Εκτύπωση του άρθρου

Hofmannsthal, photograph by Thea Sternheim, 1911; in the Schiller-Nationalmuseum, Marbach, Ger.

Hugo von Hofmannsthal

 

 

Τρία Ποιήματα
Μετάφραση Γιώργος Βαρθαλίτης

 

Ομιλεί ο Αυτοκράτορας της Κίνας

Τ΄ ουρανού το τέκνο μένω
μες το μέσο εγώ του κόσμου.
Τις γυναίκες μου, τα δέντρα
και τα ζώα και τις λίμνες
κλείνει εντός του ο πρώτος τείχος.
Οι πατέρες μου κοιμούνται
με τους θυρεούς τους κείθε:
κατοικούν κάτω από θόλους
όπως τους ταιριάζει εκείνους.
Μέχρι την καρδιά του κόσμου
αντηχούν τα βήματά μου.
Απ’ τα χλοερά πεδία
που τα πόδια μου ακουμπάνε
μ’ ίσα ρεύματα ποτάμια
σιωπηλά κυλάνε ολοένα
κατά το βορρά, το νότο,
την ανατολή, τη δύση,
να ποτίσουν το δικό μου
κήπο, πού ΄ναι η οικουμένη.
Μαύρα μάτια εδώ κοιτάνε
των δικών μου ζώων τώρα
τις πολύχρωμες φτερούγες.
και κοιτάνε πόλεις έξω,
τείχη σκοτεινά και δάση
και λαών μυρίων όψεις.
Γύρωθέ μου κατοικούνε
οι αυλικοί μου, που τους λένε
με τα ονόματα που πήραν
από μέναν όταν ήταν
ευνοούμενοι μιας ώρας,
με γυναίκες κατοικούνε,
που τους χάρισα εγώ ο ίδιος
και με τα παιδιά τους τσούρμο.
Έφτιαξα των αυλικών μου
μάτια και κορμί και χείλη
όπως κηπουρός λουλούδια.
Όμως μέσα στα έξω τείχη
μένουν οι πολεμιστές μου,
μένουνε κι οι γεωργοί μου.
Κι άλλα τείχη κι εκεί πάλι
όλοι οι υπόδουλοι λαοί μου,
χαύνοι και νωθροί λαοί μου,
ως τη θάλασσα, που κλείνει
το βασίλειο μου κι εμένα,
όπως τείχος τελευταίος.

 

Έσβησα το Φως

Με  κόκκινο χέρι
πια σβήνω το φως
και σβήνει κι ο κόσμος
σα ρούχο κρυφός.

Βουτάω σε σκότος
μονάχος, γυμνός.
Σε βάθος βασίλειο
νυμφεύομαι αγνός.

Πώς θάματα μύρια
σε δάση περνούν,
πώς φλέβες υδάτων
τριγύρω ξεσπούν!

Να ανοίξουνε κι άλλες!
Στα πάντα μακριά
και δίπλα, θα δω σε,
του κόσμου ω καρδιά!

 

Η Κόρη και ο Θάνατος

Είναι το υγρό και πράσινο χρυσάφι ετούτο
φαρμάκι και σκοτώνει. Πόσον ευωδάει!
Σαν όταν πνέει στις ακακίες αγέρας άγριος
βαδίζεις με φεγγάρι σ’ απαλά λουλούδια.
Ίσως ο θάνατος να μοιάζει οδοιπορία
βουβή σε ξένες χώρες δίχως ύπνο,
σε γέφυρες πάνω από πράσινα νερά,
σε σκοτεινές, μεγάλες σιωπηλές αλέες,
σε κήπους που αγριεύουν…
Και τέλος έρχομαι στο σπίτι του θανάτου.
Σε μια μεγάλην αίθουσα είναι ένα τραπέζι
μακρύ από μαλαχίτη: το κρατάνε γύπες.
Εκεί κάθεται ο θάνατος και με φωνάζει
και πλήθος υπηρέτες με λιγνά χεράκια
και με ποδήματα, που αθόρυβα γλιστράνε
από βελούδο μαύρο. Και τι δίσκους φέρνουν!
Παγώνια ακέρια, ψάρια μ’ ασημένια λέπια
και πορφυρά πτερύγια, στα λεπτά δοντάκια
(τα επίχρυσα), κρατάνε κλώνους δάφνης
και περιστέρια σε ερυθρόχρυσες εσχάρες
και στ’ απαλά προσκέφαλα από φρέσκια γιούλια
αστράφτουν ανοιγμένα ρόδια. Κι εκεί ο θάνατος
φορά μανδύα από λευκό βελούδο
και κάθεται κοντά σ’ εμένα
και πόσο αβρός φαντάζει…

 

ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΗ

Ο Χόφμαννσταλ υπήρξε ένα φαινόμενο: ένας ποιητής έφηβος (έγραψε τα ποιήματά του ανάμεσα στα δεκαέξι και τα εικοσιέξι του χρόνια, και μάλιστα μερικά από τα καλύτερα της γερμανικής γλώσσας). Το πρώτο ποίημα θα άξιζε να συσχετισθεί με τα καβαφικά τείχη, το δεύτερο θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια κατάβαση στο υποσυνείδητο, ενώ το τρίτο φτιάχνει μια ονειρική ατμόσφαιρα παραμυθιου.

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Μαρτίου 2021