Εκτύπωση του άρθρου

ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ

 

ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ


Καταραμένε συγγραφέα η ζωή σου
απ’ όταν έχεις γεννηθεί είν’ ένας πόνος.
Θεοί και δαίμονες τα βάζουνε μαζί σου
σε κάθε βήμα δοκιμάζετ’ η αντοχή σου
και είσαι πάντα μόνος.

Καταραμένε συγγραφέα μες τη χλεύη
όλο πορεύεσαι και τη μικροψυχία.
Μπροστά σου ανοίγονται τα βάραθρα, τα ερέβη,
πάντα η ψυχή σου με το μαύρο συγγενεύει
και την ανυπαρξία.

Καταραμένε συγγραφέα έχει γυρίσει
αργά ο τροχός σου κι έχει αλλάξει τώρα η τύχη.
Μα η παλιά η εικόνα που ‘χες κατακτήσει
μες απ’ το κάδρο εκείνη πρώτη θα σε φτύσει,
μαζί και όλ’ οι στίχοι.

Καταραμένε συγγραφέα τα βραβεία
πλέον στο μύθο δεν ταιριάζουν που ‘χεις φτιάξει.
Κι αν μου μιλήσεις τώρα πάλι γι’ αδικία,
εγώ θα υπερθεματίσω, με ειρωνία,
το νόμο και την τάξη.

ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ


Εκ των υστέρων, πως τον έχει αγαπήσει!

Πάει στον τάφο, ανάβει το καντήλι
και τρέχουν δάκρυα, δάκρυα καυτά.
Επί σαράντα έτη συναπτά,
καντήλια του κατέβαζε, κι οι φίλοι
λέγαν πως είν’ μαζί για τα παιδιά.

Μα, εκ των υστέρων, πως τον έχει αγαπήσει!

Στις φίλες αναπλάθει ιστορίες,
πως ήτανε δεμέν’ όσο κανείς -
με κίνδυνο να βγει μυθομανής.
Μοναχικές οι νύχτες της και κρύες,
η θλίψη της απέραντη, αφανής,

εκ των υστέρων, που τον έχει αγαπήσει.

Σκυλοβριζόνταν όλες τις ημέρες,
κι έλεγε πάντα θα εξαφανιστεί,
πως δεν αντέχει, τι ζωή είν’ αυτή –
την απειλούσε εκείνος με φοβέρες,
μα εκείνη βρήκε κάποιον εραστή,

που, εκ των υστέρων, είχ’ επίσης αγαπήσει.

Περίμενε να ζήσει τη ζωή της,
παθητικά, μέσω άλλων, δι’ ευχών.
Στρέφεται τώρα προς το παρελθόν,
ν’ αλλάξει ό,τι μπορεί: τη θύμησή της,
τ’ αδιέξοδο των τότε επιλογών,

που εκ των υστέρων θέλει τώρα ν’ αγαπήσει.

 

ΕΞ ΑΓΧΙΣΤΕΙΑΣ


Εξ αγχιστείας μας δέχτηκε η πόλη –
δεν είμαστε δικοί της, μη γελιέσαι.
Α, φίλε, τώρα όσο κι αν χτυπιέσαι,
εδώ είν’ επαρχία κι είναι όλοι
αντίθετοί μας πόλοι.

Μας προσφωνούν εκεί  “πρωτευουσιάνοι”
- ναι, έτσι θα μας βλέπουνε οι ντόπιοι –
δεν είμαστε, λοιπόν οι όποιοι κι όποιοι:
οι γηγενείς μας τρέμουνε ρουφιάνοι –
και λεν: “παλιοτσογλάνι”.

Μην μείνεις, μοιάζει ο χώρος Παλιά Πάτρα –
“Φύγε” θα σου φωνάξει η Πατρινέλλα.
Γλυκά η Αθήνα σε μαγεύει: “έλα”
και παίρνει τα γραπτά σου, τσάτρα-πάτρα,
σε χώνει μες τη λάτρα.

Εξ αγχιστείας. Κι αν σπάσουμε την κλίκα –
ποιο τ’ όφελος; Μες τη βαθιά επαρχία
αποδοχή γυρεύεις; Κυριαρχία;
Στου πουθενά τη μέση, που σε βρήκα,
λες να ‘βρισκες τη γλύκα;

Όρια δεν έχει η πόλη μήτε τείχη –
για τον κυβερνοχώρο σου μιλάω.
Εκτός – και πέρα – δες το! προχωράω,
σ’ ό,τι έγραψε η μοίρα μου κι η τύχη.
Ανέβασε τον πήχη.

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 10 Ιουνίου 2014