Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει η Κατερίνα Δ. Σχοινά

 

 

 

 

Συστεγάσεις ποιητικής πεζογραφίας

(Σύντομη περιήγηση στα βιβλία του Αναστάση Βιστωνίτη Κάτω απ’ την Ίδια Στέγη, Κίχλη 2017 και Η κοίτη του Χρόνου, Καστανιώτης 2021)[i]

 

Ένας ποιητής που γράφει και πρόζα[ii]

Για περίπου μισόν αιώνα  ο Αναστάσης Βιστωνίτης υπηρετεί ποικίλες εκφάνσεις της γραφής: ποίηση, πεζογραφία/λογοτεχνικό αφήγημα, δοκίμιο, επιφυλλίδα, βιβλιοκριτική,  ερευνητικό ρεπορτάζ, ταξιδιογραφία είναι, για παράδειγμα, κάποια από τα κειμενικά είδη που έχει, μεταξύ άλλων, θεραπεύσει ο συγγραφέας. Αυτή η πολυειδία καθιστά μάλιστα το έργο του μάλλον δυσταξινόμητο, αφού αισθάνεσαι πως κάθε εργασία κατάταξής του είναι ένας βίαιος τεμαχισμός, μια μετακειμενική δόμηση ή μια μεταλογοτεχνική δραστηριότητα που ναι μεν είναι θεμιτή για πρακτικούς λόγους μελέτης, επί της ουσίας, όμως, υπονομεύεται από την ίδια τη φύση του έργου του Βιστωνίτη: η ελευθερία και η ρευστότητά του (και ειδολογική) αντιστέκονται σε κανονιστικές αρχές και ειδολογικές στεγανοποιήσεις. Έτσι, βολικό αναγνωστικό σχήμα για το έργο του δείχνει να είναι η αντιμετώπισή του ως ενός συνεχούς, του οποίου κύρια διακριτικά στοιχεία είναι βέβαια η ποίηση (αφού και η πρόζα του είναι εν πολλοίς ποιητική), το αυτοβιογραφικό (και αυτοαναφορικό) στίγμα, η βαθιά στοχαστικότητα, η πλούσια διακειμενικότητα και πρωτίστως η περιπλάνηση: σε τόπους μνημονικούς, υπαρκτούς και μαζί επινοημένους, σε ευτοπίες, δυστοπίες και ιδίως προσωπικές ουτοπίες, όπως ου τόποι και μεταιχμιακά οριακά σημεία είναι οι τόποι που προτιμά η ποίηση. Έτσι, και ειδολογικώς το έργο του Βιστωνίτη είναι μεταιχμιακό, μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, ακόμα κι όταν ο ίδιος ταξιδιογραφεί, όταν δημοσιογραφεί ή πεζολογεί, ενθυλακώνοντας ποίηση στον πεζό λόγο. Αν θυμηθούμε τη διάκριση ποίησης και πεζού λόγου που επιχείρησε ο Πωλ Βαλερύ, ο οποίος παρομοίασε την πρώτη με τον χορό και τον δεύτερο με το βάδισμα, έχουμε συχνά την αίσθηση ότι κάθε πεζό κείμενο του Βιστωνίτη περπατά χορεύοντας.

