Εκτύπωση του άρθρου

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ
Εμπειρίκος Γκόρπας Καρυωτάκης
Άγρα 2012

Ο Φελίνι έλεγε πως τα καλύτερα τοπία είναι αυτά που φτιάχνει  από πλαστελίνη, πράγμα που παραπέμπει στο "Τα καλύτερα ταξίδια είναι εκείνα που γίνονται  από το παράθυρο». Κι εμείς οι αναγνώστες του παρόντος βιβλίου μπαίνουμε από το παράθυρο στα άρρητα των ποιητών.

Ο τόμος Της μη συμμορφώσεως άγιοι, στίχος –τίτλος του Εμπειρίκου, που συντέθηκε για να περιλάβει όλους  εκείνους τους αγίους της ποίησής μας, αλλά με την παραβατική αγιοσύνη, είναι τόσο εύστοχος και συγχρόνως τόσο ευρηματικός. Δεν ξέρω αν άλλος τέτοιος ισοδύναμος υπάρχει, πέραν του «Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον 
Των περιττών πραγμάτων και ημερών Ο αριστερός Ιησούς ω  τότε θα με καταλάβεις»[1] του Οδυσσέα Ελύτη.  

 Εμπνευσμένες μελέτες, πλούσιες και ενδιαφέρουσες αναφορές, λογικές αλλά και συναισθηματικές αποτιμήσεις των πραγμάτων, απαστράπτουσα κριτική γλώσσα, περιβεβλημένη το ένδυμα της ποίησης. Ο Κουβαράς δεν είναι κριτικός κριτικός αλλά ποιητής κριτικός και ως εκ τούτου έχει την ακοή εξασκημένη, «τρισδιάστατη» λέει ο Ελύτης για την ακοή του Παπαδιαμάντη, πολυδιάστατη λέμε εμείς για την ακοή του Κουβαρά, ο οποίος ακούει όλους του κραδασμούς, κοινωνικούς, πνευματικούς, ψυχικούς όλων των ποιητών και όχι μόνον εκείνων που αναλαμβάνει να παρουσιάσει. Και το μέγα προσόν είναι ότι δεν παρουσιάζει ψυχρά, επιστημονικά, δεν βάζει το ποίημα ή τον ποιητή πάνω στο ανατομικό τραπέζι, αλλά του ανοίγει τα φύλλα της καρδιάς, τρυφερά, απαλά, στήνοντας το αφτί του στον κάθε ήχο που κάνει η λέξη τρίζοντας, ανοίγοντας.

Έχω το μέγα προνόμιο να έχω παρακολουθήσει την προσωπική του δημιουργία και να έχω σχολιάσει και τα πεζά του ( Επί πτερύγων βιβλίων, π.χ.) που το ίδιο και τότε παρατήρησα. Είναι ωραίο πράγμα το ανοιχτό μυαλό, αλλά δεν ξέρω, ίσως είναι ωραιότερη η ανοιχτή καρδιά. Εκείνη που δεν μορφάζει ή δεν απορρίπτει, όταν κάποιος αλλιώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Ο Κουβαράς έχει τον καλό λόγο έτοιμο και πρόθυμο επειδή πηγάζει από την καλή πρόθεση. Επειδή μπαίνει στη θέση του γράφοντος από τη θέση του κρίνοντος.  Και αυτό είναι ένθεν και ένθεν τιμή. Τιμή για κείνον και για τους παρουσιαζόμενους. Και βέβαια δεν μας έχει καμιά ανάγκη ο Εμπειρίκος, ο Γκόρπας και ο Καρυωτάκης,  αλλά η τιμή εξοστρακίζεται σε μας που έχουμε ανάγκη την ευαισθησία της ματιάς του, την οξύνοια της παρατήρησής του, την ευστοχία του σχολίου του, την ενθουσιασμένη και ενθουσιαστική του διάθεση απέναντι στο κείμενο ή στον ποιητή.

