Εκτύπωση του άρθρου

 

 

1.

Η πάγια και παγιωμένη μέθοδος για την αποτίμηση του ποιητικού λόγου είναι αυτή που, παραδοσιακά, θέλει το ποίημα να τίθεται υπό κρίση αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του στο εργαστήρι του ποιητή, κυρίως δε κατά τη φάση της έκδοσης και της κυκλοφορίας του. Η πρακτική, ωστόσο, αυτή μοιάζει να διαχωρίζει τελείως το δημιουργικό – συγγραφικό στάδιο από το αντίστοιχο κριτικό και να τοποθετεί το πρώτο στη σφαίρα της έμπνευσης και του οίστρου και το δεύτερο στη σφαίρα της εκλογίκευσης και των, λίγο πολύ, μετρήσιμων και υπολογίσιμων μεγεθών. Στην πραγματικότητα, όμως, η αποτίμηση, όχι με τη μορφή της έκφρασης αξιολογικών κρίσεων, αλλά της επιλογής ή, καλύτερα, των επιλογών, έχει προηγηθεί και έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της συγγραφής, ίσως μάλιστα - και γιατί όχι; - κατά τη διάρκεια της σύλληψης, αφού αυτή προϋποθέτει και απαιτεί την ανάπτυξη και την εφαρμογή μιας ισχυρής κριτικής ματιάς πάνω στον άνθρωπο και τη ζωή, πάνω στην ύπαρξη και τις συνιστώσες της, έτσι που η ποιητική έκφραση να καθίσταται πια κριτική έκφραση. Θα μπορούσε, μάλιστα, προεκτείνοντας αυτή την παρατήρηση, να δει εδώ μια παράδοξη αντιστροφή. Να θεωρήσει και να αντικρίσει, δηλαδή, την κριτική αποτίμηση ως μια δημιουργική διεργασία και διαδικασία που εμπνέεται από το ποιητικό έργο και το ποίημα ως απόληξη μιας μακράς και διεξοδικής διερεύνησης, μιας αναζήτησης που τελείται με φιλοσοφικούς, θεωρητικούς, κριτικούς καθαρά όρους.

2.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα ή, πιο σωστά, διλήμματα που προκύπτουν με αφορμή την ποιητική δημιουργία σχετίζεται με το αν και σε ποιο βαθμό ο ποιητής μπορεί να υπάρξει, να λειτουργήσει και να δημιουργήσει (και) ως κριτικός. Κι αυτό γιατί, τόσο η καταφατική όσο και η αρνητική απάντηση και στάση φαίνεται να συγκεντρώνουν πειστικά επιχειρήματα και ικανούς υποστηρικτές. Έτσι, λοιπόν, υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι δύο αυτές εκδοχές του λόγου, ποίησης και κριτικής, πρέπει να μείνουν διακριτές και μάλλον απομακρυσμένες μεταξύ τους, ακριβώς για να μπορέσουν να υπηρετηθούν, κατά μόνας, με αφοσίωση και επάρκεια, την ίδια στιγμή που άλλοι καταφάσκουν απέναντι στο μοίρασμα των δημιουργικών δυνάμεων και δυνατοτήτων του συγγραφέα, της εμπλοκής του και στην ποίηση και στην κριτική και, εν τέλει, στη συμπλοκή των δύο ειδών λόγου και στη μετατροπή τους σε ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων που και στην ποίηση μπορεί να προσφέρει πολλά, αλλά και στην κριτική. Απάντηση, όπως εύλογα και εύκολα μπορεί να υποτεθεί, δεν μπορεί να δοθεί. Εκείνο, όμως, που μπορεί με βεβαιότητα να ειπωθεί είναι πως η θεωρούμενη από πρώτη άποψη ως «απιστία» του ποιητή προς την τέχνη του, τις στιγμές που εκείνος αφιερώνεται και απορροφάται από την κριτική, είναι, στην πραγματικότητα η δεύτερη απόδειξη της αγάπης και της πίστης του προς αυτήν, της βαθιάς και πολύπλευρης σχέσης του μαζί της που άλλοτε εκκινεί και άλλοτε καταλήγει στον ποιητικό πυρήνα.

3.

