Εκτύπωση του άρθρου

ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ

 

 

 

Τέσσερα ποιήματα

 

Η δόξα της επανάληψης
     
Και του χρόνου, είπε η γυναίκα
έχοντας ήσυχη τη συνείδησή της που όλα θα ξανασυμβούν
Ο ήχος της καμπάνας, το ringtone του κινητού
η αμαξοστοιχία στο Πλατύ Ημαθίας και ο πέτρινος σταθμός
Και του χρόνου, είπε ξανά, το χαροκαμένο στόμα της
με τη βεβαιότητα πως όλα θα επανέλθουν ανέπαφα
για τη Δευτέρα Παρουσία
Αυτή η γυναίκα που έκοβε αργά-αργά το μήλο σαν να κεντούσε τον αέρα 
με κρυφές προσδοκίες
είχε την επανάληψη στο αίμα της
όπως άλλοι έχουν την προδοσία ή τους έρωτες.
        

 H μπαλάντα των ανεξήγητων

Τόσα χρόνια επιχειρούσε να εξηγήσει
τη θέση του
μες στο στροβιλισμό των γεγονότων
να εξηγήσει για να καταλάβουν οι άλλοι
το γιατί και το πως
και όλες τις άλλες ζοφερές πιθανότητες 
Οι μνήμες όμως, ως γνωστόν, μας κηρύσσουν αθώους λόγω αμφιβολιών
και οι λέξεις μαθαίνουν με τον καιρό να εκκλησιάζονται τακτικά 
ακόμα και αν δεν έχουν τον θεό τους
Γι αυτό και τόσα χρόνια αυτός εξηγούσε τις μεταμορφώσεις του
με την αναιδή πειστικότητα του τέλειου δημαγωγού
απαντούσε ψύχραιμα σε όλες τις ερωτήσεις
με τη χάρη ψευδομάρτυρα
κοιτώντας απλώς την πρασινάδα έξω από το παράθυρο
σημειώνοντας, δηλαδή, την παρηγορητική ύπαρξη της μητέρας φύσης

Τόσα χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες, δοκιμάζει να εξηγήσει
τη θέση του στον κόσμο
τη γέννηση, και τον επερχόμενο θάνατό του
τις μαγνητικές καταιγίδες των νυχτερινών του φόβων
  
Κάθε άνθρωπος μπορεί φυσικά να παρασυρθεί σε αυτή την άσκηση ματαιότητας
πιστεύοντας πως θα τον καταλάβουν οι άλλοι
πως θα εκτιμήσουν τι κατάφερε ή πως θα συγκινηθούν με τις αστοχίες του

Ο ίδιος, κατά βάθος, δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις
μόνο κοιτούσε, μέσα από τις κουρτίνες, τους ρυθμικούς κολυμβητές
στο σταχτί, τρομαγμένο νερό
μιας απομακρυσμένης θάλασσας

Αυτοί δεν εξηγούσαν τίποτα
Μόνο τίναζαν με χάρη τα χέρια  τους και άφριζε ο κόσμος γύρω
οι χορευτές κολυμβητές 
ζούσαν και πέθαιναν
χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν


Το ντουέτο

Κρατάω το χρόνο από το χέρι όπως την κόρη μου
Όταν ήταν μικρή και γύρευε να 
της εξηγήσω τα φώτα, το γαλάζιο του ουρανού
το γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι, οι χελώνες, τα πουλιά
Κρατάω τα χρόνια μου από τον ώμο και πάμε
όπως, κάποτε τη μητέρα μου όταν η αρρώστια τη συρρίκνωσε
και με μικρά, ασταθή βήματα διαπλέαμε το πλακόστρωτο
μέχρι την κοντινή ΕΒΓΑ
Κρατάω το χρόνο από τη μέση
λικνιζόμαστε και χάνουμε το μέτρημα
χορεύουμε το smoke on the water 
οι δυο μας στη μεγάλη, κατακόκκινη πίστα


 Συμβουλές

 Μη σηκώνεις τα μάτια
 το μεσημέρι θα τα κάψει
 όπως το πριόνι τρώει το κουφάρι του πεύκου  
 και το αλάτι κατατρώει τις ρίζες της γλώσσας
 Φυλάξου από το φως
  μια φήμη είναι κι αυτό που προσποιείται βεβαιότητα
 Φυλάξου
 απ’ όλες τις επιθέσεις ακριβείας
 κράτησε τρυφερά την αστοχία από το χέρι  
 Αυτή ξέρει το δρόμο.

© Poeticanet 


Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Μέσα από μια σειρά βιβλίων και άρθρων του, έχει ασχοληθεί με ζητήματα κριτικής της ιδεολογίας και της νεωτερικότητας. Έχει δημοσιεύσει ποίηση, δοκίμια και δυο συλλογές διηγημάτων. Κατά καιρούς ασχολήθηκε με τη μετάφραση ενώ συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά γράφοντας επιφυλλίδες και κριτικές βιβλίου 


Ημ/νία δημοσίευσης: 8 Δεκεμβρίου 2020