Ο Κουβαράς επιχειρεί  βαθιές βουτιές στα κείμενα και σε άλλα παράπλευρα, διασταυρώνει τις απόψεις. Κι επειδή δεν του αρκούν οι λέξεις έτσι όπως τρέχουν στον καθημερινό λόγο, ποιητής ων, κι εδώ είναι το προβάδισμά του, επιλέγει το λεξιλόγιο εκείνο με το οποίο θα στήσει πιο πιστά και πιο αδρά, πιο εντυπωσιακά και πιο δημιουργικά τη μελέτη του, συμβαδίζοντας ή συμπετώντας στο  ρυθμό του ποιητή που παρουσιάζει. Ala  maniérede … λέει ο ίδιος.

Έχει την ικανότητα να ξεσκεπάζει  τα αθέατα, βάζει χέρι στις πτυχές της θεάς, κι ας λέει ο Ελύτης ότι αυτό δεν γίνεται ατιμωρητί, και κάνει σαφές στον αναγνώστη του το ζητούμενο. Γιατί ο Κουβαράς είναι καθηγητής σε σχολείο. Και η ιδιότητα αυτή, και ας με συγχωρήσουν όσοι δεν τα πάνε καλά με τους φιλολόγους, απαιτεί να μιλάει και να γίνεται κατανοητός. Ένα κείμενο ερμηνείας δεν μπορεί να είναι πιο σκοτεινό από το ποίημα. Ωστόσο συχνά συμβαίνει αυτό, και επιτρέψτε μου, είναι ελάττωμα. Ο Κουβαράς, επειδή είναι φιλόλογος και ποιητής και σχολιαστής και ελεύθερο πνεύμα και ψυχή, μιλάει καθαρά έξω από τα δόντια και μέσα από την καρδιά του. Γίνεται για τον αναγνώστη ο «ραβδοσκόπος» του, που έλεγε ο Σεφέρης, ή  ακολουθώντας τη συμβουλή του (του Σεφέρη) προσπαθεί να μορφώσει ένα κοινό «καλής πίστης», με «συναισθηματική δεκτικότητα»[2],  είναι αυτός που μας δανείζει την ευαισθησία του ή είναι αυτός που οφείλει «να ολοκληρώνει μια ορισμένη ευαισθησία»[3].

Επομένως, το μεγαλύτερο προσόν του σχολιαστή – ερμηνευτή - μελετητή είναι να  κάνει τον αναγνώστη του να αισθανθεί  «τον πόνο του ανθρώπου και των πραμάτων» που έλεγε  και ο Καρυωτάκης και όχι να τον εντυπωσιάσει με τα αφηρημένα πτερόεντα, δυσνόητα, κουλτουριάρικα λόγια, που τον αφήνουν έξω του νυμφώνος. Ο Κουβαράς ανοίγει τις πύλες, φορώντας το ιερατικό ένδυμα, προσεγγίζοντας το λεκτικό ιδίωμα και ύφος, αγωνιζόμενος να μην στερήσει με την κριτική του ούτε μια κεραία από το κείμενο του ποιητή. Γίνεται ο καλύτερος προωθητής, σύμμαχος, συνένοχος  του ποιητή, κήρυξ της ποιητικής του ανδρείας.

Ο συγκεκριμένος τόμος - Της μη συμμορφώσεως Άγιοι – περιλαμβάνει: «Προλόγισμα» και μελέτες για τρεις. «Ανδρέας Εμπειρίκος», «Θωμάς Γκόρπας», «Κώστας Καρυωτάκης». Και όχι μία αλλά περισσότερες. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε κανείς να επιλέξει για να δώσει δείγμα γραφής, αφού όλα είναι δείγμα. Ας είναι. «Καλησπερίζω κι εγώ απόψε την απέραντη μειοψηφία, το άλας που εξορκίζει την απουσία των άλλων». Μιλάει στο κοινό και στους «Εμπειρικογνώμονες» και λέει πως ο Εμπειρίκος  ήταν «Αίγαγρος εν υαλοπωλείω», «Μέγας Δραγουμάνος της Γλώσσας», «υπέρμαχος Οιστρηλάτης», «Η ποίηση του …είναι λόγος εν στύσει και γλώσσα εν μέθη», τα ποιήματα είναι  «αγαπογραφήματα σπονδυλωτά που επωάσθησαν και σχηματίσθηκαν στάγδην», «συνεορτάζουν διοσκουρίζοντας» (έτος Εμπειρίκου και Σικελιανού).

