλ ληλη στιγμή
Η πεταλούδα σαν θα βγει
Να 'ναι ψυχή.

Πολλαπλές μεταμορφώσεις δηλαδή: της νύμφης του μεταξοσκώληκα μέσα το κουκούλι σε ψυχή (σε πεταλούδα) που συνδέεται μέσω της μεταφοράς του αμφίου,  που υφαίνεται κλωστή κλωστή,  του λαμπρού στιχαρίου που μεταμορφώνει όποιον το φορά σε νυμφίο ή νύμφη που αγαλλιά. Είναι και άμφιο, είναι και στιχάκι, δομικός λίθος για να συναρμολογηθεί το ποίημα, να συνδεθούν όλα να επέλθει η μεταμόρφωση του ποιητή/ αναγνώστη. Η αναμονή για την έμπνευση, ως την κατάλληλη στιγμή, να επέλθει η κατάσταση χάριτος μετά τη σιωπή. Στιχάριον, στιχάκι, στη χάρη ακόμα…αν παίξει κανείς με αυτά που ακούει.

Αρκετόν καιρό μετά που δημοσιεύτηκε η ανάγνωση αυτή στην αυγή, ξαναδιάβασα την Γλυκοφιλούσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.  Νόμιζα πως είχε κλείσει ο κύκλος της ανάγνωσης των ποιημάτων της Άντειας και ξανάπιανα το νήμα στις δικές μου αναγνώσεις του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ήθελα λοιπόν «να εξακριβώσω», διαβάζοντας ξανά  την Γλυκοφιλούσα , κάτι που θυμόμουν για το βορινό παράθυρο, εκεί από όπου συνήθιζε να κοιμαται  του σπίτι, και να  κοιτά την πόλη του,  τη Σκιάθο. Ένα παράθυρο, συγχωρείστε μου την παρένθεση,  σκηνή του κόσμου όλου.
(Το βορινό παράθυρο του πατρικού σπιτιού δηλαδή, όπου κοιμόταν όποτε επέστρεφε, μεταπλάθεται σε φανταστικό θεωρείο στο βράχο, μια επιθυμία που επιτρέπει στον εαυτό του χωρίς να παραβεί λέει την δεκάτη εντολή.

)Συνεχίζοντας όμως την ανάγνωση, ξαναβρήκα μια από τις πιο τολμηρές περιγραφές μεταμόρφωσης που μπορεί να βρει κανείς στον Παπαδιαμάντη.  Ο ιερέας φορά το νυφικό της νεκρής θυγατέρας της γριάς Αρετής, που το αφιερώνει στην εκκλησία,  ως άμφιον, ως στιχάρι και ως φαιλόνιο. Τα κομμάτια του υφασματος μεταποιούνται ένα ένα και μετατρέπονται σε άμφια. Και εκείνος, σύμφωνα με τους στίχους του Ησαία, ως νύμφη κατακοσμείται. Το  πουκάμισο με την τραχηλιά και τα μανίκια τα έκανε στιχάριον

το ποδογύρι το έκανε επιτραχήλιον

Την χρυσή ζώνη την έκανε περιζώνιον
Τα προμάνικα του βακουκλιού τα έκανε επιμάνικα

Και το φόρεμα το χαρένιο το έκανε φαιλόνιο

Αυτά επιγραμματικά, μια μεταποίηση, μια μεταμόρφωση, τα πάνω κάτω, με λεπτομερείς αναφορές στους συμβολισμούς και τις λειτουργίες του ενδύματος,  τα μέσα έξω, ο ιερέας μια χρυσαλλίδα, μια νύμφη.

 Μια παρόμοια δηλαδή κατασκευή. Αντί να υφάνει το κουκούλι της χρυσαλλίδας ώστε να πλέξει στιχάρι για την νύμφη ψυχή – μεταποιεί το ένδυμα της νύφης – της νύμφης – σε στιχάρι, σε ιερό άμφιο.

Νομίζω πως πρόκειται για την ίδια λειτουργία ακριβώς. Αυτήν που Άντεια  περιγράφει ποιητικά, ο Παπαδιαμάντης περιγράφει πεζογραφικά. Η μεταμόρφωση, η χάρις.

Επανέρχομαι σε κάτι που είχα γράψει στο παλαιότερο κείμενο στην Αυγή. «Αυτό που ένιωσα διαβάζοντας τότε, γνωρίζοντας την ακαδημαϊκή λογιότητα της ποιήτριας,  που είναι και φιλόλογος και καθηγήτρια πανεπιστημίου είναι ότι φέρνει στην ποίηση στο «υφέν» της βυζαντινής γραφής της μουσικής, το λεπτότατο συνδεσμο ανάμεσα στα νοήματα, το νήμα της Αριάδνης, το σπαρτίον το κόκκινον της Ραάβ (Ελένη, Ραάβ, Πασιφάη - αδελφές μου) που συνδέει τις λέξεις υφαίνοντας νέα -ατόφια- κουκούλια αγαλλιάσεως.

