Εκτύπωση του άρθρου

Συζητώντας για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση

 

Μιά ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη σύγχρονη ποίηση ξεκίνησε πριν από περίπου ένα χρόνο με αφορμή μια εκδήλωση του περιοδικού Μανδραγόρας, φιλοξενήθηκε στα “Ενθέματα” της κυριακάτικης Αυγής και είναι γνωστό πως διεκόπη από την εφημερίδα. Σημασία δεν έχει τόσο το γεγονός της διακοπής, όσο η  κοινή διαπίστωση πως επρόκειτο για μια συζήτηση που προέκυπτε εκ των πραγμάτων και όχι, λόγου χάριν, από το διδακτικό ή άλλο πρόγραμμα κάποιας έδρας νεοελληνικής φιλολογίας. Όσοι την ξεκίνησαν δεν επέμειναν μεταφέροντάς την σε κάποιο άλλο έντυπο, μάλλον γιατί τα αριστερά τους ανακλαστικά παραμένουν ισχυρά, επισύροντας αυτοδεσμεύσεις. Η συζήτηση όμως, ακόμα και ως εγχείρημα που δεν ολοκληρώθηκε, απασχόλησε τη λογοτεχνική κοινότητα και ως ένα βαθμό συνεχίστηκε μέσα από σχόλια και παρεμβάσεις. Χαρακτηριστικότερη και ουσιαστικότερα επικεντρωμένη στα ζητήματα που η εν λόγω συζήτηση πρόλαβε να ανοίξει ήταν η παρέμβαση του Νάσου Βαγενά, με σειρά επιφυλλίδων στο Βήμα, ενώ σε άμεση συνάφεια με τα διακυβεύματά της είναι και η μόλις εκδοθείσα ποιητική του συλλογή Σκοτεινές Μπαλλάντες.

  Δεν προτίθεμαι να διαπραγματευθώ εδώ τη σύμπτωση ή μή των θεωρητικών στοχεύσεων και των ποιητικών πρακτικών του Βαγενά. Παρ’ ότι υπάρχουν σημαντικές και προφανείς αντιστοιχήσεις, μια παράλληλη εξέταση θα καταργούσε την αυτονομία της κάθε πλευράς και κατάφωρα θα αδικούσε και τις δύο, εφ’ όσον η μεν ποίησή του θα έπρεπε να ειδωθεί ως εφαρμοσμένη θεωρία (ή έστω ως παρέκκλισή της), η δε θεωρητικές του θέσεις ως κάλυψη ή εξήγηση των ποιητικών του επιλογών. Προτίθεμαι όμως να διατρέξω τις απόψεις του Βαγενά με φόντο το συνθετικό ποίημα του Ηλία Λάγιου “Ο Τελικός κύκλος” (περ. Ποίηση, τχ. 17, άνοιξη-καλοκαίρι 2001), όχι μόνο γιατί πρόκειται περί αντιπροσωπευτικού δείγματος γραφής ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας, αλλά και γιατί το συγκεκριμένο ποίημα (όπως και άλλα του Λάγιου) εμπίπτει ακριβώς στο πεδίο των προβληματισμών του Βαγενά.

  Η βασική σκέψη και αγωνία του Βαγενά αφορά την επείγουσα αναγκαιότητα “επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου”, που την θεωρεί δίοδο και προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας νέας οργανικότητας. Ετσι, σε αυτή την προοπτική ο Βαγενάς προτείνει μια “νέα συνομιλία” του σημερινού στίχου με την έμμετρη προσωδία: “ένας στίχος που το προσωδιακό του κράμα δεν θα είναι το ίδιο με το κράμα των έμμετρων και ελεύθερων προσωδιακών στοιχείων που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο στίχο, γιατί θα περιέχει αυτό το κράμα αναδιατεταγμένο και με νέα, ανεκμετάλευτα ακόμη, στοιχεία αντλημένα από τον έμμετρο στίχο”. Μιά συνομιλία που θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής, εάν ενσωματώσει τη φιλοδοξία όχι μόνο να εκφράσει την προϊούσα “συναισθηματική διάλυση” αλλά και - ταυτόχρονα - την επιθυμία υπέρβασής της.