Για τον Γκόρπα: «Το να προσπαθήσεις να μιλήσεις για τον ποιητή Γκόρπα σε 40 λεπτά, τόσο μου όρισαν οι άνθρωποι της κλεψύδρας», «Κουφάλα Ελλάδα τιτλοφορεί- πενθοφορεί…» και «μπανιστιρτζού για να καλυφθούν και οι τρέχουσες τηλεοπτικές ανάγκες του μεγάλου κοινού», η «ατέρμονη πνευματική λαμπαδηφορία», ο Γκόρπας «ένας της τριανδρίας των μειζόνων λιμνοθρεμένων λυρικών», ο «Θωμάς είναι σαν τον θυμωμένο Αχελώο», «το δικό του Μεσολόγγι δεν έχει έξοδο, διέξοδο», «ανατροπέας εξ ιδιοσυγκρασίας, αντιδιανοούμενος εκ πεποιθήσεως, αντιεξουσιαστής από κούνια», «τηρώντας στάση αντιστασιακής ορθοστασίας». Ο Γκόρπας «απεδήμησε παρά δήμον ονείρων Πρωταπριλιά (1-4-2003). Ναι είναι ψέμα ότι πεθαίνουν οι ποιητές. Απλά αποσύρονται είτε θλίψεως και πλήθους γωνία, αόρατοι ακροβολιστές και εξοστρακιστές της μοναξιάς μας».

Και ο Καρυωτάκης. Της μη συμμορφώσεως άγιος και αυτός, «παραμένει υπόγεια παρών παρά πάσαν απόπειραν ανανέωσης των ποιητικών μας πραγμάτων», «δραστικά παρών , καθότι φτάνει ‘από εκατό δρόμους’… δραματικά επίκαιρος όσο ο δημόσιος βίος χρήζει ‘Ανάγκης Χρηστότητος’» και « όσο εκκρεμεί το αίτημα ‘Καθάρσεώς’ του». «Το έργο του είναι κάτοπτρο εποχής», ο ίδιος είναι «πρωτοποριακός», «‘ξεχαρβάλωσε’ τόσο την παράδοση για να ανακαλύψει νέους ήχους ‘παράφωνους’», είναι «ο πολιτικότερος ποιητής μας μετά τον Κάλβο» και  «ίσως ο πιο ‘αποκριτικός’ ποιητής μας μετά τον Καβάφη και τον Κάλβο». Και άλλα.

Τα κείμενα του Κουβαρά διαβάζονται και ερήμην των ποιητών. Και για να ξαναγυρίσουμε στον άξιο φιλόλογο, κόντρα σε όλους τους μεμψιμοιρώντας  το μάθημα,  ας πούμε γεγωνυία τη φωνή, ότι κατάφερε τους μαθητές του να γράψουν «μπαλάντα στους μαθητές άδοξοι που ’ναι» σε ύφος Καρυωτακικό (όπως έγραψε ο Καρυωτάκης σε ύφος καλβικό). «Όλοι τους είναι Βριλησσιόπαιδες».  Της μη συμμορφώσεως Βριλησσιόπαις και ο Κουβαράς.

Ανθούλα Δανιήλ


[1] Ο μικρός ναυτίλος, «Και με φως και με θάνατον, 15», σελ. 93.

[2] Δοκιμές,»Διάλογος πάνω στην Ποίηση» Α´, τόμ. σελ. 83.

[3] Ό. π.  «Μονόλογος πάνω στην ποίηση» σελ.  131.

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Απριλίου 2013