Εκτύπωση του άρθρου

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

 

 

 

`Ενα τρίπτυχο δοκίμιο βιογραφίας του Γιάννη Βαρβέρη

                                                         Στην Αλίκη και στον Νίκο

 

|

 

     

                                                                                                                               αρχείο Ιωσήφ Βεντούρα                                                                   

                                                                       

Πριν από λίγες ημέρες ο Ιωσήφ Βεντούρας μου έστειλε τρία χειρόγραφα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη που ο τελευταίος του είχε εμπιστευθεί, όπως υπολογίζω κατά τις αρχές του 2011, με προορισμό τη δημοσίευσή τους στο ηλεκτρονικό poeticanet. Ποιήματα που τα συμπεριέλαβε έπειτα στην προτελευταία συλλογή του, Βαθέος γήρατος, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη μητέρα του, ο θάνατος της οποίας κατά μια ατυχή συγκυρία ήταν προοίμιο στον δικό του! Είχε προλάβει πάντως να κάνει και την τελική διόρθωση, στέλνοντάς την στον Κέδρο για το «τυπωθήτω», αν και δεν πρόφτασε να δει τη συλλογή να κυκλοφορεί, καθώς έφυγε λίγες μέρες πριν. Πρόκειται, όπως θα δούμε εν ευθέτω χρόνω, όταν στο δεύτερο μέρος αυτού του τρίπτυχου ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το θέμα της σχέσης θανάτου και μητέρας, για ποιήματα με μικρές αλλά ουσιώδεις παραλλαγές, αν τα συγκρίνουμε με την οριστική τους μορφή Για όσους τον γνώριζαν από κοντά, ο Γιάννης έκανε διορθώσεις στα ποιήματά του ως την τελευταία στιγμή, αλλάζοντας στίχους, λέξεις, καταργώντας φράσεις ή και ολόκληρα ποιήματα! Υπήρχε δηλαδή ένα διαρκές γίγνεσθαι καθ΄ όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας της όποιας συλλογής του, και τα εν λόγω τρία χειρόγραφα δεν αποκλίνουν από τον «κανόνα» του Βαρβέρη. Αποτελούν μια ακόμα παραλλαγή της τελικής, δημοσιευμένης μορφής τους, με μερικές διαφοροποιήσεις που ενώ δεν αλλάζουν το νόημα, δίνουν έναν άλλο ρυθμό στην αλληλουχία της ποιητικής αφήγησης. `Ομως το παράδοξο του όλου πράγματος δεν βρίσκεται εδώ, δηλαδή στο θέμα των παραλλαγών, καθώς αυτές είναι συστατικό στοιχείο της ποιητικής τέχνης, από τότε που η ποίηση ήταν ανώνυμη, συλλογική δημιουργία! Το παράδοξο είναι ότι οι παραλλαγές με παρακίνησαν απροσδόκητα να σκεφθώ να γράψω ένα τρίπτυχο δοκίμιο που να στοχάζεται πάνω στην  ποιητική του Βαρβέρη. Και αυτό ακολουθώντας μια σειρά αναβαθμών: από τις τρεις παραλλαγές των ποιημάτων στα άλλα ομότροπά τους που βρίσκονται στη συλλογή Βαθέος γήρατος και από εκεί σε άλλα ομοθεματικά ποιήματα του Βαρβέρη, άλλων συλλογών του. Και όλα αυτά επικεντρωμένα σε τρία από τα σημαντικότερα, όπως νομίζω, ζητήματα της όλης ποιητικής τέχνης του.  `Αλλωστε τα τρία αυτά θέματα εγκιβωτίζονται με τον διαυγέστερο τρόπο στην προθανάτια αυτή συλλογή του : το θέμα του γήρατος, το θέμα του θανάτου και της ιδιότυπης, δραματουργικής αναπαράστασής του και το θέμα του θανάτου στον Κ.Π.Καβάφη, όπως το διάβασε ο Βαρβέρης μετά το 1990, ενεργοποιώντας, για να κάνει αποτελεσματικότερη την υφέρπουσα ή την ανοιχτά σκωπτική και σατιρική διάθεση του, τον βίο του Αλεξανδρινού. Ορίζοντας δηλαδή τον Αλεξανδρινό, ως μυθική περσόνα βέβαια, μέλος του δικού του ποιητικού θιάσου. Κάτι σαν μακρινό συγγενή του!