  Αυτή η θέση του Βαγενά, παρ’ ότι η επιχειρηματολογία της διαθέτει μια δικιά της αναφορικότητα, αποτελεί ανοιχτή συνηγορία στην εκφρασθείσα στην Αυγή, από τον γράφοντα και τον Γιώργο Μπλάνα, βεβαιότητα πως οι νεότεροι ποιητές μας, επειδή ευρίσκονται χωρίς παραδεδομένο και ισχυρό ποιητικό “παράδειγμα”, είναι αναγκασμένοι, όπως ακριβώς και η γενιά του ’30, εάν θέλουν να υπάρξουν ως σύγχρονοι ποιητές, να το δημιουργήσουν. Η στιγμή είναι εξόχως μεταβατική και μάλιστα, σημειώνει ο Βαγενάς, “η ποιητική ευαισθησία των μεταμοντέρνων μας καιρών διαφέρει από εκείνη της ακμαίας μοντερνιστικής εποχής κατά τούτο: [τότε] η έμφαση έπεφτε κατά κύριο λόγο στην έκφραση του αισθήματος της απομάκρυνσης από μια παλαιά τάξη πραγμάτων, ενώ σήμερα, που η νέα τάξη των πραγμάτων έχει οδηγήσει σε μια συναισθηματική διάλυση, αυτό που προεξάρχει στο ποιητικό αίσθημα είναι το αίτημα μιας νέας οργανικότητας”. Αυτή η τελευταία παραδοχή, που ακούγεται τόσο “απλή”, όταν εκφράσθηκε ευθέως στη συζήτηση, θεωρήθηκε από πρεσβύτερους ποιητές ύβρις και προπέτεια, ενώ από ζηλωτές της ποίησης των παλαιών ρυθμών (και αυτοβεβαιούμενους θιασώτες μιάς συνακόλουθης εξιδανικευμένης “ηθικής”) ως απόδειξη πως η παρένθεση της ελευθερόστιχης ποίησης κλείνει οριστικά και η δι’ αυτής διασαλευθείσα προηγούμενη ποιητική τάξη πραγμάτων δικαιώνεται επανερχόμενη ως υπόδειγμα του σημερινού ποιητικού λόγου, ως μέτρο σταθμιστικό που ζυγίζει και ευρίσκει ελλειπή μερίδα όση απ’ τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή δεν ακολουθεί τις νόρμες, δηλαδή σχεδόν ολόκληρη. Εδώ όμως ο Βαγενάς είναι σαφής: “Η επαναμάγευση ενός ποιητικού λόγου δεν μπορεί να γίνει με τα ποιητικά μέσα του παρελθόντος αλλά με βάση τα ποιητικά υλικά και τους ποιητικούς τρόπους του παρόντος”. Αυτοί οι τρόποι βέβαια δεν δημιουργούνται δενδροφυτεύοντας κερασιές στην οδό Σίνα, ούτε αναζητώντας παλαμικά ισοδύναμα πέριξ της πλατείας Ομονοίας, αλλά γράφοντας σημερινά ποιήματα.

