Εκτύπωση του άρθρου

ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ



Ο ΠΥΡΓΟΣ



                                                                                         Δε μιλάω βέβαια για τα νιάτα που είχα όταν άρχισα
                                                                                         για την ομορφιά που πήγε χαμένη για τις χαρές που δε γνώρισα
                                                                                         (υπάρχουν πάντα τόσα πολλά για να μετανιώσει κανένας…)


Τι δουλειά έχω έξω παρέα με τους άλλους.
Με τις γυναίκες τους τα λεφτά τους τ’ αστεία τους.
Με τις συνηθισμένες κουβέντες τους για παιδιά για σπίτια
    αυτοκίνητα
για επιτυχίες και προγράμματα που δεν οδηγούν πουθενά.

Μέσα σ’ αυτά τα δωμάτια πρέπει να βρίσκομαι πάντα.
Μαζί μ’ αυτά τα άγρια θηρία που μου δόθηκε να φροντίζω.
Αυτά τα τρομερά τέρατα που δε μου αφήνουν λίγη ανάσα.
Που αν δουν λίγη χαρά μέσα μου αρχίζουν να δείχνουν τα
      δόντια τους να γρυλλίζουν
κι αν κάνω να βγω να δω κι εγώ θεού πρόσωπο ρίχνονται πί-
    σω μου
και τότε είναι που πρέπει να γυρίσω
να τα φροντίσω με περισσότερο ζήλο με περισσότερο αίμα να
      τα ποτίσω
να μην κλείσω μάτι μέρες και νύχτες ολόκληρες να μένω
      κοντά τους
κι ας με κατηγορούν οι άλλοι πως δε νοιάζομαι γι’ άλλα
      πράγματα
πως αποστρέφω όπως λένε το πρόσωπό μου απ’ τα κοινά
πως κλείνομαι με μια λέξη στον πύργο μου.

Έζησαν και μια ώρα έστω μέσα σ’ αυτόν τον πύργο;
Άκουσαν κι έναν ακόμα απ’ τους θορύβους του;
Ξέρουν τι θα πει θηρίο ανήμερο
τι θα πει ποίημα: πού θέλει να φάει να πιει και να ζεσταθεί.
Τι θα πει να δίνεις σάρκα και αίμα να δίνεις ψυχή τη ζωή σου
      ολόκληρη
κλεισμένος μέσα σ’ αυτά τα ντουβάρια
μακριά απ’ τους άλλους μακριά απ’ τις παρέες και τα γλέντια
μακριά απ’ τις κουβέντες ακόμα που κι αν δεν οδηγούν που-
      θενά
είν’ ένα ξέδομα πάντως μια ανάσα τόσο ανθρώπινη
επιτέλους μια έστω και σύντομη παρηγοριά.

                                                  Από τη συλλογή:  Συμπληρώματα, 1970

Θανάσης Κωσταβάρας


Ημ/νία δημοσίευσης: 7 Μαΐου 2008