Εκτύπωση του άρθρου

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ


Τρία ποιήματα


                      Νήσος χρυσή.

                                                                                   Στον Τάσο Γουδέλη.

Άμμος και πάλι άμμος. Με ελάχιστη πανίδα και χλωρίδα.
Εδώ έχουν όλα αυτοκρατορικό δικαίωμα στην τεμπελιά.
Κάαααααθονται στις αμμουδερές τους ξαπλωτούρες.
Τεντώνονται, αποταβρίζονται ή χασμουριούνται στο θείο χασομέρι.
Και ιδού το αγριόσυκο στο αργυρό του φεγγαριού ταψάκι
στραφταλίζει. (Μια τσιμπιά εσύ, μια το ερημοπούλι, μέσα
μας).Σαν πανάρχαιο σκεύος από μπακίρινους τσιγγάνους
σμαλτωμένο. Γυρίζει από μόνος ο χερόμυλος. Κι αναλφάβητο
το τυλιγάδι τυλίγει τους ορίζοντες.
Θυγατέρες του πόντου μας μεθούν με τ' αλατένια μέλη
τους. Με την ευλύγιστη περπατησιά τους.Στις σχισμές
τους ευδοκιμούν θαλασσόχορτα. Στους ώμους τους φυτρώσαν στάμνες.
(Για μια στιγμή στη γαλάζια γαστέρα τους άστραψε ένα μικρό
δάσος κοραλλιών).Εδώ λες όλα είχαν βγει μόλις
από την αστρική τους σάουνα. Βρε εδώ τα πράγματα
πορεύονται ακόμη από μόνα τους. Δεν είμαστε καλά.
Κάτισχνα αλλά μόνα τους. Νωχελικά και νυσταλέα
σε νυχτοήμερη σιέστα. Με διχτυωτές κάλτσες της άμμου
και φωσφορικά λυχναράκια στα σφυρά.
Εδώ γυμνόστηθες μας επισκέφτονται οι στιγμές.
Βγαίνουν απ΄ τα θηκάρια τους σαν ξεσπαθώματα των
κρίνων. Βρε εδώ στα βάθη των δέντρων,πλαγιάζουνε
φωτιές προσδοκώντας κάποιο. μακρινό φεγγοβόλημα.
(Α τι μεγάλη μητέρα η βραδυπορία)
Κι όμως το ταπεινό αεράκι μες στο φτωχό καλάμι
διεκδικεί ευγενές στήθος. Κι ο πλάνητας βίος, εκ γενετής
χτυπημένος με τον άνεμο-πώς αλλιώς θα του φύτρωναν
φτερά. Τους τρόπους της θάλασσας θυμάται, έχοντας
από καταβολής κατοχυρώσει την υγρή της επικαρπεία. Εδώ
στο ξέφωτο. Στην αθόρυβη γιορτή της σιωπής. Μιλούν
τη γλώσσα των κυμάτων(Ο βαθύς λόγος-θυμηθείτε-έρχεται
από τα ναυάγια).
Βρε εδώ ακόμα και το πένθος υφαίνει το δικό του
πτέρωμα.


                   Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
                      
                                  (ΙΙ)

Όλο οργώνει, η γη είναι ζύμη, να φουσκώνει το προζύμι.
Κι είναι η γλώσσα ορυχείο με παμπάλαιο φορτίο.
Φράσεις-χώματα σοροί και του μένει ένα σπυρί.
Λόγια σκεύη σκουριασμένα της φυλής του στομωμένα.
Μ' ένα πόθο αστραφτερό τα περνά στο φυσερό
τ' ουρανού που μυστικά λειτουργεί στα σωθικά.
Τ' ασχημάτιστα μορφώνει για να βγουν καινούργιοι κλώνοι.
Είναι εδώ είναι εκεί σε στιγμή μαγευτική.
Τέτοια τέχνη, τόση ορμή• έτσι ανοίγει το κορμί.
Λες η γη είναι ερωμένη και μες σ' όνειρο κλεμμένη.
Γονατίζει τη φιλά• σκύβει και την προσκυνά.
Ρίχνει μέσα τον καρπό• μα η κόρη δένει ανθό.
Κι είναι κρύο κι είναι χιόνια, μ' ένα σμπάρο δυό τριγώνια.
Των χωμάτων ο πιστός, των ονείρων σιτεφτός.
Και του λόγου ο ποιμένας• μες στο πλήθος ο Κανένας.
Μ' ένα Λόγο ορυκτό κάνει σχέδια οκτώ.
Στην αρίφνητη γραφή• πες η πρώτη εγγραφή.
Στα αμίλητα μουράγια, σκύψε κι άκου τα ναυάγια.
Μάθε σπάνια να μιλάς αν θες κάπως να φελάς.

Μια δισκέτα πλάθει ο νους, δεν ανήκει κανενούς.
Μόνο ανήκει στον καθένα• λέω αλήθειες  λέω και ψέμμα.

Πέντε πέρλες μες στους χάρτες του πυθμένα
ως εδώ έλα και πάρτες• περιμένουν μόνο Εσένα.
Που έχεις έρωτα στη σάρκα και στο νου
στις σπηλιές και στα σεντόνια τ' ουρανού.


                                    Για τον άνεμο.

                                          (VI)

Άμισθος εργάζεται ο αέρας. Σαν ασθενοφόρο
σπεύδει, μόλις, απ' το κινητό του,
λάβει σήματα
της άπνοιας.
Και ως θεράπων, πάνω από το ύπτιο
σώμα της λιποθυμίας τρυφερά
σκύβει.


Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Οκτωβρίου 2014