  Πόσους, αλήθεια, “αιώνες” ποίησης προϋποθέτουν οι στίχοι του Λάγιου: Ηταν, σας λέω, τα βυζιά της κύπελλα μ’ υδρόμελο,/ κι ήταν τα μάτια της κι η μοναξιά της μεγαλύτερ’ απ’ το φως-/ και μόνο Ελένης όνομα/ είχε για μένα ανθίσει και καρπίσει/ ντροπή και λύσσα του θανάτου να κερδίση. Όλους, φυσικά, και συγκεκριμένα κανέναν. Είναι απλώς ένα σύγχρονο πεντάστιχο που ενσωματώνει την αίσθηση (και κυρίως την αμηχανία, δηλαδή τη μεταβατικότητα) της στιγμής που γράφεται, το οποίο δεν ξέρουμε, και δεν ενδιαφέρει, πόσο συνειδητά προϋποθέτει τις διαπιστώσεις του Βαγενά, αλλά σίγουρα τις δικαιώνει. Υπάρχει, διεκδικώντας και εκφράζοντας το δικό του παρόν. Πηδάω μπροστά, σε χρόνους ελληνιστικούς, να πώ το τι με τρώει./ Αφήγησες που πλέξαν άθρωποι κακόψυχοι (καλού γούστου ένεκα, δήθεν)/ τολμούν να ισχυρίζονται ότι σε κάποιο κωλονήσι, την Λευκή,/ η Ελένη, η δικιά μου Ελένη, ξενογαμιόταν με τον Αχιλλέα./ Ψέμματα, ψέμματα, ψέμματα. Εγώ είμαι ο άντρας που στ’ αλήθεια αγάπησε./ Και όλων των επών περίλαμπρα τα ονόματα, ηρώων και άστεων,/ γράμματα ιωνικά και δωρικά κι αιολικά (και τα τρισβάρβαρα μακεδονίτικα), στιχαριθμήσεις αλεξανδρινών,/ προσδοκίες κι ανεπίστρεπτες εντολές, μήνις θεών μπασταρδεμένη,/ γραφτήκανε για μας τους δυο...

  Ο ποιητικός λόγος τρέφεται από την επαφή, από την ουσιώδη επικοινωνία της ποιητικής γλώσσας με τον καθημερινό λόγο, αλλά η επαναμάγευσή του χρειάζεται “μιά ποιητική προσωδία περισσότερο οργανωμένη, περισσότερο έρρυθμη, περισσότερο ‘μαγευτική’, που να μπορεί να υλοποιεί τις βαθύτερες ποιητικές δυνατότητες αυτού του υλικού και να ικανοποιεί το βαθύτερο ποιητικό αίσθημα της εποχής μας”, συνεχίζει ο Βαγενάς, έχοντας ήδη εισάγει μιά ακόμα κρίσιμη παράμετρο: “Καθώς τα ποιητικά υλικά της εποχής μας δεν είναι τα υλικά με τα οποία συντίθενται οι ‘μεγάλες αφηγήσεις’ αλλά εκείνα με τα οποία καταγράφονται οι ‘μικρές’ εξιστορήσεις (με τα οποία, ωστόσο, μπορεί κανείς να συντηρήσει και να αναδιατάξει το αίσθημα μιας αρχετυπικής οργανικότητας: το αίσθημα εκείνης της βαθύτατης εσωτερικής αρμονίας την αναζήτηση της οποίας θεραπεύει η τέχνη), η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου σήμερα δεν μπορεί να γίνει παρά με βάση το γλωσσικό υλικό και τους τρόπους που υπαγορεύουν οι εξιστορήσεις αυτές”. Ακόμα και μιά πρόχειρη ματιά στην πρόσφατη ποιητική παραγωγή δείχνει πως οι αφηγηματικές φόρμες όντως έχουν αυξανόμενο ειδικό βάρος, οι δε περισσότερο χρησιμοποιούμενοι δρόμοι τους οποίους ακολουθεί αυτή η αφηγηματική στροφή είναι ο αναστοχασμός, η ανάκληση προσωπικών και ιστορικών στιγμών και η εστίαση σε διαδρομές εμβληματικών μορφών, ενώ η συχνότερη απόληξή της είναι ο δραματικός μονόλογος.

  Υπόσχομαι, το λοιπόν, ένα ποίημα με ιστορικότητα σάμπως, μόνο/ που σαν κέρμα ιδρωμένο απ’ το χέρι απαλά θα κυλά,/ κι εγώ, παρακαλώντας σιγανόφωνα, το ποίημα στα παράπλευρα δρομάκια με απροθυμία θ’ αναζητώ,/ απ’ τον υπερσυντέλικο αρχίζοντας και φτάνοντας μέχρι τον άκρο μέλλοντα,/ πού ‘ναι ο καθοριστικά τετελεσμένος/ Ελένη, Ελένη, απ’ της σελήνης τ’ ολοδρέπανο,/ από του σέλαος την εκλαμπρότητα, απ’ το ελελεύ των πανταχόθεν,/ καταστροφή παντός του συνήθους, Ελένη πικραγάπη, μοναγάπη μου,/ την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ, με κόλπα της διαλέκτου μου.  

