Εκτύπωση του άρθρου

       

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

                            

 

ΤΕΤΡΑΠΤΥΧΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ  ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

 

Στα παρακάτω σχόλια θα ήθελα να συγκεντρώσω ορισμένες σκέψεις και ευρήματα που έκανα τα τελευταία χρόνια πάνω στο έργο του Ελύτη. Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες, αν απουσιάζει η οργανική σχέση μεταξύ τους. Ελπίζω πως έχει το νόημά του να τα παρουσιάσω συναθροισμένα και πως κάτι έχουν να πουν στους φίλους του Ελύτη.

Α) Η ΜΕΔΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ

Τον Ελύτη δεν είναι εύκολο να τον προσπελάσεις. Οι περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο έργο του διακρίνονται –όσο κι αν δεν λείπουν οι εύστοχες παρατηρήσεις- από μικρότερη ή μεγαλύτερη ανεπάρκεια. Ως ένα βαθμό αυτό είναι εύλογο, γιατί ο Ελύτης δεν μεταφράζεται στην γλώσσα της ανάλυσης- μόνο σε Ελύτη μεταφράζεται.  Πιστεύω όμως πως θα άξιζε τον κόπο να επιχειρήσουμε μια τέτοια «μετάφραση», που ακόμα κι αν φαινόταν, σε σχέση με τη διάφανη πολυπλοκότητα του πρωτοτύπου, μια υπεραπλούστευση,  ίσως να φώτιζε τη μέθοδό του. Θα σταθώ σε ένα πρώιμο ποίημά του, από τα αρτιότερά του αλλά όχι κι απ’ τα γνωστότερά του, όπου, κατά τη γνώμη μου, παγιώνεται, σε μεγάλο βαθμό, η ιδιότυπη ποιητική του μέθοδος. Μιλώ για τη «Μορφή της Βοιωτίας». Περιέργως, είναι ένα ποίημα, όπου το θαλασσινό τοπίο παραχωρεί τη θέση του σε ένα ηπειρωτικό. Ωστόσο κι εδώ, όπως και στα ποιήματα του Αιγαίου, η  λειτουργία του τοπίου είναι η ίδια. Με λίγες υπαινικτικές γραμμές ο Ελύτης ανασταίνει στη φαντασία, με εξαιρετική διαύγεια, το βοιωτικό τοπίο: μια έρημη βραχώδη γη με λιγοστούς θάμνους, που τη διαπερνά ένας φωτεινός άνεμος, την ώρα που «πάνω απ’ τη μετώπη του ουρανού» «ανοίγουμε μεγάλα σύννεφα» σαν «χρυσά εξαφτέρυγα». Μέσα σ’ αυτό το τοπίο  το γεμάτο ρείκια κι αλιφασκιές πορεύεται «ντυμένη από τη μουσική των χόρτων», μια μορφή στυφή αλλά κι «εξευγενισμένη από τον άνεμο θύελλας καλοκαιρινής»: η μορφή της Βοιωτίας.  Στην αρχή είναι δύσκολο να ταυτίσεις αυτή τη μορφή με κάποια πραγματική ή φανταστική, η οποία θα λειτουργούσε ως έναυσμα της έμπνευσης (είναι μια γυναίκα που συντροφεύει τον ποιητή μας στο βοιωτικό του προσκύνημα ή κάποια που την κουβαλά στη μνήμη του;).  Στη συνέχεια όμως καταλαβαίνεις πως αυτή η «ταυτοποίηση» δεν έχει μεγάλη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να προσέξουμε την αλληλοδιείσδυση μορφής και τοπίου: η μορφή αποτελεί προέκταση του τόπου και ο τόπος εμποτίζεται από τη μορφή. Οι αρχαίοι μιλούσαν για το genius loci, δηλαδή το πνεύμα, το δαιμόνιο του τόπου. Η μορφή εδώ λειτουργεί ως genius loci, με τη διαφορά πως ο Ελύτης προχωρεί ένα βήμα πιο πέρα, στην ταύτιση και την διαλεκτική αλχημεία ανάμεσα στο genius και το locus.

