Εκτύπωση του άρθρου

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΤΣΟΥ

 

 

Τραίνο

(από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του 2020)

 

1

Είναι γύρω στα είκοσι πέντε
την εποχή που δεν υπάρχει
χρόνος ακόμη δεν τρομάζει
οι αριθμοί είναι άδειες σπηλιές
χωρίς πουλιά που ξεπετιούνται
έξαφνα
οι αριθμοί δεν σημαίνουν
είναι λοιπόν γύρω στα είκοσι πέντε
και χαμογελάει μ’ ένα κρυφό νήμα
κάτι κρύβει κάτι θέλει να κρύψει
τον έρωτα που έκλεινε στα στήθια της
τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής της
ακουμπάει με κομψότητα
πάνω σ’ ένα γραφείο
μια λεπτή άσπρη ζώνη
τονίζει τη μέση της
φούστα σκούρα μπλούζα ανοιχτόχρωμη
είναι χαριτωμένη
πίσω της ένα παράθυρο
φυσικά δεν έχει ιδέα για το τι
της επιφυλάσσει η μοίρα
απολαμβάνει
το αριστοκρατικό κτίριο
την καλή μεταχείριση
έναν καλό μισθό
είναι νωρίς για τα τύμπανα
του πολέμου
είναι νωρίς
για να δει πίσω από τα φαινόμενα
για να κλάψει
στην αγκαλιά
της μάννας της
είναι νωρίς
για να μετανοήσει που έκανε
τρίτο παιδί
να μετανιώσει που γεννήθηκε
που επέζησε
της Μικρασιατικής καταστροφής
δεν έχει μπει ακόμη
στο τρομερό της μέλλον
δεν έχει σφραγιστεί ανεξίτηλα
δεν έχουν κλείσει
όλες οι έξοδοι
ίσως να είναι ακόμη ελεύθερη
να διαλέξει
ίσως μπορεί ακόμη
ν’ αλλάξει τη μοίρα της
αλλά δεν το ξέρει
ίσως μπορεί να πετάξει
αλλά δεν το ξέρει
μένει εκεί
περιμένοντας σιωπηλά
τον πέλεκυ

**

2

Το γραφείο έγινε πια παμπάλαιο
μ’ ένα αρρωστιάρικο κιτρινιάρικο
χρώμα στους τοίχους
η βαρειά πόρτα με το μεταλλικό
κιγκλίδωμα
σαν να βάρυνε ακόμη πιο πολύ
αγυάλιστη φανερά απεριποίητη
γκράφφιτι στους τοίχους κάτω
από το παράθυρό του
VICTOR 
VICTOR
η ιστορία παντοδύναμη υγρασία
έχει διεισδύσει βαθιά
μέσα στους τοίχους
έχει αλλοιώσει τα πάντα
πενήντα χρόνια γεγονότα και
άνθρωποι
μια απέραντη τρικυμία
πόσοι άνθρωποι να περάσανε
άραγε;
πόσα αυτοκίνητα πόσα βήματα
προπολεμική εποχή πόλεμος
εχθροί αντιστασιακοί στρατιώτες
απογραφή ενός αόρατου πλήθους
που κάποτε υπήρξε ολοζώντανο
όπως εκείνος
και τον βλέπω μ’ εκείνο το βήμα του
το τσακισμένο το διστακτικό
να σηκώνεται και ν’ ανοίγει
το ρολό του σκονισμένου παραθύρου
προς το δρόμο

**

3

Ξέρετε εκείνο το όνομα στο θυροτηλέφωνο
που άλλωστε είχε σταματήσει
εδώ και αιώνες
να λειτουργεί
ναι εκείνο το γενναίο όνομα
που κανείς δεν θα φανταζόταν
ότι μπορούσε
να κάνει κάτι τόσο παράτολμο
τέτοια εποχή
λοιπόν ξερίζωσα την πλακέτα
την ξήλωσα μ’ ένα μαχαιράκι
καλύτερα έτσι
μακριά από τους ιερόσυλους
σ’ ένα συρτάρι
να μουρμουρίζει το όνομά του
σ’ αιώνια μοναξιά
ή ποιος ξέρει
με μουσική υπόκρουση
τους άλλους εκείνους
που στέναζαν στους θαλάμους

**

4.

