Εκτύπωση του άρθρου

Nichita Stanescu crop.jpg

NIKITA STANESCU

 

 

Τέσσερα ποιήματα
(Μτφ. Angela Braciu)

 

Colindă de inimă

Voi colinda cu inima mea
mergând prin zapadă,
mâna mea în cinci colțuri ca o stea
începe cuvinte să vadă.

Brațul meu, o coadă de cometă;
umărul și pieptul meu - cer.
Căldura lor secretă
lucește albastru de ger.

Să fiți liniștiți, să aveți parte de liniște albă
sub cetina verde împodobită.
Ochii mei, două vergele-ntr-o salbă,
împodobesc ora, clipita.

Ave vouă, bărbaților, femeilor,
inima mea vă salută,
ninge deasupra secundelor, orelor,
cu zăpadă argintie și mută.

Ding-dang, numai inima, ding-dang numai ea
bate la mesele voastre,
în noaptea aceasta e-o singură stea
și-o nenumărare de ceruri albastre.


Κάλαντα της καρδιάς 

Θα τραγουδήσω ευχές με την καρδιά μου
περπατώντας στο χιόνι,
το χέρι μου σε πέντε γωνίες, σαν αστέρι,
αρχίζει λέξεις να αναγγέλλει. 

Το μπράτσο μου, ουρά κομήτη.
Στερέωμα - ο ώμος και το στήθος μου. 
Η κρυφή τους ζέστη
γαλάζιο λάμπει του παγετού. 

Να είστε γαλήνιοι, να ‘χετε χιονόλευκη ειρήνη
κάτω απ’ το στολισμένο πράσινο δένδρο.
Τα μάτια μου, δύο βέργες μες σ’ένα περιδέραιο 
Στολίζουν την ώρα και τη στιγμή.

Ave, Χαίρετε, άνδρες, γυναίκες,
η καρδιά μου σας χαιρετάει
χιονίζει πάνω από δευτερόλεπτα, από ώρες,
με ασημί και βουβό χιόνι.

Ντινγκ-ντανγκ, μόνο η καρδιά, ντινγκ-ντανγκ μόνο εκείνη
χτυπά στα τραπέζια σας,
Απόψε υπάρχει μονάχα ένα αστέρι 
και αμέτρητοι γαλάζιοι ουρανοοί.

Emoţie de toamnă

A venit toamna, acoperă-mi inima cu ceva,
cu umbra unui copac sau mai bine cu umbra ta.
Mă tem că n-am să te mai văd, uneori,
că or să-mi crească aripi ascuţite până la nori,
că ai să te ascunzi într-un ochi străin,
şi el o să se-nchidă cu-o frunză de pelin.
Şi-atunci mă apropii de pietre şi tac,
iau cuvintele şi le-nec în mare.
şuier luna şi o răsar şi o prefac
într-o dragoste mare.

Φθινοπωρινό συναίσθημα

Ήρθε το φθινόπωρο,  σκέπασέ μου την καρδιά με κάτι, 
σαν τη σκιά ενός δέντρου ή καλύτερα με τη δική σου σκιά.
Μερικές φορές, φοβάμαι ότι δεν θα σε ξαναδώ, 
ότι φτερά θα μου μεγαλώσουν κοφτερά μέχρι τα σύννεφα, 
ότι θα κρυφτείς σ’ ένα ξένο μάτι,
κι εκείνο θα κλείσει με ένα φύλλο αψιθιάς.
Και τότε πλησιάζω πέτρες χωρίς να μιλώ,
παίρνω τις λέξεις και τις πνίγω στη θάλασσα.
σφυρίζω στο φεγγάρι και το σηκώνω, το γυρίζω
σ’ ένα μεγάλο έρωτα.

Lecţia de iubire 

Nu se cade de tine să te ascunzi, 
mai ales că toamna azi, la prânz, 
în palma ta a renăscut, şi-a luat 
avânt şi a zburat ca un gând 
din cale afară de copt, ezitant. 
Totul se întorcea după paşii tăi 
în livadă, când te-ai oprit în faţa 
caisului. Frunzele-i verzi fremătau 
ca o porumbiţă stând pe o tavă 
cu seminţe, în altar, dimineaţa. 
Nu se cade să te ascunzi. Fii pur 
şi simplu tu însuţi: culege iubire 
de peste tot. Şi chiar dacă nu ai 
de unde s-o aduni de la alţii, orice 
ai primi: iubeşte. De la început ştiai 
lecţia de aur, regăsită peste tot 
în evangheliile rescrise cu sânge 
în catastifele acestui septembrie, 
renăscut din simplitate şi ceva 
prea plin, urcând din meninge 
şi făcând totul posibil în raza 
iubirii, care le învăluie pe toate 
şi le reclădeşte altfel, ca păsările 
redesenând sub arcada de aur a 
bolţii triunghiuri abia conturate. 


