Εκτύπωση του άρθρου
SYLVIA CHOLEVA
Μετάφραση από τα βουλγάρικα και παρουσίαση: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
 
ΣΚΟΡΠΙΟΣ ΧΑΡΤΟΦΑΓΟΣ
 Ή ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΠΟΊΗΣΗ
 
Πρόσφατα άκουσα για την ύπαρξη ενός ζωυφίου, ενός μικροσκοπικού αραχνοειδούς (από δύο έως τεσσάρων χιλιοστών), το οποίο ζει μέσα τα βιβλία, ιδιαίτερα στα πιο παλιά και τρέφεται με βακτηρίδια τα οποία διαβρώνουν το χαρτί. Ονομάζεται Σκορπιός Χαρτοφάγος. Κάτι σαν φύλακας του εξαφανιζόμενου χάρτινου φορέα του λόγου. Με τί άραγε θα τρέφεται αυτό το ζωϊφιο την εποχή των παγετώνων για τα βιβλία όταν αυτά αντικατασταθούν από ανάγνωση σε οθόνη; Θα κουραστεί, άραγε, να πεινάει και θα προσαρμοστεί σε άλλη τροφή ή θα αρκεστεί στο να μπήξει το κεντρί του μέσα στις ίδιες τις σάρκες του; Μεταξύ των άλλων, το ίδιο ούτε καν έχει κεντρί, την ονομασία σκορπιός του την έδωσαν κατ’ ομοίωσιν και μόνο...
 
Ακριβώς έτσι κατανοώ το λειτούργημα του ποιητή σήμερα. Σαν φύλακας των λέξεων από τη μόλυνση του περιβάλλοντός του, από τη χρήση τους χωρίς σεβασμό προς τις ίδιες τις λέξεις, από τη βεβήλωση του νοήματός τους. Και επίσης σαν ένα είδος προσιτό μόνο σε μερικούς μυημένους, γνωστό μόνο του ολοένα και μειωμένου αριθμού αναγνωστών. Ίσως είδος προς εξαφάνιση; Σήμερον είναι πολλαπλώς προτιμότερο, αν έχεις ήδη διαλέξει το χωρίς γόητρο επάγγελμα του συγγραφέα να είσαι τουλάχιστον πεζογράφος ή δραματουργός, σεναριογράφος. Μήπως έχετε ακούσει τα τελευταία χρόνια το όνομα γνωστού ανά τον κόσμο ποιητή τα βιβλία του οποίου έχουν γίνει best-seller; Κι όμως, η ποίηση θα έπαυε να είναι αυτό που είναι, αν τη διάβαζαν και την αποκρυπτογραφούσαν όλοι. Από το νόημα και την ουσία της έχει έναν μοναδικό κωδικό ανάγνωσης και αποκρυπτογράφησης. Φτάνει σε όλους χωρίς να το θέτει σαν σκοπό, επιδρά με την απραγία της, σύμφωνα με τον Λάο Τσε. Από την άλλη ελάχιστοι είναι εκείνοι, οι οποίοι συνειδητά απλώνουν το χέρι προς αυτήν και αποκρυπτογραφούν τον κωδικό αυτό. Κι όμως, είναι απαραίτητο όλοι να γνωρίζουν πως δομείται το σύμπαν για να κοιτούν τη νύχτα τ’ άστρα; 
 