Από την πολυσέλιδη πεζογραφία του Βιστωνίτη επιλέγονται εδώ οι χίλιες περίπου σελίδες δύο βιβλίων του που κυκλοφόρησαν (ή επανακυκλοφόρησαν) σχετικά πρόσφατα, τα Κάτω από την Ίδια Στέγη (2017) και Η Κοίτη του Χρόνου. Τόποι, Πόλεις, Άνθρωποι (α΄ έκδοση 1999/ επανέκδοση 2021). Πρόκειται για βιβλία συμπεριληπτικά κειμένων που δημοσιεύθηκαν σε διαφορετικά έντυπα, ελληνικά και ξένα, και υπό διαφορετικές συνθήκες. Αμφότερα συστεγάζουν αφηγήσεις ιδεών, τόπων και δρωμένων και τοποθετούν κάτω από ευρύχωρη στέγη (5 και 9 ενότητες αντίστοιχα) κατ’ αρχάς ανθρώπους και τα έργα τους, θαυμαστά (υλικά και πνευματικά, διαχρονικά και διατοπικά) αλλά και ταπεινά (όπως ολοκληρωτισμούς, π.χ. τη γένεση του ναζισμού, τις αποτελεσματικές μεθόδους της τσαρικής μυστικής οργάνωσης «Οχράνα» που μετήλθαν, κατά τα φερόμενα, ακόμα και η Κα Γκε Μπε ή η Στάζι, την πολιτιστική επανάσταση όχι του Μάο αλλά του Στάλιν, τις στάχτες της Χιροσίμα κ.ά). Τα κείμενα ασκούν γόνιμη κριτική, τεκμηριωμένη εξαντλητικά, πολύτιμο και σπάνιο διαμάντι στην εποχή του εύκολου καταγγελτικού λόγου και των αβασάνιστων αφορισμών. Καταγράφουν συναντήσεις, διασταυρώνουν ιδέες και πολιτισμούς, ανασκάπτουν τον ανθρώπινο λόγο με τη διττή του σημασία κι ανασύρουν θησαυρούς του από την αρχαία φιλοσοφία και ποίηση ως τους νεότερους διανοητές. Πρόκειται για μια γοητευτική περιπλάνηση διανοητική και αφηγηματική χωρίς τέλος, «μια μετακίνηση της καρέκλας»[iii] (δηλαδή της θέασης του κόσμου), ως κύκλο αέναο φυγής και επιστροφής.

Περιηγητής μονήρης και μονιστής

«Ταξιδεύω, όπως και αφηγούμαι, όπως και ζω, σημαίνει αφήνω πράγματα στην άκρη», σημειώνει προγραμματικά ο Βιστωνίτης στην ενότητα του πρώτου κεφαλαίου «Οι εποχές της στάχτης» στο Κάτω από την Ίδια Στέγη, δια στόματος του Κλάουντιο Μάγκρις. Για παράδειγμα,  στα «περιηγητικά» του κείμενα, περιηγητής και περιπατητής «μονήρης - και μονιστής», χωρίς «οδηγούς, νήματα ή σήματα»[iv], ο Βιστωνίτης «αφήνει πράγματα στην άκρη» και επισκέπτεται τόπους για να τους ξαναεπισκεφτεί, όπως υποστηρίζει και ο πνευματικός του συγγενής Βάλτερ Μπένγιαμιν, για τον οποίο μια περιοχή την μαθαίνεις, αφού την βιώσεις σε πολλαπλές διαστάσεις. Κι ο Βιστωνίτης επανέρχεται, λοιπόν, αλλά κάθε φορά με νέες μεταφορές, με άλλες αναγωγές βαθιάς πνευματικότητας και μιας ανεξάντλητης προσωπικής μυθολογίας, παραδομένος ηδονικά στη «γοητεία των συνειρμών». Περπατώντας μαζί και χορεύοντας.

Ακόμα και στα πιο πεζολογικά κείμενα του Βιστωνίτη είναι ποιητική η γλώσσα της περιπλάνησης, ποιητικό το φως και η ατμόσφαιρα που μεταφέρεται στον αναγνώστη: το «μολυβένιο φως» και ο «οξύμωρος χειμώνας» του σκανδιναβικού βορρά ή μια γοητευτική εμπειρία εν πλω («γλιστρώντας πάνω στην επιφάνεια των νερών») στον Εύξεινο Πόντο και στη μαγική Οδησσό της γεωγραφίας και της ιστορίας, στην Κωνστάντσα ή μάλλον στον Οβίδιο και στον Μαντελστάμ, στη νεανική Βάρνα, στην Κων/πολη με μνήμες Κομοτηνής, στη Σμύρνη της συγκλονιστικής τραγωδίας, στην Έφεσο και την Πέργαμο των αρχαίων ερειπίων. Συναιρούνται σε ενιαία ενότητα γεωγραφία, ιστορία, ποίηση και μεταφυσική, ενώ ο συγγραφέας μαζεύει ράκη και συμπληρώνει κενά, αναπληρώνει αυτό που χάθηκε με τον συμπληρωματικό κόσμο των εσωτερικών παραστάσεων, «καθώς από το υπέδαφος του χρόνου ανατέλλει το θαμπό άνθος των υποθέσεων και νιώθεις να σε τυλίγει το λυκόφως των μυστικών»[v].

