Εκτύπωση του άρθρου
VALERIU STANCU
 
 
 
 
Τρία ποιήματα
Μετάφραση:  Άγγελα Μπράτσου
 
 
 
1. H επιστροφή από το θάνατο  
 
Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις
Όπως επιστρέφεις από έναν ερειπωμένο
Καθεδρικό ναό:
Σιωπηλός
Συνάμα και στοχαστής,
Εξαντλημένος από κόπωση,
Με μάτια λυπημένα,
Με κούτελο μυρωμένο
Αλλά συντριμμένο από την αμαρτία·
Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις
Όπως επιστρέφεις από τα ψώνια
Με χέρια γεμάτα
Απ' όλα όσα σου προσέφερε
Η αιωνιότητα:
Δάκρυα,
Προσευχές,
Λειτουργίες
Ελεημοσύνες.
Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις
Όπως από διακοπές
Λίγο πιο ηλικιωμένος
Κουρασμένος,
Σε μια ατέλειωτη
Αιωνιότητα,
Ολόγιομος χυμούς
Από αμέτρητες ρίζες
Που δεσπόζουν κάτω από τη γη
Συνδέοντας τα πεπρωμένα τους
Στο χώμα·
Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις
Όπως επιστρέφεις από το όνειρο
Με το δηλητήριο
Του απείρου
Στα χείλη σου -
Στα χείλη που κουβαλούν
Την ανησυχητική ερώτηση:
«Γιατί με επιβάρυνες,
Κύριε,
Με την αδυναμία Σου,
Με την ταπεινοσύνη Σου
Με τα πάθη Σου,
Με τον δικό Σου σταυρό; "
Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις,
Απολιθωμένος
Σαν τους αιχμάλωτους πολέμου
Που διάσπαρτοι
Στο άπειρο της Σιβηρίας
Γυρνούν εξαντλημένοι
Κουβαλώντας στα κουρελιασμένα τους σακίδια
Τις πληγές,
Τα παράσημα,
Τους συντρόφους που χαθήκαν 
Στο πεδίο της μάχης·
 
Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις
Μόνο
Μια μέρα
Για να χτυπήσεις ξανά στην πόρτα του...

Από τον θάνατο,
Το ξέρω, επιστρέφεις
Μόνον 
Αν στο απαιτήσει
Ο Λόγος ...
 
2, οι δέκα εντολές και "le si conditionnel" 1
 
Αν ο καλός Θεός μας είχε προστάξει:
" Έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού!"
θα είχε μείνει ο μοναδικός μας Πλάστης.
 
Αν ο καλός Θεός μας είχε προστάξει:
" φόνευσε τον πλησίον σου, τον αδελφό σου,
tes hypocrites lecteurs2!
οι άνθρωποι δεν θα είχαν πράξει
ούτε ένα έγκλημα όλη τη ζωή τους.

Αν ο καλός Θεός μας είχε προστάξει:
"μοίχευσε!",
το λεξιλόγιό μας δεν θα γνώριζε τη λέξη
ακολασία.
 
Αν ο καλός Θεός μας είχε προστάξει:
" επιθύμησε την οικίαν του πλησίον σου,
επιθύμησε την γυναίκα του πλησίον σου,
επιθύμησε τον αγρόν του, τον δούλο του,
την υπηρέτρια του,
τη δούλα του,
τον όνο του,
"θα επιθυμείς όσα τω πλησίον σου εστί! " 
όλοι οι άνθρωποι θα περιφρονούσαν
τ' αγαθά των όμοιών τους.
 
Ευτυχώς,
στην άπειρη σοφία του,
Ο Καλός Θεός
μας έπλασε κατ’ εικόνα
και καθ’ ομοίωσίν Του ...
------------------------
1. το υποθετικό αν
2. οι υποκριτές αναγνώστες σου
 
 
3. τύφλωση    
 
Ο Ιησούς Χριστός ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά
Για να κρύβει
Το βλέμμα του
Από την ανυπαρξία,
Να προστατέψει τα μάτια του
Από την άμμο της ερήμου.
Ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά.
Και δεν με είδε
Όταν του έκανα νεύμα
Ότι θέλω να συμβαδίζω μαζί του·
Να τον ακολουθήσω στους καθρέπτες του ύπνου
Ταπεινωμένος και έκπληκτος, λυτρωμένος
Όπως ένας από τους μαθητές του.
 
Στο σπίτι μου, ο Ιησούς Χριστός δεν μπήκε ποτέ
Να μου ζητήσει τη φιλοξενία
Έστω για μια νύχτα.
Ποτέ δεν μπήκε
Για να τον φιλέψω
Και να του προσφέρω τη κούπα
Να πιει ως τον πάτο της την ίδια τη σταύρωσή του.
 
Ο Ιησούς Χριστός ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά
Ίσως θα είχε δει,
- Αν φορούσε -
Το σπίτι μου με τοίχους φυλακής,
Την οδό ποιητών
Φτωχή, έρημη, άγνωστη ...
Την οδό ποιητών
Με αγκαθωτά φραγκόσυκα
Από το στεφάνι του·
Την οδό ποιητών
Με τις ανθισμένες ακακίες και το χειμώνα ακόμα. 

Θα μπορούσε να δει
(αν φορούσε γυαλιά)
Τα σκυλιά του φίλου μου
Τον οποίον  συμβουλεύω
Στη βεράντα της αιωνιότητας
Κάθε μέρα
Και ειδικά κάθε βράδυ.
Θα είχε δει τις σκέψεις μου
Νυκτόβιες, παθιασμένες, εξοντωτικές.
Αλλά ο Ιησούς Χριστός ποτέ δεν φόρεσε γυαλιά
Δεν ήξερε, ο καημένος,
Ότι η όραση εξασθενεί με το χρόνο,
Το ίδιο με την αγάπη που εξασθενεί με το χρόνο,
Το ίδιο με την πίστη που εξασθενεί με το χρόνο.
 