`Ο,τι και να λένε, η βιογραφία ενός συγγραφέα καθρεφτίζεται στα όσα έγραψε και στα όσα είπε.  Σ΄αυτά μετουσιώνονται και συμψηφίζονται όχι τα χρόνια αλλά οι χρόνοι της ζωής του. Ο Γιάννης Βαρβέρης- πλησιάζει να κλείσει μια δεκαετία από το θάνατό του -είχε ο ίδιος, όπως και η ποίησή του, μια αμφίπλευρη σχέση με τον χρόνο. `Οταν λέω ο ίδιος, εννοώ ότι ως άνθρωπος, εξ ιδιοσυγκρασίας, ήταν δοσμένος με πολλούς τρόπους στο παρελθόν.Τις περισσότερες φορές βασανιστικά και ενοχικά, αλλά έτσι κρατούσε πάντοτε ανοιχτή μια δίοδο που συνένωνε και τελικά ενοποιούσε σε μια όλες τις διαστάσεις της ζωής του. `Ετσι, η αναδρομική τυραννία και η απελπισία που συχνά ένιωθε για το μοιραίο έπαυαν να είναι κάτι το αφηρημένο∙ περνούσαν αυτή τη νοητή δίοδο ύπαρξης-ανυπαρξίας και μετείχαν της ζωής του-ή αλλιώς, της ποίησής του.  Χωνεύονταν οργανικά στην ποίησή του, στον τρόπο του να ζει, σ΄ ένα ποιητικώς ζην που αντικαθιστούσε το συμβατικώς ζην και υπερέβαινε τα όρια του δικού μας, του πιο ρυμοτομημένου βίου. Και από εκεί και πέρα κυριαρχούσε σε ό,τι ο Γιάννης αγαπούσε να σπαταλιέται: στο θέατρο, στα ξενυχτάδικα, στη ζωή των μικρών ωρών, στα μπαρ, σε μια ζωή καταδιωκόμενη από τον δαίμονα της μεσημβρίας. `Εφτιαχνε με το νου του και με επιμονή, Εν φαντασία και λόγω, όπως ήταν άλλωστε όχι τυχαία ο τίτλος της πρώτης του συλλογής ποιημάτων, το ΄75, ένα διάδρομο συνεχούς επικοινωνίας, όχι μόνο με ό,τι είχε ζήσει ο ίδιος ως παιδί ή ως έφηβος αλλά και με όσα είχε πάρει κλεφτά το μάτι του ως φευγαλέες αν και έκτοτε σφηνωμένες στα συνειδησιακά του κοιτάσματα εικόνες της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60. `Οσα είχε ακούσει πως έζησαν οι δικοί του στα χρόνια του μεσοπολέμου κι έπειτα∙ ο μυθικός θίασος του οικογενειακού του περιβάλλοντος, ο επαρχιακός κοσμοπολιτισμός των λουτροπόλεων, έτσι όπως ξέμεινε, φθαρμένος πολύ ως φθηνή απόγευση του μεσοπολέμου: οι αίθουσες της ρουλέτας και του μπλακτζάκ, τα τραπέζια των καζίνο, η Πάρνηθα και το Λουτράκι∙ και, από κοντά, ο κόσμος του θεάτρου που τον παρακολουθούσε εκστατικά από μικρός, ακούγοντας από τους θείους του αντί για παραμύθια ιστορίες του προσκηνίου και των παρασκηνίων.