»Κουκούλια αγαλλιάσεως – ένας τρόπος να πεις κάτι χωρίς να το πεις;

Το κουκούλι λέγεται στο ποίημα – το αγαλλιάσεως ψυθιρίζεται από τον ιερέα και υπονοείται – τα «κουκούλια αγαλλιάσεως» είναι τα πρώτα ενδύματα των βρεφών μετά την βάπτιση. 

Σύμφωνα με τον Παπαδιαμάντη, στην δική του πεζογραφική περιγραφή της ίδιας διαδικασίας, στο ίδιο ακριβώς διήγημα στη Γλυκοφιλούσα, είναι που για την περίπτωση των νεκρών νηπίων έφεραν ως αφιέρωμα στον ναίσκο…

.Ανακεφαλαιώνω λοιπόν:

Η ποιητική έμπνευση, η μεταμόρφωση, η χάρις,  τα κουκούλια αγαλλιάσεως των νεκρών νηπίων…

Συνεχίζω την αφήγηση.
(δεν θα μιλήσω για τα σονέτα, δεν θα μιλησω για το κόκκινο μέσα)
Στο «Αντιπελάργησις» επιστρέφω, με υπότιτλο «παιδικό», ένας χαμηλόφωνος - ο τρυφερότερος - τρόπος να μιληθεί η απώλεια ενός βρέφους. Αισθάνομαι ότι υπάρχει σχέση με τα κουκούλια αγαλλιάσεως.  Η «Αντιπελάργησις», η ιδιαίτερη αποστολή σύμφωνα με  την παράδοση του πελαργού, που φέρει στις φτερούγες του όχι τους γονείς του, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος,  αλλά τα μωρά που θα γεννηθούν. Και το αντι το συνθετικό, είναι η ματαίωση.  Η ματαιωμένη  γέννα, ως βλάστηση σπόρου, υπονοείται σε ένα  σπαρακτικό ποίημα:

Βλέπω συχνά τον πελαργό
να σε ρίχνει στο χώμα
να βλασταίνει το σώμα
να κρατάς τον καρπό.
Σου στέλνω μικρό φυλαχτό
στο ουράνιο δώμα
για τα λάθη μια γόμα
να σε βρει καρτερώ.

Το ποίημα δηλαδή, παραπέμπει εκεί. Στο εσωτερικό μου κείμενο, αυτό που εν δυνάμει φέρει μέσα του κάθε αναγνώστης. Όταν συναντηθήκαμε όμως με την Άντεια, μου αφηγήθηκε λέγοντας όμως πως δεν έχει σημασία για την ανάγνωση, ας πούμε την πραγματική ιστορία, της  μητέρας της, της τρυφερότητας και της στοργής, της αντιπελαργήσεως δηλαδή με την οποία την τίμησε η Άντεια, αυτό είναι η αφορμή και το κλειδί του ποιήματος. Η αποκατάσταση των σχέσεων, η εξιλέωση, η στοργή της κόρης, αλλά και η εικόνα της μητέρας ως παιδί στο ορφανοτροφείο στην Πρίγκηπο, να κοιτά τα πουλιά με τον μικρό αδελφό της, να περιμένει μάταια μια επίσκεψη από την  δική τηρ μητέρα – που ήταν άρρωστη από φυματίωση στο νοσοκομείο – και να κατασκευάζει μια ιστορία με τον φανταστικό πελαργό που τα είχε φέρει στον κόσμο.

Τι από τα δυο. Το ποίημα είναι ποίημα και δεν ξέρουμε. Ανασύρει από το βυθό των ακαταλήπτων πραγμάτων αυτό που δεν λέγεται αλλιώς. Και μπαίνει κανείς στην περιπέτεια, να το αναζητά, υποκινούμενος από άγνωστες δυνάμεις. Ερήμην του συνειδητού ελέγχου.  Και αυτό αφορά και τους δυο. Και τον ποιητή και τον αναγνώστη του. Πριν λίγο καιρό συνάντησα πάλι τον πελαργό. Στο όνειρο της Μαρίας Βοναπάρτη, σε ένα αυτοβιογραφικό ψυχαναλυτικό δοκίμιο που έχει εκδοθει από την Άγρα, Ταύτιση κόρης και νεκρής μητέρας. Από φυματίωση επίσης. Το αναφέρω αυτό ως μια ακόμα σύμπτωση, έναν ακόμα βρόχο γύρω από τα νοήματα και τις συνδέσεις.  Εκεί η τετράχρονη Μαρία Βοναπάρτη, που είχε χάσει τη μητέρα της, και όλοι περίμεναν ότι θα είχε την τύχης όταν θα έφτανε στην ηλικία της – θα πάθαινε δηλαδη φυματίωση – παθαίνει μια αιμόπτυση που δεν θυμάται καθόλου, αλλά αυτό που θυμάται είναι ότι  βλέπει ως όραμα ένα λαμπρό πουλί, έναν πελαργό που στεκόταν πατώντας  πάνω στην κοιλιά της.

