Εκτύπωση του άρθρου
ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Τρία ποιήματα του Σωτήρη Παστάκα από την ανέκδοτη συλλογή του «Προσευχές για φίλους»

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΜΠΑΧΑΡΙΚΑ
                                    Στην Πόπη Γκανά
 
Μια υποψία και μόνο,
ούτε καν υπόσχεση.
Σαν να περπατάς στην Ευριπίδου
και η μύτη σου να φορτώνει μυρουδιές
κανέλλα, ρίγανη, βασιλικό και δυόσμο.
Οσμή που δεν ξαναγίνεται γεύση.
Γεύση από παρελθόντα
που έγιναν μυρωδικά
κι υποβιβάστηκαν στην όσφρηση.
Όχι πλέον δια της αφής.
Να χαϊδεύεις και τα δάκτυλά σου
ν’αφήνουν πίσω τους χρώμα,
μια επιδερμίδα
ινδιάνου αρχηγού,
το υπερκίτρινο της ζαφοράς
και πώς τρίβουν το πιπέρι.
Μια όραση κλούβια
να βλέπει μόνο τη λακκούβα
το σπασμένο κράσπεδο
το μηχανάκι που κάνει
ζιγκ – ζαγκ στον πεζόδρομο
ανίκανη να μετουσιώσει.
Η ακοή σου να βγαίνει περίπατο
σαν το τελευταίο στερεοφωνικό
του αυτοκινήτου όταν το σετάρεις,
ν’ ακούς όλους τους σταθμούς από λίγο,
δίχως συγκίνηση,
σαν να περπατάς αγκαζέ
με την ακοή μου
στην Ευριπίδου. Στην Ευριπίδου
με τις οσμές απ’ τα μπαχαρικά,
μια παλιά γεύση αμαρτίας
στο στόμα,
μια πολύχρωμη αφή,
μια κλούβια όραση
και μια ακράδαντη πίστη στα έκτα:
τα Ταρώ, τους καφέδες, τα ωροσκόπια.
Σαν να περπατάω στην Ευριπίδου
μαζί σου γυμνός. Γυμνός και μόνος.


ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΟ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ
                                    Στον Γιάννη Γκούμα
 
Από πατέρα Έλληνα
κι Ελληνίδα μητέρα
ξύπνησα ένα απόγευμα
στο Σαντιάγο σαν Έλληνας
που του έχουν διδάξει
πως δεν αξίζει τόσο να ζεις
όσο να ταξιδεύεις,
και προπαντός σαν Έλληνας
να βγάζεις χρήματα
με την ευκολία
του αέρα που αναπνέεις.
Όταν οι θάλασσες
και οι στεριές ήταν δικές μας,
σε όποια χώρα κι αν άνοιγα
τα μάτια μου, με ένα κλείσιμο
του ματιού σφράγιζα
χρυσοφόρα ντηλς
απ’ όπου κι αν περνούσα,
Λίμα, Μαρ ντε Πλάτα,
Μπουένος Άϊρες, Βαλπαραϊζο,
εσκόρπιζα πίσω μου
μιαν ευωδία πλούτου,
γυναικείας καταπατημένης σάρκας,
κουτσούβελα που μυξοκλαίν
και κατουριούνται, αλλά δεν ήθελα
σαν τον πατέρα μου κι εγώ
να αφήσω πίσω μου
μόνον τη βαριά μυρουδιά
απ’ το πούρο μου.
 
 
Ξύπνησα ένα απόγευμα
στο Σαντιάγο της Χιλής
με την αίσθηση πως έχασα
τη μέρα μου. Χάνονται
οι μέρες όμοια στο Ρεσίφε,
στο Βανκούβερ, στο Τόκυο,
όπως και στην Αδελαΐδα.
Αποφάσισα λοιπόν, από ’δω
κι ύστερα να χάνω
τις μέρες μου στην Αθήνα,
κι απ’ τους αντίποδες φώναξα
«προσεχώς Ελλάδα».
 
Επέστρεψα λοιπόν,
εδώ εις τους αντίποδες
που είναι για μένα το Χαλάνδρι,
και χάνω τις μέρες μου
αγαπώντας τόσο και περισσότερο
την Ελλάδα όσο λιγότερο
τους συμπατριώτες.


UPPER PΑΤΗ
Στον Νίκο Λέκκα
 
Γυρεύω το μνήμα μου και δεν το βρίσκω,
Θεέ μου,
πενήντα χρόνια σε προσκαλώ να με πάρεις
κι εσύ δεν απαντάς στις προσευχές μου.
Έλα, οδήγησέ με στα υψηλά
και τα πρόσχαρα.
δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι μου
να κλάψω.
Έλα οδήγησέ με στο υψηλότερο μονοπάτι,
στον ώμο σου να γείρω και να κλάψω.
Επειδή πολλοί ευχήθηκαν να πεθάνω,
κι εγώ απ’ την πλευρά μου
επιθύμησα τον θάνατο αναρίθμητων άλλων.
Το μνήμα μου γυρεύω και δεν το βρίσκω.
 
Κύριε,
είναι νόμος αφού εγώ δεν σκότωσα,
κάποιος να με σκοτώσει.
Να με προλάβει
κάπου εκεί στην Ελευθερίου Βενιζέλου,
υπό τους ήχους των ελληνάδικων
χιπ χοπ, εδώ σκότωσαν ολόκληρο ροκ
– τι τους είναι να φάνε τον Παστάκα;
 
Τον τάφο μου
δείξε με Κύριε, εν τη ευσπλαχνία σου,
να αποθέσω πρώτος εγώ
το ακάνθινο στεφάνι,
από όλους τους ομότεχνους
τους τεθλιμμένους συγγενείς
τους απαρηγόρητους φίλους,
πριν λάχει και τους πω
πόσο ωραίος είναι ο θάνατος
και ο νεκρός ευγνώμων.
 
Ψάχνω τον τάφο μου
και δεν τον βρίσκω,
στο τριάρι μου στη Νέα Σμύρνη,
στις ράγες του Τραμ,
στα υπερυψωμένα σίδερα
της Λεωφόρου Συγγρού,
στις διαβάσεις πεζών της παραλιακής,
στις αφύλακτες του ΟΣΕ,
στο μονόζυγο του αλκοόλ,
στα ακροβατικά της καύσης
του τσιγάρου,
σαν άλλος αναστενάρης πάνω στην καύτρα του
κάνε με φως
Κύριε.
Λαμπάδιασέ με.

Σωτήρης Πάστακας

Ημ/νία δημοσίευσης: 26 Ιουνίου 2007