   Ο Βαγενάς κάνει λόγο για κρίση του ποιητικού λόγου των τελευταίων δεκαετιών: “κρίση που περιγράφεται με όρους ενός αδιεξόδου, [μα] είναι στην πραγματικότητα κρίση του στίχου”, αφού οι ποιητές, που αποξενωμένοι από το έμμετρο στοιχείο είχαν ως άμεση προσωδιακή τους παράδοση μόνο τον ελεύθερο στίχο, τον οδήγησαν “σε μιά άλλη συμβατικότητα, τη συμβατικότητα του επίμονα αντισυμβατικού”. Αυτές οι διαπιστώσεις είναι γενικά σωστές, αλλά μόνο μέχρις ενός βαθμού, μόνο ως τάση, γιατί καθ’ όλη την φάση της κυριαρχίας του ελεύθερου στίχου δεν έπαψαν να γράφονται “παραδοσιακά” ποιήματα, ακόμα και από ακραιφνείς νεοτεριστές (δημιουργώντας αξεπέραστα προβλήματα σε συμπαθείς γραμματολόγους...) και εν γένει το “νεοτερικό παράδειγμα” συχνά εισέπραττε αμφισβητήσεις εκ των ένδον, όπως επί της γλωσσικής του διάστασης, με την καθαρεύουσα των σουρρεαλιστών ουσιαστικά να το ακυρώνει ή έστω να το σχετικοποιεί, ενώ για συναπτές δεκαετίες δυσκολευόταν και αδυνατούσε να εντάξει τις “περιπτώσεις” του Καβάφη και του Καρυωτάκη, δείχνοντας ανάγλυφα τα όριά του. Οι διαπιστώσεις του Βαγενά έχουν ευρύτερη εφαρμογή μόνο σε μιά συγκεκριμένη περίοδο, η οποία συμπίπτει με την εμφάνιση και την καθιέρωση των ποιητών του ’70, αφορούν έναν μεγάλο αριθμό ποιητών και συλλογών αυτής της ομάδας, (παρ’ ότι σίγουρα αφήνουν απ’ έξω κάποιους και αρκετά βιβλία τους) και δευτερευόντως το ύστερο έργο παλαιότερων ποιητών ή τα πρωτόλεια των μεταγενέστερων. Επιπλέον, προ δεκαετίας τα ζητήματα που θέτει ο Βαγενάς ήρθαν στην ημερήσια διάταξη, ως κρίσιμα και επείγοντα, μάλλον θορυβωδώς αλλά με τον πλέον έγκυρο τρόπο: διά ποιημάτων. Αναφέρομαι προφανώς στη συστέγαση δυο ποιητών του ’80 (Ηλίας Λάγιος, Γιώργος Κοροπούλης) και ενός “ενδιάμεσου” (Διονύσης Καψάλης) στο ενδεικτικό Τριώδιο και με την προσθήκη του εκ της γενιάς του ’70 Μιχάλη Γκανά στην σχεδόν προγραμματική Ανθοδέσμη. Βεβαίως, όπως γίνεται πάντα, προέκυψαν δογματισμοί, πολυσυλλεκτικότητες, μιά νέα ώθηση, πορείες στο πουθενά, αλλά η ποίηση συνεχίστηκε έχοντας πλέον περισσότερο εμφανή συνομιλία με τα παραδοσιακά μέτρα και σταθμά, με τρόπο απολύτως λειτουργικό στις πιο ώριμες στιγμές της: αναφέρομαι σε όσους βρίσκονται στο μεσοστράτι (οι ποιητές του ’80) σε όσους απ’ τους αμέσως προηγούμενους μπορούν ακόμα να ανανεώνονται (και είναι αρκετοί) και σε όσους παλαιότερους είχαν πάντοτε ανοιχτούς τους διαύλους με τους παραδεδομένους ρυθμούς (για παράδειγμα ο Μάρκος Μέσκος). Δεν πρόκειται για μίμηση αλλά για γόνιμη συνομιλία και πλέον το άγχος του ποιητή μάλλον δεν αφορά την προσέγγιση των παλαιών ρυθμών αλλά τη μη απορρόφησή του απ’ αυτούς: Γιατί δεν ήσουν παρά θιν’ αλός στην Τροία βασίλισσα, γράφει ο Λάγιος αποφεύγοντας την άψογη “επιστροφή” (:Γιατί δεν ήσουν παρά θιν’ αλός βασίλισσα στην Τροία), που θα την επεκύρωνε αναπόδραστα ο δεκαπεντασύλλαβος που ακολουθεί (ο γκρίζος θρύλος του ‘Ρονσάρ, του Περς η μαύρη πέτρα). Δεν πρόκειται όμως περί μονοδρόμου, γιατί η ζητούμενη “επαναμάγευση” δεν προκύπτει αναγκαστικά από τεχνικές αναζητήσεις αλλά από το συνολικό βάρος της ποίησης: όσο δογματικό και ασαφές να ακούγεται αυτό, είναι το τελικό μέτρο για να αξιολογήσουμε την κάθε προσπάθεια, ανεξαρτήτως από τους τρόπους που επιλέγει ο καθένας. Διαφορετικά, πώς θα εξηγούσαμε την εμφάνιση του σχετικά πρόσφατου Κυρίου Φογκ του Γιάννη Βαρβέρη; Μόνο σαν επιβίωση του ελευθερόστιχου παραδείγματος; Σαν υστερόγραφο μιας ποίησης που φεύγει; Όμως, αυτό που “έρχεται” μπορεί να αναμετρηθεί με τον Φογκ, ακόμα και επί των αιτιάσεων συγχρονικότητας;