Μάθημα της αγάπης

Δεν κάνει από τον εαυτό σου να κρύβεσαι, 
ειδικά γιατί το φθινόπωρο σήμερα το μεσημέρι,
στην παλάμη σου αναγεννήθηκε και πήρε
φόρα και πέταξε σαν μια σκέψη
πολύ ώριμη, διστακτική.
Όλα ακολουθούσαν τα δικά σου βήματα
στον οπωρώνα, όταν σταμάτησες μπροστά
στη βερικοκιά. Θρόιζαν τα πράσινα δικά της φύλλα 
σαν μια περιστέρα που κάθεται πάνω σε ένα δίσκο
με σπόρους, τα πρωινά, στο βωμό.
Δεν κάνει να κρύβεσαι. Να είσαι απλά
ο εαυτός σου: αγάπη θέριζε 
από παντού. Και ακόμα κι αν δεν έχεις
από πού να την μαζέψεις, από τους άλλους ό, τι 
λάβεις: αγάπα. Ήξερες από την αρχή 
το χρυσό μάθημα που βρίσκεται παντού
στις ευαγγέλιες γραμμένες ξανά με αίμα
στα βιβλία αυτού του Σεπτεμβρίου,
αναγεννημένου από απλότητα και κάτι
πολύ γεμάτο, ανεβαίνοντας από το μήνιγγα
και καθιστώντας τα πάντα δυνατά εντός εμβέλειας
της αγάπης η οποία τα περιβάλλει όλα
και τα ανοικοδομεί διαφορετικά, όπως τα πουλιά
επανασχεδιάζοντας κάτω από τη χρυσή αψίδα του
θόλου ολίγον σκιαγραφημένα τρίγωνα.
 
Ce bine că eşti

E o întâmplare a fiinţei mele
şi atunci fericirea dinlăuntrul meu
e mai puternică decât mine, decât oasele mele,
pe care mi le scrâşneşti într-o îmbrăţişare
mereu dureroasă, minunată mereu.

Să stăm de vorbă, să vorbim, să spunem cuvinte
lungi, sticloase, ca nişte dălţi ce despart
fluviul rece în delta fierbinte,
ziua de noapte, bazaltul de bazalt.

Du-mă, fericire, în sus, şi izbeşte-mi
tâmpla de stele, până când
lumea mea prelungă şi în nesfârşire
se face coloană sau altceva
mult mai înalt şi mult mai curând.

Ce bine că eşti, ce mirare că sunt!
Două cântece diferite, lovindu-se, amestecându-se,
două culori ce nu s-au văzut niciodată,
una foarte de jos, întoarsă spre pământ,
una foarte de sus, aproape ruptă
în înfrigurata, neasemuită luptă
a minunii că eşti, a-ntâmplării că sunt.

Καλά που υπάρχεις

Είναι μια τύχη της ύπαρξής μου
και τότε η ευτυχία μέσα μου
είναι πιο δυνατή από μένα, από τα κόκαλά μου,
που μου σιγοτρίζεις σε μια αγκαλιά
πάντα οδυνηρή, υπέροχη  πάντα.

Ας κουβεντιάσουμε, ας μιλήσουμε, ας πούμε λόγια
μακριά, γυαλιστερά, σαν σμίλες που χωρίζουν
το κρύο ποτάμι μέσα στο ζεστό δέλτα,
την ημέρα από νύχτα, τον βασάλτη από βασάλτη.

Πάρε με ψιλά, ευτυχία μου, και χτύπα 
τον κρόταφό μου με τ’ αστέρια, μέχρι που
ο μακρύς και ατελείωτος κόσμος μου 
γίνεται στήλη ή κάτι άλλο
πολύ πιο ψηλό και πολύ πριν την ώρα του.

Τι καλό να υπάρχεις, τι απορία να υπάρχω!
Δύο διαφορετικά τραγούδια σε πάλη, σε μίξη,
δύο χρώματα που δεν είχαμε ξαναδεί,
ένα πολύ απαλό, γυρισμένο προς γήινο,
ένα πολύ έντονο, σχεδόν σπαστό
στη συγκλονιστική, ασύγκριτη μάχη
του θαύματος ότι υπάρχεις, της τύχης πως υπάρχω.


Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Μαΐου 2022