Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Ζωή Κατσιαμπούρα

 

 

Στου κανενός τη χώρα

Το  προσεγμένο τομίδιο των 48 σελίδων αποτελεί την έβδομη  ποιητική συλλογή του  Στάθη  Κουτσούνη, που άρχισε να εκδίδει ποιήματά του το 1987 και  ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (και  τη φιλολογική μελέτη ‒ φιλόλογος εκπαιδευτικός γαρ).

Το εξώφυλλο της συλλογής  στολίζει ο πίνακας Exit, fig.XXI  του  Σέρβου ζωγράφου Vladimir Velickovic , που είχε εκτεθεί και στην Εθνική Πινακοθήκη τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1997. Ένας γυμνός, πελιδνός , σκυφτός άντρας βγαίνει από ένα δωμάτιο κόκκινο του σφαγείου πατώντας σε μια σανίδα κατάδυσης, η οποία χάνεται μέσα στο μαύρο, στο σκοτάδι.

Χωρίς να ανοίξουμε ακόμη το βιβλίο, νομίζω ότι ξέρουμε ποια είναι του κανενός η χώρα!

Είναι  το έργο μια μελέτη του άγνωστου «μετά». Το πρώτο από τα τριάντα δύο ποιήματά του τιτλοφορείται «στο σχοινί» και είναι εικόνα θανάτου, ζοφερή και έντονη:

νερά του ποταμού θολά,
κι από πουλί ούτ’ ένας ήχος
όρνια μονάχα κρώζουνε
τροχίζοντας τα ράμφη τους
κι ο αέρας τού χτενίζει τα μαλλιά
και τον μαλώνει μουρμουρίζοντας
απ’ τη δική του όμως τη μεριά
τίποτα δεν σκιρτά

στου κανενός τη χώρα
ήδη τρεις μέρες ανεμίζει στο σχοινί

Κρεμασμένος; Τι άλλο;  Τρεις μέρες νεκρός στη σιωπή που γίνεται αγριότερη με την απειλή των πτωματοφάγων.  Ποίημα σαν ζωγραφική. Εικόνα με λέξεις…

Παρακάτω, στο ποίημα «σκεύος εκλογής» ο  Ιούδας του ευαγγελίου φεύγοντας προδομένος (κι όχι προδότης, κατά τη γνώμη του σκεύος εκλογής  για «να επαληθευτούν οι γραφές») βρίσκει μια συκιά  και

το σώμα του κανείς δεν το κατέβασε
ούτε είχε την τύχη να αναστηθεί
αν και τόσες φορές πριν από κείνον
σταυρώθηκε ολομόναχος

Η εικόνα του θανάτου εξελίσσεται σε  εικόνα του ανθρώπου που πρόδωσε και θεωρεί  ότι προδόθηκε. Ουσιαστικά νομίζω εικονίζει μια  αίσθηση που έχουμε συχνά  οι περισσότεροι άνθρωποι…

Δεν είναι, ωστόσο η μόνη ανατροπή που τελειώνει με θάνατο η ιστορία του Ιούδα: στο ποίημα «απολογία» η Κλυταιμνήστρα  δικαιολογεί τον φόνο του Αγαμέμνονα με την ερωτική της ματαίωση:

η αδιαφορία σου με τρέλαινε
ένιωσα αίφνης γερασμένη σχεδόν ένα τίποτα
ώσπου άρχισα σύγκορμη να μανιάζω πνιγόμουν
και τότε το μάτι μου πήρε λοξά
το τσεκούρι

Μπορεί να μην αφορά την Κλυταιμνήστρα των τραγικών αυτής της αιτιολόγησης η συζυγοκτονία. Εκφράζει όμως μια αρχέτυπη μελέτη θανάτου, την κατάσταση ματαιωμένων συναισθημάτων των ανθρώπων που,  χάνοντας τον κόσμο, βρίσκονται «στου κανενός τη χώρα».