Κατά τη γνώμη μου, και ελπίζω κατά τη γνώμη μερικών άλλων ακόμη μελών της Λέσχης των Ποιητών, φαινομενική είναι η έκλειψη της ανάγκης από ποίηση. Επειδή καμιά φορά, έστω και αμυδρά, ο άνθρωπος πιάνει το νόημα πίσω απ’ τις λέξεις και καταλαβαίνει ότι το νόημα αυτό τον φέρνει σε αρμονία με τον κόσμο. Ενώ (και) ο ποιητής μπορεί να τις βάλει σε σειρά με τέτοιον τρόπο ώστε να προσδώσει ήχο στον άνεμο που σφυρίζει στα πεύκα, στις στάλες βροχής, στο άρωμα του χιονιού. Ο ποιητής είναι εκείνος, ο οποίος με τα ελάχιστα λόγια θα εκφράσει κάποια συγκίνηση, θα ξυπνήσει αισθήματα, θα διηγηθεί μια ιστορία. Εκείνος είναι σε θέση να τα εμπραγματώσει, να κάνει την επιδερμίδα σου να ανατριχιάσει, να κάνει τα δάχτυλά σου να μουδιάσουν, να φωτίσει τη σκέψη σου. Εκείνος κάθεται ανάμεσα στις σελίδες σαν σκορπιός χαρτοφάγος, ζει, τρώγοντας τους καταστροφικούς μικροοργανισμούς και τέλος – δεν ξέρω αν το ίδιο ισχύει και για τον σκορπιό -  ξερνάει στην αρχική τους μορφή τα όσα καταβρόχθισε. Ή έστω κατά προσέγγιση, επειδή η μαγεία, αλλά και το πιο σημαντικό, το νόημα σ’ όλο το πόνημα αυτό, έγκειται στο γίγνεσθαι, στη δημιουργία. Το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή το ποίημα, καμιά φορά πετυχαίνει, καμία όχι.  Και ίσως τις πιο πολλές φορές όχι.

  
ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ
 
Τι υπάρχει σ’ εκείνο το δωμάτιο  
Έχουν βγάλει το κρεβάτι   
Η γκαρνταρόμπα δεν είναι εκεί  
και εκείνο το μικρό παλιομοδίτικο τραπεζάκι στη μέση
που βόλευε να βάλεις ένα κερί ή
ένα ποτήρι για τσάι ή γάλα το πρωϊ
Έχουν εξαφανιστεί οι ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες
οι δύο ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρο
Οι κουρτίνες κάπως ξεφτισμένες
μέσα απ’ το κλειστό γυαλί
Ούτε φωτιστικό
ούτε οτιδήποτε στους γυμνούς τοίχους 
να διασκεδάζει το μάτι
Ούτε εγώ δίπλα σου
ούτε εσύ δίπλα μου
Μέσα εγώ δίπλα σου
εσύ δίπλα μου
Μέσα
κανάτα από πορσελάνη
ένα κομμάτι τυρί
κεράσια

TEA-TIME
 
Τί νοιαζόμαστε για τα παιδιά, για τους ηλικιωμένους
για τον τηλεοπτικό πόλεμο, για τη μυρωδιά αίματος κάτω απ’ το παράθυρο
για το παρόν μας που ξεγλιστράει δίπλα στην πόρτα
αλλαγές κλίματος, πλημμύρες και πυρκαγιές κάπου αλλού
δεν είναι η κακώς καμουφλαρισμένη αδιαφορία
μια δυνατότητα
να βρεθούμε σε κατάλληλο μέρος,
στην πληρότητα
του απογευματινού τσαγιού
με ανάγνωση στίχων ή απλώς αποσπάσματος συναισθηματικής νουβέλας
ειρωνικά χαμόγελα, γάντια πάνω σε αρθριτικά δάχτυλα, πορσελάνη
τέσσερις γριές γύρω από το βελούδινο τραπεζομάντιλο με σχέδια ρόδων
κουβέντα περί ανέμων και υδάτων
κάτω απ’ τα μαύρα καπέλα Μοιρών λουφάζει το μέλλον κάποιου,
στα καλοσυνάτα βλέμματά τους μπορούμε να μαντέψουμε
την έλλειψη δικαιοσύνης,
την αδυναμία και την ελπίδα με την οποία πιστεύουμε στον Θεό
και
ήρεμα να υποδεχθούμε τους εαυτούς μας
εκεί πάρα πέρα
οι γερασμένες γυναίκες
που κάθονται στα κατώφλια των σπιτιών
και περιμένουν να περάσει,
τον υποδέχονται και τον ξεπροβοδίζουν
τον θάνατο
 