Ο Ιησούς Χριστός δεν με έχει δει ποτέ,
Και εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να τον πάρω από το χέρι
Και να του πω:
"Ακολούθα με, Κύριε, στη βασιλεία μου!"
 
 
1. întoarcerea din moarte  
 
Din moarte,
O ştiu, te întorci
Aşa cum te întorci dintr-o catedrală
În ruine :
Tăcut
Chiar gînditor,
Hrentuit de oboseală,
Cu ochii încercănaţi,
Cu fruntea scăldată în mir
Dar strivit de păcate;
Din moarte,
O ştiu, te întorci
Aşa cum te întorci de la cumpărături :
Cu mîinile pline
De tot ceea ce ţi-a oferit
Veşnicia:
Lacrimi,
Rugăciuni,
Slujbe
Şi pomeni;
Din moarte,
O ştiu, te întorci
Aşa cum te întorci dintr-o vacanţă
Petrecută la ţară :
Puţin mai bătrîn
Sătul de a fi umblat
Printr-o prea lungă
Veşnicie
Preaplin de sevele
Nenumăratelor rădăcini
Ce domnesc sub pămînt
Şi-şi împletesc destinele
În ţărînă;
Din moarte,
O ştiu, te întorci
Aşa cum te întorci din vis
Cu veninul
Infinitului
Pe buze -
Pe buzele ce poartă
Obsedanta întrebare :
„De ce m-ai împovărat,
Doamne,
Cu neputinţa Ta,
Cu umilinţele Tale
Cu patimile Tale,
Cu propria-Ţi cruce?”
Din moarte,
O ştiu, te întorci,
Te întorci sleit
Aşa cum prizonierii de război
Risipiţi
În largul Siberiei
Se întorc sleiţi
Purtînd în raniţele jerpelite
Rănile,
Decoraţiile,
Camarazii căzuţi la datorie
Pe cîmpul de luptă;
 
Din moarte,
O ştiu, te întorci
Numai pentru ca
Într-o bună zi
Să îi baţi iarăşi în uşă...
 
Din moarte,
O ştiu, te întorci
Numai dacă îţi face semn
Cuvîntul...
 
 
2.  orbire
     
Iisus Hristos n-a purtat niciodată ochelari
Ca să-şi ferească
Privirea
De neant,
Ca să-şi apere ochii
De nisipurile pustiului;
N-a purtat niciodată ochelari
Şi nu m-a văzut
Cînd i-am făcut semn
Că vreau să-l urmez;
Să-l urmez în oglinzile somnului
Smerit şi uluit şi mîntuit
Ca unul din ucenicii săi.
 
În casa mea, Iisus Hristos n-a intrat niciodată
Ca să-mi ceară găzduire
Pentru o noapte măcar;
N-a intrat niciodată
Să-l ospătez
Şi să-i întind cupa
Din care să-şi bea răstignirea pînă la fund.
 
Iisus Hristos n-a purtat niciodată ochelari
Poate ar fi văzut,
- Dacă ar fi purtat -
Casa mea cu ziduri de închisoare,
Strada poeţilor
Săracă, pustie, necunoscută...
Strada poeţilor
Cu mărăcini înspinaţi
Din coroana sa;
Strada poeţilor
Cu salcîmi înfloriţi chiar şi iarna;
Ar fi putut să vadă
(de ar fi purtat ochelari)
Cîinii prietenului meu
Cu care stau la sfat
Pe terasa veşniciei
În fiece zi
Şi mai ales în fiece noapte
Mi-ar fi văzut gîndurile
Noptatice, pătimaşe, pustiitoare.
Dar Iisus Hristos n-a purtat niciodată ochelari
N-a ştiut, sărmanul,
Că vederea slăbeşte cu vremea,
Aşa cum iubirea slăbeşte cu vremea,
Aşa cum credinţa slăbeşte cu vremea.
 
Iisus Hristos nu m-a văzut niciodată,
Iar eu nu am putut să-l iau niciodată de mînă
Şi să-i spun :
„Urmează-mă, Doamne, în împărăţia mea!”.
 
3, 
cele zece porunci et „le si conditionnel”
 
Dacă ne-ar fi spus Bunul Dumnezeu :
„Să ai alţi zei afară de mine!”,
ar fi rămas singurul nostru Creator.
 
Dacă ne-ar fi spus Bunul Dumnezeu :
„ucide-ţi aproapele, fratele,
tes hypocrites lecteurs!”
oamenii nu ar fi comis
nici o crimă toată viaţa lor.
 
Dacă ne-ar fi spus Bunul Dumnezeu :
„trăieşte-n preacurvie!”,
vocabularul nostru nu ar fi cunoscut cuvîntul
desfrîu.
 
Dacă ne-ar fi spus Bunul Dumnezeu :
„rîvneşte casa aproapelui tău,
pofteşte femeia aproapelui tău,
doreşte ogorul lui, sluga lui,
slujnica lui,
boul lui,
măgarul lui,
vei jindui după tot ce este al aproapelui tău!”
toţi oamenii ar fi dispreţuit
binele semenilor.
 
Din fericire,
în infinita sa înţelepciune,
Bunul Dumnezeu
ne-a creat după chipul
şi asemănarea Sa...
 
© Poeticanet  

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Σεπτεμβρίου 2019