Ένας κόμπος αξεδιάλυτος
μια σφοδρή εκδικητικότητα
που χτυπούσε παντού
δεν αποκαλυπτόταν η πηγή της
υπονοούμενα απόπειρες ερμηνείας
αλλά όχι και η αλήθεια
κόκκαλα τρίξανε μορφές σβήσανε
αισθήματα φυσούσανε παράφορα
τρελοί ασκοί του Αιόλου
ένας άγνωστος Χ ανεβαίνει
τη μικρή εσωτερική σκάλα
ιδού η είσοδος ένα τηλέφωνο του ‘30
ένας ξύλινος καναπές σαν στασίδι
ένα κοριτσάκι που τηλεφωνεί
η εκδικητικότητα κατοίκησε εδώ
και η ζηλοφθονία ερίζανε
σκάβαν ε τον κορμό
υπέσκαπταν τις ζωές
αντέξανε τιτανομαχίες
συνεχίσανε
υπήρχε ένα άλλο σπίτι με δέντρα
και τζιτζίκια βερικοκιές
παιδιά που περιμένανε
τα μεσημέρια
τελικά αγόρευσαν υπέρ στοργής
υπέρ αγάπης
και τα δικαστήρια απένειμαν χάριν
μετά από αγώνες
που κράτησαν
αιώνες

***

5

Είναι μαζί
αγκαλιασμένοι
λάμπουνε από νιάτα
σε μια αμύθητη ομορφιά
την κρατά σφιχτά από τη μέση
έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουνε
ένα μέλλον που υποθέτουνε
λαμπερό
ο χρόνος δεν έχει κλείσει
τις δαγκάνες του
 

**

6

Βλέπω τα μικρά αποφασιστικά βηματάκια
που έκρυβαν τόση δειλία
ν’ ανηφορίζουνε εκείνον τον δρόμο
των Αθηνών κοντά στη Νεάπολη
για να φτάσουνε στο γραφείο
να χτυπήσουνε το κουδούνι
για να βγει ο αγαπημένος
και να γυρίσουνε σπίτι μαζί
στη μικρή χωμάτινη φωλιά τους
δύο αδύναμα πλάσματα
μέσα στη φωτιά του πολέμου
μέσα σε σεισμούς και πλημμύρες
ταυτισμένοι σε ένα πρόσωπο
ήτανε
πριν όλα γίνουνε χίλια κομμάτια

 

 

Σημειώσεις

1 το ποίημα αναφέρεται στη μητέρα μου Σοφία Οικονομίδου-Τσάτσου η οποία εργάστηκε δεκαπέντε χρόνια στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το τρίτο παιδί είναι η αδελφή μου Δέσποινα του συνδρόμου DOWN. Πέθανε στις 23-12-2019

2,3,4 τα ποιήματα αναφέρονται στον πατέρα μου δικηγόρο Αριστείδη Ν. Τσάτσο και το ιστορικό γραφείου της Ασκληπιού 19 όπου άσκησε τα καθήκοντά του πάνω από 45 χρόνια στη δικηγορία.
Το γραφείο αυτό υπήρξε έδρα του Θεμιστοκλή Δ. Τσάτσου και του Ταξιάρχη Παπαθανασίου όταν έφυγαν από το γραφείο της οδού Βησσαρίωνος, όπου και εκεί εργάστηκε πολλά χρόνια ο πατέρας μου, και πριν από τον πόλεμο ακόμη.

Στη Βησσαρίωνος ο πατέρας μου γνώρισε τον πελάτη και κατόπιν φίλο του Σαμ Μωυσή για τον οποίο έγραψε το διήγημα «Σαμ Μωυσής, ένας ¨Ελληνο-Εβραίος γενναίος πολεμιστής του Αλβανικού έπους 1940-1941  το οποίο δημοσίευσε ο ίδιος σε μικρό τόμο διηγημάτων. Το ίδιο κείμενο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» νομίζω το 1983 κατά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και επίσης στα «Ισραηλιτικά Χρονικά» Στα ποιήματα γίνονται νύξεις σχετικά με τον Σαμ Μωυσή.

5,6 τα ποιήματα αναφέρονται στους γονείς μου και στο μικρό σπιτάκι της οδού Τσιμισκή 11
στους πρόποδες του Λυκαβηττού, όπου έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου.

Μαρία Τσάτσου

Δεκέμβριος 2020

 


 


 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Ιανουαρίου 2021