Θα επανέλθουμε σ’ αυτό, αλλά εν τω μεταξύ ας δούμε την  μελαγχολική απορία των ενδιάμεσων στίχων: «Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ’ τ’ ανάχτορα / Το έλεος που άναβε σαν ιερός καπνός / Πού είναι οι πύλες με τ’ αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν / Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών / Όταν ο ήλιος έμπαινε σα θρίαμβος / Όταν η μοίρα σπάραζε τη λόγχη της καρδιάς / Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα / Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές / οι ελληνικές γραμμές μες’ στο νερό της χλόης».

Δεν θα δυσκολευόταν κανείς να ανιχνεύσει εδώ υπαινιγμούς που αναφέρονται στον κύκλο των Λαβδακιδών, στη Σφίγγα («τ’ αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν»), στην εμφύλια σύγκρουση Ετεοκλή και Πολυνείκη ( «η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών» ή «τα εμφύλια κελαηδίσματα»), στο χορό της αρχαίας τραγωδίας ( «η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ’ τ’ ανάχτορα») ή στον αριστοτελικό έλεον («το έλεος που άναβε σαν ιερός καπνός»). Ωστόσο το νόημα των στίχων αυτών δεν μπορεί να περικλειστεί σε μια λειτουργία απλών μυθολογικών ή γραμματολογικών αναφορών. Το νόημά τους εμπερικλείει μεν τέτοιες αναφορές, αλλά ταυτόχρονα τις υπερβαίνει. Οι στίχοι αυτοί λεν ή μάλλον υπαινίσσονται πολύ περισσότερα. Ο Ελύτης θέλει να υποβάλλει την αίσθηση ενός μακρινού μυθικού παρελθόντος, που κουβαλά μέσα του απειράριθμες δυνατότητες μύθων.

Το ερώτημα, βέβαια, «τι γίνηκαν όλα αυτά» είναι ρητορικό. Δεν υπάρχουν πια. Τι παραμένει όμως; Μα η γη της Βοιωτίας και το ποιητικό πνεύμα, το genius και το locus, που η σύζευξή τους κυοφορεί  τους μύθους. Καταλαβαίνουμε τι εννοούσε ο Ελύτης όταν έλεγε πως δεν τον ενδιέφερε η ανάπλαση  των αρχαίων μύθων αλλά ο «μηχανισμός της μυθογένεσης». Ήθελε να εξερευνήσει τη δύναμη που γεννά τους μύθους, σε αντίθεση με τον Σεφέρη της «Ελένης» λ. χ. ή τον Ρίτσο της Τέταρτης Διάστασης. Είναι ίσως ο μόνος ποιητής μας που επιδίωξε και επέτυχε κάτι τέτοιο κι ένας απ’ τους λίγους του εικοστού αιώνας σε παγκόσμιο επίπεδο. Έβαλε μεγάλα στοιχήματα με τον εαυτό του και, χάρις στην ιδιοφυία του, τα κέρδισε. Δεν υπήρξε δάσκαλος, όπως λ. χ. ο Παλαμάς, αλλά όσοι γράφουν, αν τον μελετήσουν, έχουν να μάθουν πολλά απ’ αυτΆ.

Β) Η ΚΛΕΙΔΟΥΧΟΣ ΜΟΙΡΑ.

 Πόσο καλά αρχαία ελληνικά ήξεραν οι μεγάλοι μας ποιητές; Οι περισσότεροί τους ξεκίνησαν με  γυμνασιακές γνώσεις –που δεν ήταν ευκαταφρόνητες- και συνέχισαν αυτοδιδασκόμενοι.  Κανείς τους, πάντως, δεν απέκτησε την ελληνομάθεια ενός αναγεννησιακού λογίου -ενός Μίλτωνος λ.χ., που ήξερε από στήθους όλη την Ιλιάδα και μπορούσε να γράψει εξαμέτρους στα ελληνικά.  Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να συνομιλήσουν με τους αρχαίους και να εμπνευστούν απ’ αυτούς. Κι όταν συνδιαλέχθηκαν δημιουργικά, έκαναν θαύματα.

