Εκτύπωση του άρθρου

Ωδή στον Malcolm Lowry


The fall (bababadalgharaghtakamminarronnkonnbronntonnerronntuonnthunntrovarrhounawnskawntoohoohoordenenthurnuk!)
JJ, Finnegans Wake


Σου γράφω τώρα δα το ποίημα
και σ’ το δωρίζω,
Καραβασίλη Γιώργο,
το ποίημα εκείνο,
την Ωδή,
που πήρες να συνθέτεις.

Σε βλέπω καθώς ανάβω το τσιγάρο
και αρχίζω,
ψέματα: συνεχίζω,
από κει που τ’ άφησες εσύ,
σαν ο χάρος ο άχαρος
ο καμπούρης
ο κανάγιας
ο γκαντέμης
σου πήρε το μολύβι από το χέρι
σου πήρε το ποτήρι με το ουίσκι
σου πήρε την καρδούλα
που «Κάθε καλό!»
σ’ έκανε να λες
προτού απολαύσεις
την πρώτη
την ωραία τη γουλιά.

Γράφω λοιπόν
καθώς κι εσύ ομνύοντας
στους 47,6 βαθμούς του τζιν
μα και στους 37,2 του αιδοίου
που όχι μονάχα νύχτες πρόστυχες
μα και της Ποίησης την ποίηση ποτίζουν.

Οαχάκα!
Ναι, στην Οαχάκα είχανε βρει κάποτε
ο ένας τον άλλον.

Οαχάκα!
Ναι, στην Οαχάκα έλαμψαν αλησμόνητα
το χάδι και το χνούδι
ακούστηκε αλησμόνητα
του Έρωτος το τραγούδι
άνθισε αλησμόνητα
της Αγάπης το λουλούδι.

Οαχάκα!
Κι εκεί κι εδώ: Οαχάκα!
Τι μεσκάλ στο Φαρολίτο
τι τσικουδιές στον Καπετάν Μιχάλη;
Η ίδια μοίρα,
η ίδια έξαψη,
η ίδια φωτιά,
η ίδια καθημαγμένη έπαρση,
το ίδιο να μας κεντρίζει
του Πόθου το αγκάθι
τα ίδια οινοβαρή αγέρωχα λάθη
τα ίδια γενναία τεθλασμένα πάθη.

Ω Γιώργο!

Τα σκυλιά του Χρόνου είμαστε
Αυτός κρατάει το λουρί.

Με τον σουγιά της Ποίησης το κόβω!
Με τον σουγιά της Ποίησης το κόβω!
Με τον σουγιά της Ποίησης το κόβω!


Γράφω λοιπόν
καθώς σε βλέπω τώρα δα
στ’ ωραίο καπηλειό
πάντα με το μολύβι σου έτοιμο
τον λυρισμό ν’ αποτυπώσει στο χαρτί
ενός πακέτου από φτηνά τσιγάρα
ποτέ χλομός ποτέ σταχτής
μα πάντα κόκκινος
χρυσός πάντα
και γαλάζιος
σαν ιερουργούσες με τις λέξεις
σαν τραγουδούσες τις βλάσφημες έξεις
σαν ενέδιδες στις έξαλλες έλξεις.

Γράφω λοιπόν
και κλαίω
και θυμώνω
και πεισμώνω
και
τσακίσου από δω!
στο χάρο λέω
και
λέξεις λιτές
διαλέγω
για να σου θυμίσω
πως δεν σε ξεχάσαμε
για να σου μηνύσω
πως εδώ είμαστε συναγμένοι
οι φίλοι σου οι αγαπημένοι
και πίνουμε
για σένα
και δίνουμε
όρκο
πως διάκονοι της Ποίησης
και της Φιλίας
ψαλμωδοί
παντοτινά θα μείνουμε.

Γιώργο, αχ, Γιώργο!

Άκου,
ο Malcolm είν’ εδώ
και ο Arthur, και ο Baudelaire,
κι η Άντα κι η Αλίκη,
και όλα τα κορίτσια του Villon,
et les plaisirs et la splendeur
de ces jeunes voyelles
και μας τραγουδάει
τις «Λιτανείες για μιαν Επιστροφή»
ο τόσον εύμορφος
Jacques Brel
και
πίνουμε και πίνουμε και πίνουμε
όπως στο ποίημα του Καρθαίου
όπως στον Τέταρτο του Shakespeare τον Ερρίκο
όπως στης απώλειας
της λυτρωτικής
τον κάθε κακόφημο οίκο
όπως στην Πατησίων
στο Aurevoir
όπως στου Bukowski
τα ποιήματα όλα
όπως στου Debord
τον Πανηγυρικό
όπως στου Καρόλου το «Μεθύστε!»
όπως στου Lowry
το έπος
που τόσο αγάπησες
που τόσο διαλάλησες
εσύ που τις ώρες σου
αφειδώλευτα
στα καπηλειά σπατάλησες.

Αχ Γιώργο,
εδώ κι εγώ
αφήνω στη μέση την Ωδή
κάηκε το μυαλό μου
το σύμπαν όλο κάηκε
τ’ αποκαΐδια είμαστε
μιας άγριας πυρκαγιάς
που ξέσπασε πριν γεννηθούμε
που φούντωσε
προτού δοθούμε
όσο μας έπρεπε
στης Τέχνης μας τη σάρκα.

Μόνος εγώ
ανήμπορος
τραυλός
σακάτης
και σεκλέτης
αστέρας αλαμπής
στου Είναι τη σκιά
στου φεγγαριού τα πάρκα
ρίχνω στις φλόγες την Ωδή
το ποίημα πυρπολώ
κι αρχίζω να περιπολώ
στου σκότους τα σοκάκια.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Πλατεία Παπαδιαμάντη, 5/ΙΙ/2005
 


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Αυγούστου 2006