Είναι προσωπική η ματιά της περιπλάνησης και ό, τι επιλέγει ο συγγραφέας να δει στους τόπους που επισκέπτεται συνδέεται κυρίως με την ανθρώπινη περιπέτεια, με αφανή «μικροπεριστατικά» και τυχαία στιγμιότυπα, σαν ποιητικές ασκήσεις μικροϊστορίας. Όπως ο Μπένγιαμιν δίπλα στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας μελετά τους ρακένδυτους Μογγόλους του Κιτάι-γκόροντ, έτσι κι ο Βιστωνίτης παρακάμπτει τις κεντρικές οδικές αρτηρίες στο Κάιρο, για να επισκεφθεί τη χαώδη εξπρεσσιονιστική νεκρόπολή του περπατώντας ανάμεσα στις σκιές του αλλόκοτου πληθυσμού της. Στο Μεξικό, την Ημέρα των Νεκρών γοητεύεται από την ιστορία ενός άσημου Κεφαλλονίτη, στη Φεζ παρατηρεί τα πολυάριθμα καταστήματα παπουτσιών και το βάδισμα των ντόπιων που λιώνουν σόλες σε αντίθεση με τα δικά μας «καθιστόζωα» (Ν. Καρούζος), στο Παρίσι ταξιδεύει έναν αιώνα πίσω, για να επισκεφθεί το καλλιτεχνικό σαλόνι της Νάταλι Μπάρνεϋ, στο Ντουίνο γράφει μια ελεγεία για το κάστρο του και στο Μπουένος Άιρες ένα «τάνγκο της θλίψης», «μια θλιβερή σκέψη που χορεύεται», αποκαθηλώνει την παλιά αίγλη της Βιέννης, χάνεται στον λαβύρινθο του αγαπημένου Πεκίνου που όταν ακούει Σιλά (Ελλάδα) νιώθει δέος και θαυμασμό. Άλλοτε ακολουθεί τις διαδρομές του καφέ, της μυρωδιάς του και της ατμόσφαιρας μικρών και μεγάλων καφενείων, από το ταπεινό του Μολά Μουσταφά στην Κομοτηνή ή το πατάρι του Λουμίδη στην Αθήνα μέχρι το καφενείο Φισάουι στο Κάιρο και τα περίφημα Καφέ Florian στη Βενετία, το καφέ La Closerie des Lilas στο Παρίσι, το καφέ Central στη Βιέννη, το καφέ Gijόn στη Μαδρίτη.

Ο Βιστωνίτης περιδιαβαίνει τους τόπους και κυρίως τις πόλεις, μικρές, μεγάλες ή και υπερμεγέθεις μητροπόλεις, πόλεις παλίμψηστες και πολυσυλλεκτικές, έκθετος στον περίγυρό τους, στην «έξαρση και ναυτία που σου προκαλούν»[vi], ένας φλανέρ με οξυμμένες τις αισθήσεις, συσχετίζοντας τα αστικά κτίσματα με το κείμενο, διαβάζοντας τις πόλεις ως κείμενα, αλλά και οικοδομώντας ο ίδιος κείμενα σαν πόλεις, θέτοντας δηλαδή όρια, δόμηση με αρμούς, που ρυθμίζουν τον χώρο και τον χρόνο, έστω κι εξαπατώντας τον συνειδητά. Η πόλη είναι και για αυτόν τον συγγραφέα μήτρα σπουδαίων αφηγήσεων, «φετίχ πολλαπλών εκδοχών που ενεργοποιείται μέσω της γλώσσας»[vii].

