Εκτύπωση του άρθρου

ANNE SEXTON

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ

 

Στις αρχές του 1960, η Anne Sexton κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή και ταράζει τα νερά της κλασικής, μετρημένης και “αξιοπρεπούς” αμερικανικής ποίησης. Η βασική θεματολογία της κινείται γύρω από ψυχιατρεία, θεραπείες και απόπειρες αυτοκτονίας, υλικό που μέχρι τότε δεν θεωρούνταν αξιόλογο ποιητικά, ειδικά από γυναίκες ποιήτριες. Ασθενής και η ίδια, με χρόνιες θεραπείες και νοσηλείες στο ιστορικό της, επιχείρησε κυρίως να αποτυπώσει αυτές τις εμπειρίες της αλλά και τις συνέπειες του αστικού αμερικανικού ονείρου που εγκλώβιζε χιλιάδες δημιουργικές και ευαίσθητες γυναίκες αποκλειστικά στο ρόλο της συζύγου και της μητέρας. Εντούτοις, για την παρούσα δημοσίευση στο Poeticanet επέλεξα να μεταφράσω τρία ποιήματά της που αφορούν σε άλλες πτυχές του έργου της όπως η παιδική ηλικία, η μοναξιά και η λαγνεία.
Η Sexton  εξέδωσε συνολικά επτά ποιητικές συλλογές όσο ζούσε ενώ μετά την αυτοκτονία της το 1974 δημοσιεύτηκαν τρεις ακόμα τόμοι με ποιήματά της. Ερωτική, “θανατομανής”, εγκλωβισμένη και ανήσυχη, η Anne Sexton χάραξε νέους δρόμους στην ποίηση με την τόλμη και το ταλέντο της.

Η δημοτικότητα και η αναγνώριση που είχε το έργο της κατά τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τον θάνατό της, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, κατατάσσοντάς την  στις σημαντικότερες Αμερικανίδες ποιήτριες του 20ου αιώνα.

Δήμητρα Σταυρίδου

 

Τα κουδουνάκια

Στον τσιμεντένιο τοίχο  σήμερα
ξεφλουδίζει η αφίσα του τσίρκου
και τα παιδιά το έχουν ξεχάσει
αν έμαθαν ποτέ  γι αυτό.
Θυμάσαι, πατέρα; 
Μόνο ο ήχος παραμένει,
ο μακρινός  βρόντος των καλών ελεφάντων,
η φωνή των αρχαίων λιονταριών
και το τρέμολο των κουδουνιών
για τον ιπτάμενο  άνθρωπο.
Εγώ, γελώντας,
στον  ώμο σου  ψηλά
ή μικροσκοπική μπρος στα τραχιά πόδια των αγνώστων,
δεν φοβόμουν.
Μου κρατούσες το χέρι
κι αμέσως  μου εξηγούσες 
τους τρεις κύκλους  του κινδύνου.

Αχ, να ο άτακτος κλόουν
και η ξέφρενη  παρέλαση
ενώ η αγάπη, η αγάπη
η αγάπη με κύκλωνε.
Ξεκίνησε από αυτόν τον ήχο. 
Με κομμένη την ανάσα 
βλέπαμε τον ιπτάμενο άνθρωπο
να προτάσσει το στήθος 
στον  σανιδένιο ουρανό,
να αναρριχάται στον αέρα.
Θυμάμαι το χρώμα της μουσικής
και το πώς  όλοι οι τρεμάμενοι ήχοι σου
ήταν παντοτινά  δικοί μου.

 

 

 

THE BELLS

Today the circus poster
is scabbing off the concrete wall
and the children have forgotten
if they knew at all.
Father, do you remember?
Only the sound remains,
the distant thump of the good elephants,
the voice of the ancient lions
and how the bells
trembled for the flying man.
I, laughing,
lifted to your high shoulder
or small at the rough legs of strangers,
was not afraid.
You held my hand
and were instant to explain
the three rings of danger.


Oh see the naughty clown
and the wild parade
while love love
love grew rings around me.
this was the sound where it began;
our breath pounding up to see
the flying man breast out
across the boarded sky
and climb the air.
I remember the color of music
and how forever
all the trembling bells of you
were mine.

 