  Εδώ θα πρέπει να εισαγάγουμε και την επόμενη παράμετρο του Βαγενά, που αφορά την επικοινωνία ή και ερωτοτροπία της ποιητικής γλώσσας με την προσωδία του καθημερινού λόγου. Το σίγουρο είναι πως η ποίηση τρέφεται από τον τρέχοντα λόγο (το ότι σήμερα δεν τον τρέφει είναι μια άλλη συζήτηση), που και αυτός πάντα συνοψίζει και εμπεριέχει διαφοριζόμενους ρυθμούς, πλούσιο λεκτικό υλικό, μιά ορισμένη εικονοποιία (πολλές φορές απρόσμενη), αποτελεί έρμα και φίλτρο για την ποιητική γλώσσα κάθε εποχής. Η ιστορικότητά του πάντοτε αποτελεί πηγή μιάς πλούσιας προσωδιακής οργάνωσης ενώ η κυριαρχούσα αισθητική της ανάγκης δίνει το μέτρο και τα όρια της “αξιοποίησής” του (ο μακρυγιαννισμός της γενιάς του ’30 συχνά παρήγαγε λαϊκίστικα μαργαριτάρια...). Σήμερα όμως διαπιστώνεται κάποια αισθητή και επικίνδυνη μετατόπιση του ποιητικού λόγου προς τον καθημερινό; Μήπως η γόνιμη όσμωση έχει μετατραπεί σε απορρόφηση; Το πρόβλημα είναι η απόσταση, οι διαχωριστικές γραμμές; Η ενδοποιητική απάντηση είναι η επιστροφή στις δεξαμενές των ποιητικών παραδόσεων; Και αυτές πώς γέμισαν;