Και σε ένα άλλο, εντελώς αντεστραμμένων καταστάσεων  ποίημα («άχθος»), η μητέρα του, η νεκρή μητέρα του έρχεται στο όνειρό του ποιητή ετοιμόγεννη:

σήκω μου φωνάζει
γρήγορα να με ξεγεννήσεις
μέρες σε κουβαλώ κι έχω βαρύνει
απλώνεσαι ψηλά στον οισοφάγο
μου φράζεις τον λαιμό
η ανάσα μου δύσκολη κι εσύ
δεν λες να βγεις

βιάσου δεν έχω καιρό
γρήγορα να με ξεγεννήσεις

να λευτερωθώ

Σ’ αυτή την γοητευτική ονειρική αντιστροφή, προφανώς δεν θα λευτερωθεί η μάνα γεννώντας τον ξεγεννητή της, αλλά ο ποιητής βγαίνοντας από τη μήτρα της, από τη μνήμη της, αποδεχόμενος τον θάνατό της, τη μετάβασή της στου κανενός τη χώρα.

Υπάρχουν στη συλλογή και ποιήματα τα οποία, με χάρη  και ειρωνεία, μιλούν για το θάνατο εντόμων και ζώων, ακόμα και παπουτσιών! Για τον θάνατο χωρίς νόημα (με «το έπαθλο του τίποτα» όπως γράφει στο «θέατρο»), εν αντιθέσει με τη σπουδαιότητα που του χαρίζουμε οι άνθρωποι, όπως φαίνεται στο

«απουσιολόγιο»

απουσιολόγος χρόνια
σωστό λαγωνικό στην τάξη της
κανένας δεν της ξέφευγε
μα μόλις έγραφε την απουσία
ένιωθε ταραχή μαζί και ευχαρίστηση

λείπει δεν είν’ εδώ παραληρούσε
και πλημμύριζε η αίθουσα παρουσία
……………………………….

στα βαθιά της γεράματα τώρα
ένα πράγμα μονάχα τη νοιάζει
να σημειωθεί στο απουσιολόγιο
κανονικά όταν λείψει
μην τυχόν κι ο απουσιολόγος
κάνει τα στραβά μάτια
και προπάντων μην τυχόν
και δεν αντιληφθεί
την απουσία της

Οι άνθρωποι, επιμένει ο ποιητής , δίνουμε νόημα στον θάνατο. Τον έχουμε μέσα στη ζωή μας και τον μελετούμε. Ματαιοδοξία; Περιέργεια; Γνώση του απαραίτητου, με την αρχαιοελληνική του έννοια; Όλα μαζί.

Και, όπως είναι φανερό και από το μικρό μέρος που έχει παρατεθεί, η χώρα του κανενός του Κουτσούνη είναι σκοτεινή, όπως στον πίνακα του Βελίτσκοβιτς, αλλά με το σκοτάδι του άγνωστου, όχι του φόβου. 

Χωρίς στίξη όλα τα ποιήματα, αφήνουν στη διάθεσή μας το νόημα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε βλέποντάς τα εκ πρώτης όψεως. Αλλά δεν είναι έτσι, καθόλου. Ο Κουτσούνης  «στου κανενός τη χώρα» χρησιμοποιεί, χωρίς διασκελισμούς, ως νοηματική μονάδα τον στίχο. Κάθε στίχος, όπως στα δημοτικά τραγούδια, ανεξάρτητος, ακέραιος, δραστικός. Και μέσω των τέτοιων στίχων η φωνή του καθαρή, ήρεμη, συναισθηματική και μεταδότις νοήματος. Θα τολμούσα να πω ότι διάβασα του κανενός τη χώρα, αν όχι με ιλαρή διάθεση, πάντως όχι με ζοφερή. Διότι του κανενός η χώρα είναι κι αυτή χώρα της ποίησης.

Ζωή Κατσιαμπούρα

© Poeticanet

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Απριλίου 2021