Στους μεγάλους μας  ποιητές  (κυρίως στο κομμάτι της αρχαιομάθειας, γιατί τη σύγχρονή τους λογοτεχνία την έπαιζαν στα δάχτυλα) συνυπάρχει ο λόγιος κι ο naïf (έστω ο αυτοδίδακτος). Οφείλουμε το έργο τους και στους δύο. Ο ναΐφ. αναδημιουργεί ό, τι διαφεύγει στον λόγιο. Τι ευτύχημα για τα γράμματά μας  που οι ποιητές μας  γλίτωσαν απ’  τα κολέγια της Οξφόρδης και τα σεμινάρια του Βιλαμόβιτς!  Το πολύ-πολύ, σε αντίθετη περίπτωση, να είχαμε μερικούς ακόμα Κακριδήδες. (Θα πρέπει να ευγνωμονούμε τη μοίρα όχι μόνο για τα χαρίσματα των ποιητών  αλλά και για τις αδυναμίες τους. Θέλω να πω αυτές που τους απέτρεψαν να σταδιοδρομήσουν στον πρακτικό βίο: στη διοίκηση, την πολιτική ή το Πανεπιστήμιο, όπως κάποιοι δεύτερης και τρίτης κατηγορίας ομότεχνοί τους). Εγώ θα επικεντρωθώ σε περιπτώσεις: στον Κάλβο και τον Ελύτη.

Δεν χρειάζεται μεγάλη εξοικείωση με το έργο του Οδυσσέα Ελύτη για να διαπιστώσει κανείς πόσο αυτό το έργο έχει ποτιστεί από τα ζείδωρα νάματα της αρχαιότητας. Ο Ελύτης συναναστρέφεται, με τη  Σαπφώ, τους αρχαϊκούς λυρικούς, τους  προσωκρατικούς –ιδίως τον Εμπεδοκλή και τον Ηράκλειτο-, τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο. Φιλοτεχνεί μεταφράσεις της Σαπφούς και του Κριναγόρα, που κι οι δυο τους κατάγονται από τη Λέσβο.

Για τη σχέση Ελύτη και Σαπφούς, έχουν γραφτεί αρκετά. Αναφέρω μόνο εκείνη την «παλαιά και νέα ωδή», όπως τη χαρακτηρίζει, στη Σελήνη της Μυτιλήνης: «Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δεν γελιέμαι  / πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά / σ’ έφερε μες τον κήπο του παλιού σπιτιού μας /  κρούοντας βότσαλα μες το νερό ν’ ακούσω / πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς /  επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου».

Για την επίδραση και τη γοητεία που άσκησε στον Ελύτη ο  Πίνδαρος, λιγότερα. Κι όμως! Διόλου  σπάνια αναθρώσκει ο Θηβαίος χορικός  στο έργο του νεότερου. Όπως λόγου χάρη, στον τίτλο «Αιώνος Είδωλον» από τα Ετεροθαλή, που είναι παρμένος από εκείνον. Ή στο σπάραγμα «ισοδένδρου τέκμαρ αιώνος λαχοῖσα» που παρενείρεται στο Εκ του Πλησίον. Και αλλού.  Στον Πίνδαρο ο Ελύτης συνάντησε εκείνη την τέχνη της συμπύκνωσης, που λέει πολλά με λίγα, και που είναι, βέβαια, και της δικής του ποίησης χαρακτηριστικό γνώρισμα.

 Ας μου επιτραπεί μια παρένθεση. Γράφει στην Ποιητική του Τέχνη ο Οράτιος πως ακόμη κι αν χαλούσαμε το μέτρο, ακόμη κι αν αλλάζαμε τη σειρά των λέξεων σε ένα ποίημα, και πάλι θα συναντούσαμε τα «διασκορπισμένα μέλη» του ποιητή. Στην αρχαία ποίηση ετούτο το έκανε ο χρόνος.  Εξάρθρωσε την προσωδία, άλλαξε την προφορά των λέξεων, γύμνωσε τον λόγο από τον ρυθμικό του μανδύα.  Αυτό δυσκολεύει πολύ εμάς τους νεοέλληνες να νιώσουμε ετούτη την ποίηση. Αν θέλουμε να την κατανοήσουμε βαθύτερα, θα πρέπει να μάθουμε τα αρχαία σαν ξένοι. Με την  προσωδιακή προφορά, όπως την αποκατέστησαν, σε κάποιο βαθμό, ο Έρασμος και τα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας. Ωστόσο και έτσι –ιδίως στους αρχαίους λυρικούς – αγγίζουμε τα διασκορπισμένα της μέλη. Οι διαλεκτικοί τύποι και τα πιο χαλαρά μέτρα βοηθούν σ’ αυτό.