`Ολα αυτά συνιστούσαν έναν κόσμο φασματικό, ονειρικό ενδεχομένως, αλλά και υπαρκτό∙ αφού υπαρκτό είναι ό,τι το βιωμένο. Δεν υπάρχει συλλογή ποιημάτων του Βαρβέρη, όσο προχωρούν μάλιστα τα χρόνια τόσο και η διαπίστωση αυτή εδραιώνεται περισσότερο, που να μην πραγματοποιείται στις σελίδες της μια μεταιχμιακή «σύζευξη», ένα ακατάπαυστο πήγαιν΄ έλα όπου ανταμώνουν και διασταυρώνονται ζώντες και τεθνεώτες. Πολλές φορές η σύζευξη γίνεται με διάμεσό της χρηστικά αντικείμενα που εγκαταλείπονται από τους αναχωρούντες («κτερίσματα» τα ονομάζει πολύ εύστοχα ο ποιητής)[1] ή με διάμεσο ανθρώπινα κορμιά, στα οποία μεταγγίστηκαν υποδορίως ίχνη από τη συνεχή αφή των απελθόντων και μένουν τώρα τα σώματα αυτά παρακαταθήκη για τις μνημονικές σπονδές εκείνων που έμειναν. `Ετσι, λ.χ., η αίσθηση (έστω, η φαντασίωση) της πατρικής απουσίας γίνεται αίσθηση της πατρικής παρουσίας, όταν ο γιος οδηγεί το παλιό αυτοκίνητο του πατέρα του. Φυλάει ευλαβικά και συντηρεί την πατρική «Cortina 1964», και όλη αυτή η σχέση μεταβίβασης του οχήματος στο Πιάνο βυθού (1991) αναπτύσσεται στην ποιητική φαντασία ως τρόπος συνομιλίας με τον υπαρκτό/ανύπαρκτο πατέρα. Αλλά έτσι και με την ηλικιωμένη  μητέρα στο Βαθέος γήρατος που όσο ζει ντρέπεται «με κωμική επιμονή» να ξεντυθεί μπροστά στον γιό της, γι΄αυτό και εκείνος, κάπως ζηλότυπα, υποτίθεται ότι της λέει χιουμοριστικά: «Γδύνεσαι μόνο/ στον χρόνια πεθαμένο άντρα σου/ όταν γι΄αυτό τον φέρνεις στα όνειρά σου.» [2]

Ασφαλώς και δεν είναι μονότροπη ή μονοθεματική η ποίηση του Βαρβέρη. Υπήρξαν φορές που αιφνιδίασε τους αναγνώστες του, όταν ιδίως θέλησε να αναθέσει στον ποιητικό λόγο του έναν ρόλο «οδηγητικό», όπως συνέβη παλαιότερα με την εκτενή ποιητική ενότητα του Κυρίου  Φογκ (1993), ένα βιβλίο που ήταν ουσιαστικά περισσότερο από ανάπτυξη ποιητικής, μια σύνθεση κοσμοθεωρητικού στοχασμού. `Η, σε άλλη περίπτωση, ένας ρόλος καταγγελτικός, όπως ήταν στη συλλογή `Ανθρωπος μόνος  (2009), όπου χαράσσεται εκ προθέσεως μια άλλοτε ειρωνική άλλοτε οξύτατα σατιρική, αντιβιβλική και αντικληρικαλική στάση, εμπνευσμένη αναμφίβολα (για όποιον γνώριζε τα δάνεια και τις αγάπες του Βαρβέρη), από τους Γάλλους τραγουδοποιούς,[3] και εστιασμένη στην αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο. Διαβάζουμε στο τέλος του ποιήματος «Τι εμοί και συ, γύναι;», τον υποθετικό μονόλογο της Παναγίας με τον Εσταυρωμένο: «Αν όμως τόσους αιώνες, βλέπεις σε κάθε εικόνα μας/ να Σε κρατώ στην αγκαλιά μου λυπημένη/ δεν είναι μόνο ο πόνος/ για τα εγκόσμια βάσανά Σου/ όσο η απέραντη πικρία για κείνο το εν Κανά: ΄Γυναίκα, τι σχέση έχω με σένα Εγώ;΄-/ πικρία όχι Θεομήτορος/ όχι αγίας καν/ μονάχα μάνας.»[4] `Ομως αυτές είναι ιδιάζουσες περιπτώσεις όπου ο ποιητής εσκεμμένα, ως πνεύμα αντιλογίας, ξεκόβει από τον  «κανόνα» των αγαπημένων θεμάτων του, θέλοντας να δοκιμάσει τις αντοχές όσων τον διάβαζαν και να δοκιμαστεί ο ίδιος σε νέους τροπισμούς και νέες θεματικές. Γιατί, στα περισσότερα άλλα βιβλία του το μεγαλύτερο μάλλον εκτόπισμα το έχει η ανάπτυξη ενός βιώματος όπου η ζωή και ο θάνατος, τα όρια της αρχής και του τέλους του ανθρώπου, της παρουσίας και της απουσίας του συγχέονται και καμιά φορά συναιρούνται. Η εντάφια κατάσταση συνεχίζει την επίγεια, η ερωτική διάθεση παραμένει η ίδια, όμως τα ερωτικά πάθη συνεχίζουν να ταράζουν τον αιώνιο ύπνο∙ μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε σε αρκετά ποιήματα του Βαρβέρη δεν υπάρχει απλώς μια γειτνίαση του προθανάτιου και του μεταθανάτιου, καθώς αυτά συγκλίνουν και υπερβαίνουν μέσω της ποιητικής φαντασίας την έννοια της θνητότητας! Η θνητότητα εξαλλάσσεται και μέσω της ποίησης γίνεται συνέχεια της ζωής!