ΝΥΧΤΑ ΝΥΧΤΑ ΝΥΧΤΑ
 
Τα νυχτερινά τρένα των ονείρων περνούν σαν αστραπή
από το σταθμό
του μυαλού σου του μισοξύπνιου του μισοκοιμισμένου
τί ταξιδεύει μαζί τους και προς τα πού
πώς το πρωϊ μεταμορφώνονται σε τραμ
όπως η κολοκύθα της Σταχτοπούτας σε Σιτροέν
η σύντομή ή η μεγάλη παραμονή τους,
το φόρτωμα των αποσκευών, η λάμψη των γραμμών
τόσοι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν
σαν να μην είναι αυτό το κεφάλι μου
ούτε το σώμα μου ούτε τα συναισθήματα
και η νύχτα θα συνεχίζει
και δεν υπάρχει ξύπνημα
για να γράψεις ποίημα
ή να βάψεις το σπίτι σου

ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
Κοιτάω προσεκτικά
Μετράω τα σπίτια στους πρόποδες
Κρίνω ποιο θα μπορούσε να ήταν το δικό σου
Κι όταν διαλέγω μία κόκκινη στέγη
Όμοια με τις άλλες
Μικροσκοπική στο βάθος
Δυσδιάκριτη στην πάχνη του μεσημεριού
Σχεδόν σε διακρίνω
Να κουρεύεις το γκαζόν
Να κάθεσαι ύστερα στη βεράντα
Το τραπέζι άδειο
Το ποτήρι άδειο
Σ’ όλο το βουνό γύρω δεν υπάρχει ψυχή
Παίρνεις το τηλέφωνο
Και δεν μου τηλεφωνείς

ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟ
 
Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
          Κ. Π. Καβάφη «Ο ήλιος του απογεύματος»
 
Ποτέ δεν είχα
και όπως δείχνουν όλα, δεν θα έχω.
Και τούτο’ δω, με την θαλπωρή του
για λίγο μόνο προορίζεται για μένα.
Η παλιομοδίτικη ντουλάπα,
η πολυθρόνα και το γραφείο με το σαράκι,
μικρό χερούλι από μαντέμι στο συρτάρι
πορτατίφ, ένα κουνούπι,
που με ξυπνάει τα μεσάνυχτα.
Διάβασμα επί ώρες χωρίς να σε διακόπτουν.
Δεν ομολογείς σε κανέναν
πόσο εκνευρισμένα κλειδώνεις και τρέχεις έξω.
 


Η Σύλβια Τσόλεβα (1959, Σόφια) είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε βουλγάρικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Αγ. Κλήμεντ Όχριντσκι». Γράφει ποίηση, πεζά κείμενα, κριτική λογοτεχνίας.  Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: «Το παιδί των κωφάλαλων» (1993), «Είσοδος» (1996), «Πηγανέλα» (1997), «Προσεκτικά» (2001), «Καρτ ποστάλ» (2007) και «Γράμματα», (2007), καθώς και δύο βιβλία με πεζά κείμενα και το μυθιστόρημα «Πράσινο και χρυσαφί» (2010). Το 2005 έκανε το ντεμπούτο της ως σεναριογράφος στο Sofia Film Fest με την ταινία μικρού μήκους «Η μητέρα μου» (σκηνοθέτης Svetla Tsotsorkova). Έχει τιμηθεί με το Εθνικό βραβείο ποίησης «Ιβάν Νικόλοβ» και το βραβείο «Χρ. Γ. Ντάνοβ» για δημοσιογραφική παρουσίαση της βουλγαρικής λογοτεχνίας. Ειναι παρουσιάστρια της εκπομπής για τέχνες και πολιτισμό «Art Efir» της Κρατικής Ραδιοφωνίας της Βουλγαρίας και διευθύνει τις εκδόσεις DA για ποίηση.
Ζει και εργάζεται στη Σόφια. Είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. 

Μετάφραση από τα βουλγάρικα και παρουσίαση: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
 
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Ιανουαρίου 2020