Ο Ελύτης ψηλάφισε  αυτά τα εξαρθρωμένα κομμάτια, όπως ψηλαφά κάποιος ένα συντριμμένο γλυπτό. Άγγιξε τα διασκορπισμένα μέλη των νεκρών ποιητών και τα συνέραψε, όπως η Ίσιδα τα μέλη του Όσιρι, σ’ ένα καινούργιο σώμα.  Θυμίζω πως κάπως έτσι δούλεψε τις μεταφράσεις του της Σαπφούς: παίρνοντας αποσπάσματα,  ακόμα και γραμμένα σε διαφορετικά μέτρα,  και συνθέτοντάς τα σε νέα ποιήματα..

Από τους φιλοσόφους ο Ελύτης αγάπησε πιο πολύ τους προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο. Στο Παρίσι, όπως γράφει στα Ανοιχτά Χαρτιά, λίγα βήματα πιο πέρα από το δωματιάκι, όπου πέρασε τρομερές νύχτες αϋπνίας ο Αρθούρος Ρεμπώ, διάβαζε Πλάτωνα. Και στο Φωτόδεντρο, σαν άλλος δήλιος δύτης, «βουτώντας άνοιγε τα μάτια κάτω απ’ το νερό να φέρει σ’ επαφή το δέρμα του μ’ εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε (από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα).»

Όλα αυτά, βέβαια, είναι γνωστά ή εύκολα ανιχνεύσιμα. Ωστόσο η έκταση και το βάθος της τριβής του Ελύτη με την αρχαιότητα δεν έχουν εξιχνιαστεί πλήρως. Ποιος ξέρει λ. χ. ότι «οι φράσεις οι τυχαίες του δρόμους:  φέρεις τι;- Χρυσίον.-Ευθύμει.» απ’  «Djenda» της Μαρίας Νεφέλης προέρχονται από ένα αδέσποτο επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας;

Τις προάλλες διάβαζα την έξοχη  πραγματεία του Πλουτάρχου για το σωκρατικό δαιμόνιον.  Εκεί εξιστορείται και μια εκστατική εμπειρία –ένα «αστρικό ταξίδι»- στο ιερό του Τροφωνίου.  Μεταξύ άλλων, στον μυούμενο αποκαλύπτονται οι τέσσερις αρχές των πάντων, η αρχή της ζωής, της κίνησης, της γέννησης και της φθοράς.  Σε καθεμιά από τις συνδέσεις, που ενώνουν αυτές τις αρχές, κάθεται κλειδούχος (προστάτις) μια μοίρα, θυγατέρα της Ανάγκης: «των δε συνδέσμων εκάστου Μοίρα κλειδούχος Ανάγκης θυγάτηρ κάθηται».

Σχεδόν σαν αστραπή διαπέρασαν τον νου μου οι αριστουργηματικοί εισαγωγικοί στίχοι απ’ το Μονόγραμμα:

    «Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
     Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
     Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός».

Είναι απίστευτο πόση μελέτη κρύβεται πίσω απ’ το έργο του Ελύτη. Κάτι έχει πει επ’ αυτού η Τζίνα Πολίτη, που τον γνώρισε. Υπογραμμίζω πως εδώ και ο Καιρός, με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα, παραπέμπει στην αρχαιοελληνική αντίληψη, που προσωποποίησε και θεοποίησε τον Καιρό. «Καιρός έρως», έλεγε ο Μένανδρος προσπαθώντας, με ένα λογοπαίγνιο, να συλλάβει  τη βαθύτερη φύση του Έρωτα, σε ένα  απόφθεγμά του, που το παραθέτει κι αυτό ο Πλούταρχος. 