Εμβληματική λοιπόν  η σύνδεση της Μαρίας Βοναπάρτη με τον πελαργό. Εκεί παραπέμπουν οι φωτογραφίες της δίπλα σε ένα ομοίωμα πελαργού από τον φακό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το μωρό που φέρνει στα παιδιά ο πελαργός, η αιμόπτυση που έκανε η ίδια σε μικρή ηλικία η απειλή του θανάτου,  μια φαντασμαγορική ακολουθία από  πουλιά σε ζωολογικούς κήπους, γερανούς, ίριδες, μαραμπού, φλαμίνγκο, όπου επιλέγεται ο πελαργός που δεν είχε δει ποτέ αλλά γνώριζε την αποστολή του,  για να εκπροσωπήσει το σύμβολο της ψευδαίσθησης.

Όπως από το πλήθος από τα ψαροπούλια στην Πρίγκηπο, η μικρή μαμά της Άντειας επιλέγει τον πελαργό που την έφερε…
Καμιά από τις  δύο δεν είχε δει πελαργό.
Συνοψίζω:
Ταύτιση κόρης και πεθαμένης μάνας, λέει η Μαρία Βοναπάρτη. Βασικό σύμβολο ο πελαργός.
Αντιπελάργηση. Συμφιλίωση, εξιλέωση, Συγχώρεση της πεθαμένης μάνας – γνωρίζοντας την ιστορία «για τα λάθη μια για τα λάθη μια γόμα
να σε βρει καρτερώ»
Αυτό ήταν μια ανάγνωση εκ των υστέρων. Η Τρίτη ανάγνωση μετά την πρώτη: ματαιωμένη γέννα και  τη δεύτερη που βασίζεται στην αφήγηση της Άντειας.
Λέω πριν τελειώσω την εισήγησή μου, γιατί τέλος στις σκέψεις και τους συνειρμούς ποτέ δεν υπάρχει, να αναφερθώ το πώς ωριμάζουν κάποιες φορές τα πράγματα ώστε να αναζητηθεί πάλι ένα  το ποίημα.

Αυτή την εποχή, ολοκληρώνοντας μια δραματουργική ανάγνωση για το διήγημα ο Σημαδιακός του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο πλαίσιο μιας θεατρικής παράστασης με την Ηωάννα Σπανού στο χώρο εκδηλώσεων των εκδόσεων «εν πλω», προσπαθώ να συνοψίσω τις εμφανίσεις του «Σημαδιακού» και σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον Σπουδαίο, αυτόν με τα σημάδια και τον Σημαδεμένο, με ένα μάτι, με κομμένα δάχτυλα από τη μια, με χρυσές μπούκλες από την άλλη, τον μικρό βοσκό με την φλογέρα του που αγνόησε το πένθιμο του τόπου στον λόφο του Κοιμητηρίου – αταίριαστος – μια περίεργη ετερότητα στην συμπεριφορά και στην εμφάνιση αλλά συνήθως με πρόβλημα στο μάτι. Χαριτολογώντας λοιπόν, η Άντεια όταν της το κουβεντιάζω, αυτό πριν λίγες μέρες, τη Δευτέρα, μου  λέει: εγώ είμαι ο Σημαδιακός! Και στην ερώτησή μου αν έχει πρόβλημα στο μάτι – αστειευόμουν απαντά – μα ναι. Δυο εγχειρήσεις κατά την παιδική της ηλικία. Την άλλη μέρα, παραξενεμένη και η  ίδια,  με παραπέμπει σε ένα μακροσκελές ποίημα στη Συλλογή Τελετή στο Κύμα όπου το ένα μάτι πρέπει να βγει.
Όπου βγάζει το μάτι της και το προσφέρει στον πατέρα.

Και δεν τελειώνει εδώ.
Θα παραξενευτούμε  κι άλλο. Η Άντεια έχει απόλυτο δίκιο. Είναι όντως η Σημαδιακή.  Και λογοτεχνικά. Χρυσή και Χρυσομηλιγγάτη όπως γράφει ο Παπαδιαμάντης. Στην Τελετή στο κύμα υπάρχει και το ποίημα

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ

Στο πρόσωπό της σταματά μια κάθετη ουλή
Είναι η σημαδεμένη
Γι’ αυτό τη βλέπετε να περπατά
Ατάραχη και σιωπηλή
Δεν είναι και δεν γίνεται να είναι φοβισμένη
Είναι η μικρή Ελένη
Που κάθεται και κλαίει
Γιατί δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της.Στο πρόσωπό της σταματά μια κάθετη ουλή
Είναι η μικρή Ελένη
Γι’ αυτό τη βλέπετε να σπαρταρά
Με βλέμμα σα μικρό πουλί
Πικρό πουλί πετούμενο φτερούγα συντριμμένη
Είναι η σημαδεμένη
Που σκύβει και μου λέει; Σήκω επάνω
τα μάτια κλείσε κι αποχαιρέτησε

.
Πόλυ Χατζημανωλάκη


Εισήγηση στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Άντειας Φραντζή, «Στιχάρι» (εκδ. Γαβριηλίδη 2014), στο Poems & Crimes, Αγ. Ειρήνης 17, το Σάββατο 31.01. 2014


Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Φεβρουαρίου 2015