Εδώ που ζω σ’ ετούτο το αξιότιμο σπίτι της δάφνης


Ζω μέσα στα ξύλινα πόδια μου και ω!
στα καταπράσινα χέρια μου.
Είναι πολύ αργά να ευχηθώ
να μην είχα τρέξει μακριά σου, Απόλλωνα.
Το αίμα ακόμα ρέει στις φλέβες μου που ζώνει ο φλοιός.
Εγώ, που νύμφη έτρεξα, με πόδια ρίζες να γλιτώσω
έχω μονάχα αυτήν την τελευταία επιθυμία,
να οπλίσω αυτά τα δέντρα μέσα στα οποία βρίσκομαι.
Αυτό το μέτρο που έχασα, μετάξι ντύνει τους παλμούς μου. 
Κάθε αιώνας που περνά, οι πανουργίες της ανάγκης με πονάνε. 
Η παγωνιά χτυπά ελαφρά το δέρμα μου
κι εγώ στέκομαι τιμημένη και στιλπνή
γιατί εξαφανίστηκες εγκαίρως.
Ο αέρας σφυρίζει για σένα, για το πέπλο της ανάσας μου
που διαλύεται  στο φως σου
με αυτήν τη συγκλονιστική ιεροτελεστία. 
Ξέρω μονάχα πώς αυτός ο άκαιρος πόθος
πέταξε για πάντα τη σάρκα στον αέρα
και κύλησε τους φόβους μου
μέχρι την μύχια Ρώμη του μύθου που διασχίσαμε.
Είμαι γροθιά της ταραχής μου
καθώς ξεχύνομαι στα αστέρια στα άδεια χρόνια. 
Χτίζω τον αέρα με το στέμμα της τιμής, σύμβολο
για την άκαιρη και άτυχη όρεξή μου.
Να με τιμήσεις βιάστηκες, Απόλλωνα.
Δεν έχει μείνει  πια κανείς που να καταλαβαίνει
πώς περιμένω εδώ
μέσα στα ξύλινα πόδια μου και ω!
στα καταπράσινα χέρια μου.

 

WHERE I LIVE IN THIS HONORABLE HOUSE OF THE LAUREL TREE

I live in my wooden legs and O
my green green hands.
Too late
to wish I had no run from you, Apollo,
blood moves still in my bark bound veins.
I, who ran nymph foot ito root in flight,
have only this late desire to arm the trees
I lie within. The measure that I have lost
silks my pulse. Each century the trickeries
of need pain me everywhere.
Frost taps my skinn and I stay glossed
in honor for you are gone in time. The air
rings for you, for that astonishing rite
of my breathing tent undone within your light.
I only know how this untimely lust has tossed
flesh at the wind forever and moved my fears
toward the intimate Rome of the myth we crossed.
I am a fist of my unease
as i spill toward the stars in the empty years.
I build the air with the crown of honor; it keys
my out of time and luckless appetite.
You gave me honor too soon, Apollo.
There is no one left who understands
how I wait
here in my wooden legs and O
my green green hands.

 


Στο σπίτι στην παραλία

Οι πόρτες ανοίγουν
και η κάψα χαλαρώνει,
όλοι χαλαρώνουν,
όλοι περπατούν γυμνοί.
Δύο από αυτούς περπατούν επάνω στο τραπέζι.
Δεν φοβούνται την δυσαρέσκεια του Θεού.
Δεν θα 'χουν πάρε-δώσε με τον άγγελο
που τους φωνάζει  απ' τη μπουρού
και ρίχνει τον ωκεανό έξω στα βράχια.
Ένας απ' αυτούς ξαπλώνει στο κρεβάτι.
Ένας απ' αυτούς τυλίγεται στην κολώνα του κρεβατιού
και οι δυο τους σφυροκοπούν το πάτωμα.

Το μικρό μου κρεβατάκι τους ακούει
όλη τη νύχτα -
ακόμα κι όταν ο ωκεανός φουσκώνει,
ακόμα και με κάθε πόρτα σφραγισμένη,
τους επιτρέπεται να ανυψώνουν το αντικείμενο,
τους επιτρέπεται να ανεβαίνουνε στην κούνια.
Στη φυλακή μου από πευκόξυλο και ελατήρια,
πάνω απ' το περβάζι μου, κάτω από το πόμολο,
είναι ξεκάθαρο ότι βρίσκονται
σε δέσιμο βασιλικό.

Δείξε έλεος, μαξιλάρι μου,
μείνε βουβό και αδιάφορο,
και μην ακούς καμιά λέξη καταστροφής!
Μείνε κοντά μου, μικρά μου ξινισμένα πούπουλα,
μικρέ μου σύντροφε όλο αλάτι.
Οι αγάπες μου λαδώνουν τα οστά τους,
τα παραδίδουν ύστερα με ήχους απερίγραπτους
που τους πηγαίνουν εδώ κι εκεί
ενώ το καλοκαίρι ορμάει μέσα έξω
ξανά και ξανά
στο δωμάτιό τους.


IN THE BEACH HOUSE

The doors open
and the heat undoes itself,
everyone undoes himself,
everyone walks naked.
Two of them walk on the table.
They are not afraid of God's displeasure.
They will have no truck with the angel
who hoots from the fog horn
and throws the ocean into the rocks outside.
One of them covers the bedstead.
One of them winds round the bedpost
and both of them beat on the floor.

My little cot listens in
all night long —
even with the ocean turned up high,
even with every door boarded up,
they are allowed the lifting of the object,
the placing themselves upon the swing.
Inside my prison of pine and bedspring,
over my window sill, under my knob,
it is plain that they are at
the royal strapping.

Have mercy, little pillow,
stay mute and uncaring,
hear not one word of disaster!
Stay close, little sour feather,
little fellow full of salt.
My loves are oiling their bones
and then delivering them with unspeakable sounds
that carry them this way and that
while summer is hurrying its way in and out,
over and over,
in their room.

 

Anne Sexton

Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου


Ημ/νία δημοσίευσης: 9 Οκτωβρίου 2011