Ο Ελύτης έσκαψε πολύ στο χρυσωρυχείο της αρχαίας σοφίας. Δεν αναδιφά ο καθένας τα Ηθικά, αυτό το θησαυροφυλάκιο του αρχαίου πνεύματος, και τις Εννεάδες. Πολλά απ’ τα πολύτιμα πετράδια που κοσμούν το έργο του, κατεργασμένα όμως με τον δικό του τρόπο, είναι αντλημένα από εκεί.
 

Γ) ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΡΙΤΣΟΣ.

Προχωρώ με μιαν ομολογία πίστης, που όμως δεν εκπηγάζει από άκριτο θαυμασμό, μα από τη χρόνια τριβή μου με τα κείμενα και τα πρόσωπα (τα δεύτερα όπως αποτυπώνονται στα πρώτα): Ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος είναι οι δυο σπουδαιότεροι σύγχρονοι ποιητές μας. Θέλω να πω οι δυο σπουδαιότεροι ποιητές μας, απ’ αυτούς που γεννήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα. Τον Σεφέρη, μ’ όλες τις ενστάσεις μας, οφείλουμε να τον τιμούμε: ήταν αυτός, που με τον στιβαρότερο τρόπο, ανταποκρίθηκε στα αισθητικά κελεύσματα του καιρού του. Εισήγαγε τη λογοτεχνία μας, πρώτος αυτός και με τον εγκυρότερο τρόπο, στην ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Με τον Σεφέρη, πιο επίσημα απ’ ο, τι με τον Καβάφη, η Ελλάδα λογοτεχνικά παύει να είναι «επαρχία των Παρισίων». Χαμογελούσα ευφρόσυνα –θυμάμαι- σαν έβλεπα να μνημονεύει κριτικές του απόψεις μια Yourcenar. Ωστόσο ας μην κρυβόμαστε: ο Σεφέρης δεν διαθέτει το πηγαίο ταλέντο του Ελύτη και του Ρίτσου.

Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο ποιητές πιο διαφορετικούς απ’ τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Είναι ευλογία για τα γράμματα μας αυτά τα ετερόκλητα δίδυμα: Σολωμός – Κάλβος, Σικελιανός- Καβάφης και τέλος, Ελύτης- Ρίτσο. Ποιητής- ποταμός ο Ρίτσος, ποιητής της έντασης ο Ελύτης. Μουσικός ο Ρίτσος, εικαστικός κι ενορατικός ο Ελύτης. Συνεπαρμένος από ένα ιδεώδες ύψους – με την έννοια που έδωσε σ’ αυτόν τον όρο ο Λογγίνος, ο Ελύτης («τα βουνά τα χιονόδοξα»), στραμμένος μόνιμα στα βάθη ο Ρίτσος. Ιδιοφυής ο Ελύτης, χαρισματικός «είπερ τις άλλος» ο Ρίτσος. Ποιητής του θέρους ο Ελύτης, του φθινοπώρου ο Ρίτσος. Στοιχειωμένος απ’ τον νόστο και τη μνήμη ο Ρίτσος, ριζωμένος σε ένα παρόν που εμπεριέχει «κάθε παρελθόν και κάθε μέλλον» ο Ελύτης. Πολιτικός και δοσμένος στους κοινωνικούς αγώνες ο Ρίτσος, ιδιότυπος αναχωρητής, στην προσωπική του Θηβαΐδα, ο Ελύτης. Πολεμιστής του αλβανικού μετώπου ο Ελύτης, όπου κινδύνεψε να πεθάνει, αγωνιστής της εξορίας ο Ρίτσος.

