Εκτύπωση του άρθρου

THOMAS MITCHELL

 

Μετάφραση Θεοδώρα Πορτοβάρα
Επιμέλεια Λιάνα Σακελλίου

 

 

 

Ο Thomas Mitchell μεγάλωσε στην Νέα Υόρκη και στην Καλιφόρνια, αλλά τα τελευταία 40 χρόνια ζει μόνιμα στο Όρεγκον. Σπούδασε και έλαβε το πτυχίο του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, με έδρα το Σακραμέντο Καλιφόρνιας (California State University), με δάσκαλο τον ποιητή Dennis Schmitz. Στη συνέχεια, έλαβε το μεταπτυχιακό του στις καλές τέχνες και στη δημιουργική γραφή στο πανεπιστήμιο της Μοντάνα, υπό την επίβλεψη των Richard Hugo, Madeline De Frees και William Kittredge. Έχει συγγράψει 3 ποιητικές συλλογές με τίτλους: «Ο τρόπος που τελειώνει το καλοκαίρι» –η οποία εκδόθηκε το 2016– (πρωτότυπος τίτλος: «The way summer ends»), «Τάρανδος»  - (πρωτότυπος τίτλος: «Caribou») που εκδόθηκε το 2018 και το «Όταν θα φτάσουμε» (πρωτότυπος τίτλος: «When we arrive») που είναι υπό έκδοση και αναμένεται να κυκλοφορήσει το προσεχές καλοκαίρι. Το 2020 κέρδισε το βραβείο «Cloudbank Poetry Award».  Επίσης, πρόσφατα, είχε επιλεγεί ως ο προτεινόμενος Αμερικάνος ποιητής στο High Window (Ηνωμένο Βασίλειο). Πολλά ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και ανθολογίες μεταξύ των οποίων τα «The New England Review, New Letters, Mirimar Magazine, and Valparaiso Poetry Review». Δίδαξε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Νότιο Όρεγκον για 31 χρόνια. Ζει με τη σύζυγο του Λίντα στο Όρεγκον. Η ποίηση του Τόμας μας ταξιδεύει στον λυρισμό και στα έντονα καλολογικά στοιχεία. Αναφέρεται σε καθημερινούς ανθρώπους, σε μέρη και καταστάσεις όπου ο αναγνώστης ανακαλύπτει τη μοναδικότητα της ζωής, και το μυστήριό της.

 

Βλέποντας μακροπρόθεσμα 

Τώρα, την ώρα που εσύ κοιμάσαι, εγώ είμαι ξύπνιος,
στην πίσω βεράντα και χαζεύω την απαλή λάμψη του φεγγαριού,
τα πεύκα που αντανακλούν τις σκιές τους στους καταρράκτες. 
Αυτό που απλά θέλω είναι να περιπλανηθώ στις κορυφές της νύχτας, 
δίχως να γνωρίζω ή να θυμάμαι το όνομα μου, ούτε ευχόμενος
να φαίνομαι ή όχι, ζωντανός μόνο για την κίνηση 
μιας περιπλανώμενης κουκουβάγιας που πετάει πάνω από το λιβάδι,
και για το δριμύ άρωμα των φύλλων που σιγοκαίονται. Μου έχεις πει
ότι δεν θα έπρεπε να μένω ξύπνιος τόσο αργά ξαπλωμένος
στην ψάθινη καρέκλα μου, ανάβοντας ακόμη ένα τσιγάρο,
χαϊδεύοντας τα σκυλιά. Η Πένυ τεντώνεται 
στις κέδρινες σανίδες. Ο Σαμ στρέφει το βλέμμα του μπροστά 
και επάνω στην λάμψη του παραθύρου της κουζίνας, και έπειτα 
ανακουφίζεται. Πόσες φορές τα έχω μελετήσει, 
με την ευχή να μπορούσα να ξεχάσω τον εαυτό μου και να κατανοήσω
την ομορφιά της ύπαρξης, να πάρω τη μέρα χαλαρά, 
να δω μακροπρόθεσμα; Εκεί που δεν το περίμενα καθόλου,
ένα τσακάλι ουρλιάζει στο καθαρό φως των λόφων,
ένα ξαφνικό αεράκι φυσάει από τον Νότο, 
ακουμπώντας την λεπτή γραμμή των δέντρων 
που ακολουθεί το ποτάμι.
 

TAKING THE LONG VIEW

Now, while you are asleep, I’m awake
on the back deck watching the moon’s pale luster,
the pines casting their shadows on the Cascades.
I simply want to drift to the edges of night,
not knowing or remembering my name, not wishing
to be seen or unseen, alive only to the movement
of an itinerant owl gliding across the field,
the acrid scent of smoldering leaves. I’ve been told
that I shouldn’t stay up so late leaning back
in my rattan chair, lighting another cigarette,
petting the dogs. Penny stretches along
the cedar planks. Sam turns his face upward
toward the kitchen window’s glow, then eases back
into himself. How many times have I studied them
wishing I could forget myself and understand
the beauty of their existence, take the day in stride,
take the long view? When I least expect it,
a coyote howls in pure delight over the hills,
a sudden gasp of wind pulls from the South,
brushing across the slender line of trees
that follow the river.
 

Θερισμός 

Ο νυχτερινός ουρανός ανοίγει το λαμπερό του εικονογραφημένο βιβλίο: ένας τοξότης, 
μια αρκούδα, ένα φτερωτό άλογο. Και χίλια μίλια ανατολικά, στο Βόρειο Πλατ, 
ξέρω ότι τα βλέπεις και εσύ. Το σπίτι είναι άδειο, μόνο ο καφές έχει μείνει
από το χθεσινό πρωινό στο τραπέζι της κουζίνας. 
Βοηθάει να θυμόμαστε ότι μένουμε σ’ ένα κατάφυτο κήπο, 
δεν υπάρχει λόγος να ενεργούμε σαν τρωγλοδύτες, καβγαδίζοντας πάνω απ’ τα ηλιοτρόπια, 
όταν η αυλή είναι γεμάτη από μούρα, ο άνεμος φυσά απαλά το κεχρί 
προς το άγνωστο, καθώς η καλοκαιρινή κολοκύθα ήδη περιμένει
στον νιπτήρα, αστραφτερή χρυσή και πράσινη, περισσότερο απ’ ότι θα χρειαζόμαστε ποτέ.
 

HARVEST

The night sky opens its starry picture book: an archer,
a bear, a winged horse. And a thousand miles east, in North Platte,
I know you see them too. The house is empty, only the coffee rings
from yesterday’s breakfast, lingering on the kitchen table.
It helps to remember we live in a lush garden,
no reason to act like wrens, arguing over sunflower seeds,
when the yard is full of thimbleberries, the wind gently blowing millet
to who knows where, while the summer squash, already waiting by the
sink, glows golden and green, more than we will ever need.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Ιανουαρίου 2022