Το ταξίδι εκ των πραγμάτων είναι και προς τον χρόνο (προς ένα παρελθόν, ατομικό ή συλλογικό και πανανθρώπινο, μεταλλαγμένο από τη μνήμη), στις κοίτες των μεγάλων ποταμών (όπως ο Νείλος, ο Μισισιπής, ο Ιστ Ρίβερ, ο Χάντσον, ο Δούναβης, ο Λιουμπλιάνιτσα κ.ά.)  και του απύθμενου παρελθόντος τους. Ταξιδεύοντας χωροχρονικά στο μαγικό σύμπαν του Βιστωνίτη διαγράφεις μαζί του κύκλους επιστροφής και αναχώρησης, κερδίζοντας γνώση για τον «νόον» και τα «άστεα» των ανθρώπων και απολαμβάνοντας τα «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής». Κάθε άφιξη σημαίνει εφαλτήριο για νέα περιπλάνηση σε εποχές, ανθρώπους, τόπους, γλώσσες και διανοήματα, που ξεκινά με και καταλήγει στην έλλειψη βεβαιοτήτων, στην «ασταθή αμφισημαντότητα» (όπως ωραία διατύπωσε η Χάνα Άρεντ). «Όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω/ η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο» είναι ο στίχος του Ελύτη που παραθέτει ο συγγραφέας και που ενδεχομένως συνιστά απόσταγμα όλων των περιπλανήσεων, του νου και του σώματος.

Στο «ημίφως των αναμνήσεων»[viii]

Γι’ αυτό και, όπως στην περίπτωση του αρχετυπικού πλάνητα Οδυσσέα, που γυρίζει στην Ιθάκη για να ξαναφύγει, το ταξίδι φαίνεται λιγότερο νόστος και περισσότερο δρόμος και είναι πρωτίστως υπαρξιακό: «από μας φεύγουμε πάντα, όταν αφήνουμε την ακτή», έλεγε ο ετερώνυμος του Πεσσόα Ντε Κάμπος (στο Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος). «Ο αληθινός ταξιδιώτης δεν έχει σκοπό και μαγνητίζεται από το κενό»[ix] συμπληρώνει ο Βιστωνίτης κι επιχειρεί στην πεζογραφία του μια κυκλική πορεία στην αναζήτηση των άλλων και του εαυτού, της βαθιάς ύπαρξης. Το έργο γίνεται μια αυτογνωστική απόπειρα, αλλά και μια λοξή αυτοβιογράφηση. Κι έτσι,  η ούτως ή άλλως έντονα βιωματική και αυτοαναφορική γραφή του Βιστωνίτη δείχνει σαν ένα διαρκές μυθιστόρημα διαμόρφωσης με ανοιχτό τέλος, ένα έργο εν προόδω, ένα ταξίδι με ανοιχτό εισιτήριο. Εξάλλου, «κάθε οδύσσεια είναι η αφηγηματοποίηση της απόδοσης ταυτότητας»[x]. Ακόμα κι αρκετοί από τους ανθρώπους που στεγάζει απλόχωρα σε κείμενά του, πρόσωπα δυσταξινόμητα, αντινομικά, δισυπόστατα ή μάλλον πολυσχιδή και απρόβλεπτα, δείχνουν να λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση, γίνονται κλεφτές ματιές του αναγνώστη στη διαμόρφωση του συγγραφέα: επί παραδείγματι ο άνισος Έζρα Πάουντ, ο Έντγκαρ Άλαν Πόου, ο αγαπημένος κι «αιρετικός» για πολλούς Νικόλαος Κάλας, αλλά και ο εκ των σπουδαιότερων οικονομολόγων Τζων Μέυναρντ Κέυνς, αφοσιωμένο μέλος, μεταξύ άλλων, στον θρυλικό κύκλο του Μπλούμσμπερυ.