Συχνά σκέφτομαι πόσο καθορίζει τον άνθρωπο και το έργο του η βαθύτερη συγκρότηση του οργανισμού του, η βιολογική του αλήθεια. Πόσα λ. χ. οφείλει το έργο του Ελύτη στα σκιρτήματα ενός υγιεινού σώματος αλλά και στη νευροπάθεια και πόσα χρωστά εκείνη η εξαΰλωση, που διακρίνεις στα κείμενά του Ρίτσου, στα σανατόρια και τη φυματίωση. Θα ήθελα να σταθώ λίγο στη μέθοδό τους, για να καταδείξω τη διαφορά της τέχνης τους. Στη Σονάτα του Σεληνόφωτος η γυναίκα με τα μαύρα εξομολογείται πως στις καταβυθίσεις της στους βυθούς ανακαλύπτει «εκεί, στο βάθος του πνιγμού, / κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, / απρόοπτες συναντήσεις, και χθεσινά και σημερινά και μελλούμενα». Είναι φανερό πως ο Ρίτσος ανανεώνει εδώ την αλχημεία των παλαιών συμβολιστών: τα κοράλλια, τα μαργαριτάρια κι οι θησαυροί των ναυαγισμένων πλοίων συμβολίζουν τον εσωτερικό πλούτο, τα μυστηριώδη βάθη της ψυχής.  Παρόμοια, λ. χ., ο Καβάφης, όταν γράφει, στην «Ιθάκη» του «σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους», εννοεί τα πολύτιμα βιώματα, τα τιμαλφή της ζωής. Σ’ αυτή τη μέθοδο το σύμβολο καταβροχθίζει το υλικό του αποτύπωμα. Η ιδέα απομυζά το απτό αντικείμενο πάνω στο οποίο προσκολλάται: τα κοράλλια, τα μαργαριτάρια, τα σεντέφια ή τον έβενο.

Στη “Μαρίνα των Βράχων”  υπάρχει μια παρόμοια εικόνα βυθού. Εκεί η ηρωίδα παρουσιάζεται ν’ ανεβαίνει «ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών / όπου σελάγιζε ο δικός [της] αστερίας.»  Εδώ ο βυθός κι ο αστερίας εκφράζουν μεν τον εσωτερικό κόσμο της κοπέλας, αλλά ταυτόχρονα είναι υπαρκτοί: είναι ο αληθινός βυθός της θάλασσας κι ένας αληθινός αστερίας. Στον Ελύτη το πράγμα κι η ιδέα συνυπάρχουν: η ιδέα γίνεται πράγμα και τούμπαλιν. Επιτυγχάνεται  η ταύτιση του μέσα και του έξω, της υλικής και της ιδεατής πραγματικότητας. Ο Ελύτης προχωρά ένα βήμα πιο πέρα από τους  συμβολιστές: αποκαθιστά τα πράγματα, δίχως όμως να τους αφαιρεί το ψυχικό τους βάθος.   Ο Ελύτης ανήκει σ’ εκείνη τη δράκα των λιγοστών καλλιτεχνών που ευθυγράμμισαν την νεοελληνική τέχνη με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.. Μιλώ για καλλιτέχνες σαν τον Μόραλη και τον Γκίκα, τον Σκαλκώτα και τον Πικιώνη. Ιδίως οι Έξι και μια τύψεις συγκαταλέγονται στα πιο προωθημένα εκφραστικά ποιήματα του εικοστού αιώνα. Τα καλύτερα όμως ποιήματα του Ρίτσου, χάρη στη βαθιά ανθρωπιά τους, μας συγκινούν πιο άμεσα.

Δ) Ο ΠΙΟ ΣΥΧΡΟΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΣ.

Η έννοια του σύγχρονου ποιητή μπορεί να υπονοεί δύο πράγματα: 

Α) έναν ποιητή που χρησιμοποιεί  τη σύγχρονη τεχνοτροπία.
Β) έναν  ποιητή που στο έργο αντικατοπρίζει τη σύγχρονη εμπειρία.