  Εδώ σταματώ, γιατί αν και η ευρύτατα διαδεδομένη προβληματική που αρχίζω να σκιαγραφώ πιθανόν να αναδύεται με έναν ορισμένο τρόπο από τα κείμενα του Βαγενά, εν τούτοις δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως αυτός θα προσυπέγραφε τις συνεπαγωγές της, οι οποίες με βρίσκουν σφόδρα αντίθετο, αφού στο πλαίσιό τους προϋποτίθεται μιά συνεχής, απρόσκοπτη και κυρίως απολύτως συντεταγμένη διαδρομή του μοντερνισμού, τα όσα συνέβησαν κατά τα τελευταία χρόνια εξηγούνται μόνο ως σύμπτωμα της κρίσης του ελευθερόστιχου παραδείγματος, η απόσταση του σύγχρονου ποιητικού λόγου μετράται όχι από τον αντίστοιχο καθημερινό αλλά από τον παλαιότερο ή έστω από κάποιον σημερινό, υποτιμούνται οι παράλληλες διαδρομές, οι αισθητικές τομές που ήδη έχουν συντελεσθεί αλλά και σήμερα συντελούνται με ποιήματα και συλλογές νεότερων κυρίως ποιητών και εν τέλει πεισματικά, και κατά τη γνώμη μου αναπόδεικτα, το μοντερνιστικό παράδειγμα θεωρείται ανεξάντλητο (είτε απολύτως εκπνεύσαν, το ίδιο κάνει...). Φοβάμαι δηλαδή πως με αυτόν τον τρόπο αρχίζουμε να μιλάμε με παρελθοντολογικούς ή με μελλοντολογικούς όρους (ανάλογα με τη θέση που διαλέγει ο καθένας) για μια ποίηση που εκχερσώνει γνωστούς βέβαια τόπους (αέναη η διαδικασία), αλλά που γέμισαν με θάμνους νιόφερτους, γι’ αυτό και δοκιμάζει τρόπους αποκλίνοντες και τεχνικές αντιφατικές, μα αυτή η πολλαπλότητα δεν είναι άμεση αντανάκλαση της κρίσης, αναμενόμενο προϊόν της σύγχυσης ή απόδειξη της υπέρβασής τους, αλλά και συνθήκη παραγωγής σύγχρονων και πολλές φορές άρτιων ποιημάτων, τα οποία είναι και τα μόνα που ενδέχεται να διαμορφώσουν τον επιζητούμενο νέο κανόνα, να αποσπάσουν τον ποιητικό λόγο από την όντως άβολη θέση στην οποία βρίσκεται, να τον οδηγήσουν στην περιπόθητη “νέα οργανικότητα”, το περιεχόμενο της οποίας προσώρας αγνοούμε (επίσης εκκρεμεί η οργανικότητα της θεωρίας και της κριτικής...). Το αίτημα δε της επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου δεν μπορεί παρά να είναι ιστορικά εξαρτημένο από την όλη διαδικασία και ανεξάρτητο απ’ αυτήν μόνο ως αποτέλεσμα βαθύτατα καλλιτεχνικό και καθόλου μεταφυσικό ή τεχνικό. Για παράδειγμα (πάντα πρέπει να δίνουμε παραδείγματα, αν θέλουμε να συνενοούμεθα, έστω και αν αυτό επισύρει πικρίες...), η περιοχή που ορίζουν ο Κύριος Φογκ, τα ποιήματα “Κινέζικη ιστορία” του Νίκου Δαββέτα, “Εξωτικό δωμάτιο” του Βαγγέλη Κάσσου, “Αννα” του Γιώργου Μπλάνα, η συλλογή Ανιστόρητο του Σπύρου Βρεττού, νομίζω πως είναι μια καλή αφετηρία για σκέψεις πάνω στους πραγματικούς όρους της συζήτησης, η δε ποίηση του Λάγιου πάντα δίνει αφορμές, ή αλλιώς κλειδιά, για να μπούμε στα κρίσιμα ερωτήματα. Προτείνω δηλαδή να σεβαστούμε την προσπάθεια που βρίσκεται σε εξέλιξη και να κρίνουμε συγκεκριμένα τα αποτελέσματα.

  Αγαπημένε μου ίσκιε, περιττεύει να σου πω, το ποίημα αυτό/ είναι για τη δική μου Ελένη πεποιημένο,/ για το δικό της πρόσωπο όσα μπορώ τραυλίζω.

 

Κώστας Βούλγαρης

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Ιουνίου 2006