Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

Ο ΙΣΚΙΟΣ
 

                                                                                                       

                                                                                                                  Και πάλι οι επισκέπτες της νύχτας
                                                                                                          Ζώντας πλάι μας, όχι όμως όπως πρώτα.
                                                                                                          Όχι με κείνη την ξεγνοιασιά που έπαιζαν
                                                                                                          τη ζωή τους παλιότερα.



Ξαφνικά, γύρισε και μου είπε: «Φοβάμαι».
Δεν ξέρω αν ήταν με λόγια που μίλησε
ή τα λόγια του ήταν κρυμμένα πίσω από φευγαλέα νοήματα.
Πάντως, έτσι όπως κοίταζε κάπου αόριστα
γύρισε και μου είπε: «Φοβάμαι.
Δεν είναι μόνο που όλα εδώ κάτω είναι πνιγμένα στο πιο
       μαύρο σκοτάδι.
Δεν είναι που όλα είναι τόσο κρύα, όσο η πιο βαθιά λη-
       σμονιά.
Είναι που δεν υπάρχει ελπίδα να βρούμε δικαιοσύνη.
Να δούμε εκείνους που επέζησαν
να μοιράζουν σωστά τα δίκαια και τ’ άδικα.

Ανυπεράσπιστους, είπε, μας ρίχνει στο βαθύ φαράγγι του
       ο θάνατος.

Τα λόγια μας, σκορπισμένα κι άπιαστα, σαν τον αγέρα.
Και χαμένα τα έργα που επράξαμε
όπως η στάχτη μέσα στη στάχτη.

Και τίποτα δε θα μπορέσει ν’ αλλάξει τη μοίρα μας.

Αυτοί που θα’ ρθουν, θα βαδίσουν πάλι στα ίδια τυφλά μο-
      νοπάτια.

Για τα ίδια είδωλα θα μιλήσουν.
Θα κυνηγήσουν τα ίδια οράματα.

Και πάντα, μπροστά πάντα στα μάτια τους θα υπάρχει
το παραμορφωμένο πρόσωπο των ημερών μας.
Απελπισμένο, σαν το ανεξιχνίαστο αίνιγμα.

Και κανένας δεν θα είναι παρών, απ’ των νεκρών το πλή-
      θος, να προτείνει μια λέξη.
Ούτε λησμονημένος, ούτε αθάνατος.

Γιατί αναπολόγητους μας αφήνει στων ζωντανών τις πλά-
      τες, ο θάνατος».

                          Από τη συλλογή: Ιστορήματα, 1985

Θανάσης Κωσταβάρας


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2008