Εκτύπωση του άρθρου

ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΝΤΑΡΓΥΡΗ


Στον νάρθηκα


Εκεί γύρω στα 80 είναι, μπορεί και παραπάνω.
Όσο κι αν είναι,
μόνη μονίμως είναι.
Πιο μόνη δηλαδή δεν γίνεται ούτε και πιο μονίμως.
Δεν έχει συγγενείς εξ’αίματος
ούτε εξ αγχιστείας.
Φίλους δεν έχει γύρω της.
Όσο για εχθρούς δεν ξέρω
- έχουν εχθρούς οι άποροι; - ιδού η απορία.
Ιδού και η δικιά της που μόνιμα στροβιλίζεται
στις κόρες των ματιών της.
Με την ψυχή της πέρα δώθε στα στενά της γειτονιάς.
Με την ψυχή της και στον ναό της ενορίας
όπου δεν χάνει ακολουθία.
Συμμαζεμένη γενικά ή μάλλον μαζεμένη
στον κόσμο της τον άπορο, τον έρημο εαυτό της.
Κι όμως . ως πέρσι είχε μια αδερφή
παντού μαζί
δεν περπατούσαν, πέταγαν τιτιβίζοντας χαρούμενα λογάκια
.
Για λόγους που εγώ αγνοώ
σπανίως πλένονταν κι οι δυο
.
Ζέχνανε από μακριά
μπόχα βαριά και απλυσιά.
Οι Άνθρωποι της εκκλησίας
- τι άλλο να κάνανε και αυτοί; -
τις κράταγαν στον νάρθηκα με νύχια και με δόντια
πάση θυσία μην περάσει η μπόχα παραμέσα
κι αναστατώσει – Θεέ μου φύλαξε -  το ευλαβές Σου πλήρωμα.
Στο περιθώριο του νάρθηκα καρτερικά
οι δυο αδερφές προσεύχονταν
και λάμπανε τα ματάκια τους μέσα στην απλυσιά τους.
Τώρα που πέθανε η μια και έμεινε η άλλη,
οι Άνθρωποι – Θεέ μου – έδρασαν με περισσή φροντίδα:
την άρπαξαν – τώρα θα δεις -
την έπλυναν με μπόλικο σαπούνι,
πέταξαν τα βρωμόρουχα, της έδωσαν καινούρια
.
Όμως η θλίψη του χαμού
μυρίζει περισσότερο απ’ την παλιά απλυσιά της.
Ας έμενε στον νάρθηκα, ας ζούσε η αδερφή της
και οι Άλλοι ας την έδιωχναν, σκασίλα της μεγάλη
.
Αυτό λέει με το βλέμμα της
μόνιμα και μονίμως.

Φωτεινή Κονταργύρη


Ημ/νία δημοσίευσης: 20 Μαΐου 2009