Η ποίηση μπορεί άραγε να κρίνει τον ποιητή της; Άραγε μπορεί ένα ποίημα να λειτουργήσει κριτικά ή ακόμα και καθοδηγητικά των επόμενων βημάτων που θα βαδίσει ο ποιητής; Πρόκειται για μια ερώτηση που αποκλείει οποιοδήποτε άλλον τρίτο παράγοντα και αντιστρέφει ολοκληρωτικά τους όρους της δημιουργίας που θέλουν τον ποιητή να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πάνω στο ποίημα του, να αποφασίζει για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του. Αυτή τη φορά το βάρος πέφτει στο ποίημα που, έχοντας κόψει τον ομφάλιο λώρο με τον δημιουργό του, έρχεται για να σταθεί απέναντί του, να αναμετρηθεί μαζί του και, κυρίως, με τις προσδοκίες που αυτός έτρεφε κατά τη φάση της δημιουργίας, κυρίως, όμως, κατά τη φάση της πρόσληψής του. Συνήθως, λοιπόν, το ποίημα δείχνει τον δρόμο. Κι αυτός ο δρόμος έχει δύο διακλαδώσεις, είτε, δηλαδή, οδηγεί στην άρνηση, είτε στην κατάφαση. Στην πρώτη περίπτωση το ποίημα κρίνει και αποτιμά τον δημιουργό του ως μάλλον αποτυχόντα να αρθεί στο ύψος της περίστασης, να φτάσει το ύψος του πήχη που η ίδια η ποίηση, αφ’ εαυτής, θέτει και υπερασπίζεται. Και τότε αυτός μπορεί να απαντήσει ακόμα και με την απόσυρση, με την απόκρυψη των ποιημάτων του σε ένα χώρο απροσπέλαστο (πια) από το κοινό. Πρόκειται για τα λεγόμενα αποκηρυγμένα ποιήματα, τα έργα δηλαδή εκείνα που ο δημιουργός τους έκρινε πως δεν ανταποκρίνονται, ούτε καθρεφτίζουν τις εσωτερικές εκφραστικές του αναζητήσεις, γι’ αυτό και θα πρέπει να μείνουν εκτός του κυρίως σώματος της λογοτεχνικής του δημιουργίας. Στην αντίθετη περίπτωση, εκεί δηλαδή που το ποίημα θα μπορέσει υψωθεί και να κατανικήσει τον χώρο και τον χρόνο, μπορεί κανείς να μιλήσει ένα είδος μυητικής διαδικασίας που το κάνει να αποτελέσει μέρος του κανόνα, ένα από τα ποιήματα εκείνα στα οποία σταθμεύει κάθε αναγνώστης, κάθε δημιουργός, κάθε άνθρωπος. Κι εδώ όμως υπάρχει ο κίνδυνος, τόσο για το ποίημα, όσο – κυρίως για αυτόν – τον δημιουργό. Ο κίνδυνος της επανάληψης, της μανιέρας, της αναπαραγωγής, του δισταγμού να εξέλθει από το σίγουρο περιβάλλον της επιτυχίας για να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί στο νέο, το άγνωστο, το επίφοβο και επικίνδυνο πεδίο του πειραματισμού και της ανανέωσης.

4.

Η ποίηση δεν κρίνει. Δεν κρίνει ούτε την πραγματικότητα, ούτε τον άνθρωπο, ούτε τη συνθήκη του. Παρά την ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η ποίηση είχε, έχει και θα έχει έναν καίριο και καταλυτικό, καθαρά παρεμβατικό ρόλο και λόγο στη διαμόρφωση και τη σχηματοποίηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, στην πραγματικότητα η ποίηση ξεφεύγει κατά πολύ από το να αποτελεί, απλώς και μόνο, έναν μοχλό πίεσης, μια μορφοποιό δύναμη της μεταβολής, της μεταστροφής του ανθρώπινου βίου προς την κατεύθυνση της ομορφιάς, νοούμενης ως αισθητικής και ηθικής ταυτόχρονα ποιότητας. Γιατί εκείνο που, ουσιαστικά, τίθεται κάτω από την κριτική της ματιά είναι αυτό που παραδοσιακά όλοι θεωρούν και πιστεύουν σαν κριτή της. Είναι ο χρόνος. Ο χρόνος, λοιπόν, που διαχρονικά θεωρείται η παράμετρος εκείνη πάνω στη βάση της οποίας επιβιώνουν τα ποιήματα, μπορεί κάλλιστα να μεταφερθεί από το επίπεδο του κριτή στο επίπεδο του κρινόμενου για να επιβεβαιωθεί έτσι η σχετικότητα της φύσης του, για να επικυρωθεί η ύπαρξή του μονάχα ως χρόνου δημιουργικού, ως χρόνου κατά τον οποίο παράγεται και προάγεται η γραφή, ως αφή του ωραίου και καλού.

Ευσταθία Δήμου

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Απριλίου 2022