Έχουμε ήδη σημειώσει πώς οι  Έξι και μια Τύψεις ανήκουν στα πιο προωθημένα εκφραστικά ποιήματα του 20 αιώνα. Ο Ελύτης όμως είναι ο πιο σύχρονος ποιητής μας και με τη δεύτερη  έννοια. Το αντικαθρέφτισμα της σύγχρονης εμπειρίας σε ένα ποιητικό έργο δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Εδώ τα πρωτεία τα κατέχει η πρόζα. Πολύ λίγοι ποιητές κατόρθωσαν με το έργο τους να αντικαθρεφτίσουν τη σύγχρονη κατάσταση, δηλαδή κυρίως το βίωμα του άστεως, της μεγαλόπολης: ο Μπωντλαίρ, ο Βεράρεν και σε εμάς ο Καβάφης. Στο πλουσιότατο, και κάπως παραγνωρισμένο, σε σχέση με τα κατοπινά Ημερολόγια Καταστρώματος, Τετράδιο Γυμνασμάτων ο Σεφέρης αποτυπώνει τη κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του μεσοπολέμου:

Κάθε γωνιά κι ένα κατάστημα γραμμοφώνων
κάθε κατάστημα κι εκατό γραμμόφωνα
κάθε γραμμόφωνο κι εκατό δίσκοι
και σε κάθε δίσκο
ένας ζωντανός παίζει μ’ έναν πεθαμένο.
Πάρε τη χαλύβδινη βελόνα και ξεχώρισέ τους
αν μπορείς.

Χάθηκα μέσα στην πολιτεία
κανείς δε θα μετακινήσει το νοσοκομείο
γεμάτο ανάπηρα παιδιά που γνέφουν
σ’ εμένα ή σ’ άλλους που μ’ ακολουθάνε.
Οσμές φαρμάκων μέσα στον αγέρα
βαραίνουν ερωτεύουνται και σμίγουν
αχνούς από αυτοκίνητα που φεύγουν
στην εξοχή μ’ ολόξανθα ζευγάρια
προραφαηλιτικά λιγάκι εξατμισμένα.

Την άνοιξη του 23 στο λουτρό της
πέθανε η Λίβια Ρίμινι, τ’ αστέρι·
τη βρήκανε μέσα στ’ αρώματα νεκρή
και το νερό δεν είχε ακόμη κρυώσει.
Ωστόσο χτες στον κινηματογράφο
με κοίταζε με τ’ άχρηστά της μάτια.

 Δείτε πως εδώ ο Σεφέρης,  σε λίγες γραμμές,  μας δίνει την μυθική εκείνη διάσταση των μεγάλων stars του βωβού κινηματογράφου, που θα την αποτυπώσει  τόσο ωραία, λίγες δεκαετίες αργότερα, ο Billy Wilder στη Λεωφόρο της Δύσεως.  Όμως στον Ελύτη και τη Μαρία Νεφέλη του επιφυλάχθηκε το προνόμιο να  μετουσιώσει ποιητικά την εικόνα του μεταπολεμικού άστεως στη χρυσή εποχή του: τη δεκαετία του 70, με τα μπαρ, τα καταστήματα νεωτερισμών, τα αεροδρόμια, τις πολυκατοικίες:

ELECTRA BAR

Δυο-τρία σκαλοπάτια κάτω απ' την επιφάνεια
της γης - κι ευθύς λυμένα τα προβλήματα όλα!
Κρατάς τον κόσμο τον μικρό σ' ένα μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρi
μέσ' από τα παγάκια βλέπεις τα νύχια σου χρωματιστά
πρόσωπα που αόριστα χαμογελάνε
βλέπεις την Τύχη σου (αλλ' αυτή πάντοτε με στραμμένη ράχη)
Μέγαιρα που σ' αδίκησε και που δεν εκδικήθηκες ποτέ...

Α τι καλά που 'κανε η Έρικα
ιπταμένη συνοδός της Ολυμπιακής
περνάει ψηλά πάνω από τις πρωτεύουσες
εγώ πρέπει να τις περνώ από κάτω

κάτω απ' τα κήτη - κάτω από τα χοντρά χορτάτα σώματα
εάν ποτέ μου αξιωθώ (και πάλι ζήτημα είναι)
τη φλέβα εκείνη όπου κυλάει ακόμη το αίμα του Αγαμέμνονα
χωρίς άλλη βοήθεια κανέναν άγνωστο αδελφό -

Δώστε μου ένα gin-fizz ακόμη.

© Poeticanet  


Ημ/νία δημοσίευσης: 21 Οκτωβρίου 2019