Εκτύπωση του άρθρου
Alessia Giovanna Matrisciano
 
Εισαγωγή, μετάφραση: Άννα Γρίβα
 
 
 
H Alessia Giovanna Matrisciano γεννήθηκε στο Rovereto (Trentino) το 1993 και έχει σπουδάσει Λογοτεχνία και Θέατρο στο πανεπιστήμιο "La Sapienza" της Ρώμης. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Le compagne di stanza (Bzbooks, 2012) και I frustrati (εθνικό βραβείο Creatività Infinita 2015), αλλά και πολλά θεατρικά έργα, που έχουν παρουσιαστεί από διάφορους θιάσους και έχουν τιμηθεί με αξιόλογα βραβεία. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού “HPO-scritture capitali”.
 
Τρία ποιήματα
 
1
 
Αν δεν είχα τη μητέρα μου
και τη γιαγιά μου και τη μητέρα της
να μάχονται μέσα στα σπλάχνα τους
ίσως θα είχα πατρίδα στο παρόν
και θα γεννιόμουν με την καρδιά μου δίχως νάρκες.
Οι βόμβες από καιρό δεν σφυρίζουν πια,
ο αυτοκράτορας της Αυστρίας έπεσε
και το φεγγάρι είναι πλέον ένα κομμάτι της Αμερικής,
και στο αμπέλι μου δεν έρχεται πια κανείς. 
Οι άνθρωποι και τα σκυλιά που είχαν ονόματα
όλοι έχουν πια αναχωρήσει 
και η μητέρα μου με το λευκό πουκάμισο 
κρέμασε το στέμμα της στον τοίχο
μαζί με τα νυχτερινά τρένα και τα σάντουιτς
και τα μεγάλα βιβλία των είκοσι ετών της.
Όμως ουρλιάζει στον ύπνο μου το αμπέλι που σαπίζει 
και οι Γερμανοί που φεύγουν βρίζοντάς με
και το μίσος της μητέρας μου για τη μητέρα της
και η οργή των σκύλων και των γυναικών 
για τις γυναίκες κάθε είδους.
Αν δεν είχα τις μητέρες στο στήθος μου
θα είχα κερδίσει πια τη μάχη,
αυτές δεν θα μιλούσαν πια
και δεν θα μισούσα πια την κόρη μου
και δεν θα την έφερνα στον κόσμο
ούτε αν με βασάνιζαν.
 
Το αμπέλι μου είναι αφημένο εδώ κι αιώνες
κι εγώ δεν γεννήθηκα ποτέ
παρά μονάχα δια αντιπροσώπου.
 
2
 
Εγώ θέλω να ζήσω ολόκληρη
φτιαγμένη μονάχα από ένα συστατικό,
απ’ την καρδιά του στον φλοιό μου,
δίχως μορφασμούς και σάλια 
και δίχως επιτήδευση,
να μη χάσω τη συνείδηση 
ποιου πράγματος είναι ο σπόρος και ποιος ο φλοιός.
Στη σκόνη της μέρας
δαγκώνω φλούδες δέντρων
όπως τα σπουργίτια τον χειμώνα
και νιώθω ευτυχής.
Γίνονται τόσο συχνά καβγάδες
ανάμεσα σ’ εμάς τους φτωχούς 
για τις φλούδες που τις προσέχουμε 
πιότερο απ’ το μήλο.
Μα το βραδάκι όταν συμβεί
απ’ τα μεγάλα σεντούκια,
καθώς αποκοιμιέται ο νυχτοφύλακας,
κάτι να γλιστρήσει,
μη μείνεις ευχαριστημένη, κοιλιά μου,
απ’ όσα έχεις!
Μη σκεφτείς, καρδιά μου,
να επιβραδύνεις στο μισό τον ρυθμό σου,
πως είναι πιο εύκολο αυτό και πως κατά βάθος
είσαι ήδη της αυλής σου βασιλιάς.
 
Αυτό το φρούτο της γραφής
που είναι δουλειά μου το πρωί,
που  μου είναι δικαιολογία τη νύχτα
ποτέ ας μην κουραστεί: 
γιατί αυτό με πολλά του πρόσωπα,
θα έχει χυμούς και πολύ φως
αν δεν χάσω τη συνείδηση
ποιου πράγματος είναι ο σπόρος και ποιος είναι ο φλοιός.
 
3
 
Μα εάν είναι αλήθεια εκείνο που μου έχουν πει
ότι ο θάνατος θέρισε το σπίτι σου,
αν του αφαιρέθηκε έστω κι ένα τουβλάκι,
από εκείνο το σπίτι που ονειρευόμουν τις κουβέρτες του
να ποτίζονται απ’ τον έρωτά μας,
αν του αφαιρέθηκε έστω ένα πιρούνι,
αν σβήστηκε έστω μια λάμπα,
ή αν έλειψε ο πιο παλιός βασιλικός
άφησέ με να τα αντικαταστήσω
με τα φτηνά μου κόλπα,
με τις κωμικές μου μάσκες
που στα τελειώματα του δεκάτου ενάτου αιώνα 
μόνο μωρά πίστευαν πια γι’ αληθινές.
Εγώ μπορώ να στηρίξω τα φαντάσματά σου
και τ’ αφήνω να με διαπεράσουν μυστικά
και σαν παιδάκι θα σε βάλω μέσα
στους παλαιικούς μου τρόπους
και θα μιμηθώ για σένα το άρωμα του βασιλικού
και θα μιμηθώ για σένα την παλιά λάμπα
και τις χίλιες προσπάθειες του πλίνθινου σκελετού,
και τις κοφτερές αιχμές του μικρού πιρουνιού,
και θα είμαι ο πατέρας σου, ο παππούς σου και η μητέρα σου
και θα είμαι όποιος θα θέλεις κάθε στιγμή
και θα κοπιάζω για να πλάσω για σένα το αόρατο
δίχως Κυριακές και παύσεις 
για  να μη λείπει πια στο σπίτι σου κανείς.
Να λείπω εγώ: αλλά αυτό είναι πράγμα μικρό.
 
© Poeticanet
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 2 Απριλίου 2021