Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ



Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά και φρέσκα λουλούδια
                                                                                             στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά, περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απ’ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κουστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απ’ τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ’ έναν φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Απ’ το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.

                        
 

ΤΟΠΙΟ ΓΥΜΝΟ ΜΕ ΟΜΙΧΛΗ



Σαν να είχα κατέβει σε βαθύ κρύο πηγάδι.
Και σαν να είχα περάσει από κει στη ζοφερή χώρα της νύχτας.
Εκεί που ούτε λουλούδι ανθίζει
ούτε λαλεί ποτέ πουλί.

Παρά μόνο ένας αέρας, φτασμένος κάπου απο τα βάθη, σφυρίζοντας.

Τότε είδα τον λυπημένο πάλι μπροστά μου.

Λέξη δεν είπε, όπως τότε, μόνο πάλι μου έγνεψε.
«Τι θέλεις» του είπα «και γιατί με παιδεύεις.
Και γιατί φανερώνεσαι έτσι πάντα μπροστά μου;»

Δεν μου αποκρίθηκε αμέσως.
Ώσπου βρήκα το κουράγιο και γύρισα.

«Μη φεύγεις» μου είπε τότε, σχεδόν με ικέτεψε.
«Μα μείνε λίγο ακόμα κοντά μου.
Να μου θυμίζεις όλα εκείνα που έζησα.

Για λίγο, μείναμε πετρωμένοι κι αμίλητοι.

«Ώ, να μπορούσα» πρόσθεσε ύστερα.
«να μπορούσα ν’ ανέβαινα μια ψίχα μαζί σου.
Να ξαναντίκριζα το φως του ήλιου.
και τις αμέτρητες χάρες του πάνω κόσμου να ξαναζούσα».

«Έστω ας ήταν μόνο» κατέληξε και με κοίταξε με απόγνωση
«ας ήταν μόνο μέσα από των θνητών τα εφήμερα όνειρα
σαν φευγαλέος άσαρκος άνεμος να περνούσα».

Έτσι είπε, μα εγώ κινούσα να φύγω.
καθώς εκείνος χανόταν λίγο λίγο σε μια κίτρινη πάχνη.

Κι ούτε φωνή πια ακουγόταν
ούτε ίσκιος φαινόταν την ώρα που ανέβαινα.

Παρά μόνο ένας αέρας, ένας πηχτός κρύος αέρας
χτυπώντας με δύναμη πάνω στο φως.

Βγαίνοντας σκοτεινιασμένος
μέσα από το μαύρο πηγάδι του ύπνου
σφυρίζοντας.



Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Ή
ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ

                                                                                      


Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν
                                                                                      στη θάλασσα.

Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που
                                                                                              έρχονται

και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει το δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.


Από τη συλλογή: Στο βάθος του χρώματος, 1993


Θανάσης Κωσταβάρας


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2008