Κι από πού κατάγεται, λοιπόν, αυτός ο πολυδιάστατος συγγραφέας των εσωτερικών και εξωτερικών περιπλανήσεων, ο πολυταξιδεμένος κοσμοπολίτης και βαθιά φιλοσοφημένος στοχαστής; Κοιτίδα του είναι η μνήμη,  μήτρα αστείρευτη των αφηγήσεων, πρόπλασμα που δουλεύει η φαντασία[xi] και κάπου εκεί, στο «ημίφως των αναμνήσεων», στην «πρωταρχικότητα του βιώματος» που κάποτε σε άγγιξε, αλλά χρειάστηκε καιρός πολύς για να αντιληφθείς τη σημασία αυτού του αγγίγματος,  αναπόφευκτα κατοικεί και η γενέτειρα Κομοτηνή, ενίοτε και ως κρυπτομνησία. «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια, όπως μια χώρα», ομολογεί μέσω του Σεντ Εξιπερί ο Βιστωνίτης. Γι’ αυτό και με όλους τους τρόπους, ευθείς και πλάγιους, η γενέθλια πόλη ζει ή λανθάνει στο έργο του. Βέβαια δεν μένει ποτέ εκεί για πολύ ένας Οδυσσέας σαν τον Βιστωνίτη. Αντί για ρίζες, καλλιεργεί μάλλον το αλλού, έναν κόσμο που δεν είναι κλειστός, γεμάτο διαφορετικούς «ομοίους». Ειδικά, όμως, τις μέρες με βροχή από το σκοτεινό όρυγμα της μνήμης έρχονται πρόσωπα και εικόνες, μυρωδιές και μουσικές, ο «χιτώνας της Μήδειας»[xii] ή το θρακικό φως που σκοτώνει, η Εγνατία του 1958, ο παππούς και το καφενείο του, οι τσακαλοπαρέες στη λάσπη του Μπουκλουτζά, και τότε, λοιπόν, δεν μπορείς παρά να τους γράψεις μικρές αφιερώσεις, είδος αναγνώρισης, παραδοχής: «Τότε κι εγώ, πατέρα,/ γίνομαι ο καθρέφτης του ίσκιου σου/ μιλώντας με την παλιά ομπρέλα/ που την κρατάς ανοιχτή/ απ’ τον καιρό ακόμη του τελευταίου πολέμου»[xiii].

 


[i] Το παρόν κείμενο με μικρές διαφοροποιήσεις παρουσιάσθηκε σε αφιερωματική εκδήλωση στον Αναστάση Βιστωνίτη, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της γενέτειράς του στις 4 Μαΐου 2022.

[ii] Συνήθης αυτοσύσταση του Βιστωνίτη (βλ. και Κάτω από την Ίδια Στέγη, πρόλογος, σ. 11).

[iii] Η φράση από το κεφάλαιο «Ονειρευτής Ονείρων» ( Η Κοίτη του Χρόνου, σ. 263), όπου  διαπίστωση του ταξιδευτή/ονειρευτή είναι  πως «όλη η υπόθεση είναι μια μετακίνηση της καρέκλας», που, παρά τις αρχικές προσδοκίες για το αντίθετο, αποδεικνύεται «ικανή όχι να αλλάξει τον κόσμο, αλλά να τον βεβαιώσει πως πίσω από κάθε καινούργιο τοπίο ενεδρεύει η απομόνωση».

[iv] Ό. π., σ. 263 και 163.

[v] «Ο Ένοικος», Κάτω από την Ίδια Στέγη, σ. 195.

[vi] «Τα ράκη του θανάτου», Φάσματα φθοράς, Καστανιώτης 1994, σ. 18.

[vii] Από το «Κάτω από την ίδια στέγη», Κάτω από την Ίδια Στέγη, σ. 134.

[viii] Από το «Φαντάσματα στο Κογιοακάν», ό. π., σ. 230.

[ix] «Ονειρευτής Ονείρων», Η Κοίτη του Χρόνου, σ. 261

[x] Μπαρμπαρά Κασσέν, Η Νοσταλγία. Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;, μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Μελάνι 2015, σ. 44.

[xi] Για τη σύνθεση των ιχνών που αφήνουν ο χρόνος και η μνήμη: «Ροή και διάρκεια θα πει: συνθέτω τα ίχνη. Εκεί οι παραστάσεις εκεί και οι μορφές. Με το πρόπλασμα και με το λίγο, με το ελάχιστο δουλεύουμε όταν πάμε πίσω στο χρόνο. Φαντασία, αντίδοτο της λήθης.» («May Coker», Φάσματα Φθοράς, ό.π., σ. 68).

[xii] Βλ. το ομώνυμο αφήγημα στο Φάσματα Φθοράς.

[xiii] Από το ποίημα του Βιστωνίτη «Αφιέρωση», συλλογή Ο ήλιος στην τάφρο (2004), στο Ποιήματα, 1971-2008, Καστανιώτης 2018, σ. 395.


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Σεπτεμβρίου 2022