`Αλλες φορές  κάτω από το σαρκαστικό ύφος διακρίνεται η αίσθηση της ματαιότητας, η αμφιβολία για το αν η ποιητική δημιουργία έχει νόημα, ενώ άλλες φορές, με βιτριολικό χιούμορ, ο ποιητής υπογραμμίζει τη διαφαινόμενη νομοτελειακή νίκη του ζωντανού σώματος πάνω στη θλίψη της απώλειας : «Γυναίκες πενθηφορούσες  ανάμεσα στις ανθοστήλες /[...] είναι η σιγή που τώρα  ακούγεται ή τριζόνια/ ή γρύλοι ή θριαμβεύοντα τζιτζίκια/ ή μήπως μάλλον / χυμοί αναβράζοντες, δύσπνοιες ανήσυχες/ κι ανταύγειες διαγραφόμενες του μαύρου ιματισμού τους/ καθώς μέσα στ΄ ανυπόμονα δάκρυα/ ήδη παραλογίζονται τρομπέτες/ χωρίς αναβολή αναγγέλοντας/ τη νέα ζωή;»[5] Μετουσιωμένα όλα αυτά συνήθως σε μια δραματουργία δυο διαστάσεων, φασματική/ εμπράγματη, αν και οι διαστάσεις αυτές, όπως ήδη είπαμε, πολύ συχνά αλλάζουν θέση ή μπερδεύονται μεταξύ τους, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μην μπορεί να διακρίνει την εμπειρία από το βίωμα. Και ποιός άλλωστε μπορεί να μας απαντήσει στο ερώτημα: πώς ξεχωρίζουμε το απτό από το φασματικό; Πώς ξεχωρίζουμε το προ-ποιητικό βίωμα από τις στιγμές εκείνες στις οποίες η ποίηση μεταμορφώνεται σε λόγο και γραφή; «Γιατί ο άυλος στ΄όνειρο γίνεται υπαρκτός / πιάνεις το σώμα του, τα στήθη, εκτός/ αν χάσεις ποτέ το αόρατο νήμα/ θα μείνεις μόνος, με τα δάκρυα και τη ρίμα.»[6] Πάντως, ο σε διαρκή μεταμόρφωση μύθος του οικογενειακού πεπρωμένου (και ο Γιάννης του έδινε ένα τέτοιο νόημα, του μοιραίου να συμβεί) ήταν μονίμως κάτω από το προσκέφαλο του. Και δεν τον αναγνωρίζουμε μόνο σε κάποια από τα ποιήματα∙ έτσι ή αλλιώς είναι ενεργά παρών, υπάρχει σε κάθε συλλογή, από τις νεανικές του ακόμα έως τις τελευταίες. Ο οικογενειακός μύθος εδώ, μύθος του γήρατος και της φθοράς, είναι διακριτότατος άλλωστε σε μια ποίηση που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, περιπαίζοντας, δραματοποιώντας, γελώντας με το καρυωτακικό τόξο της οδύνης διαρκώς στο στόμα,  συνομίλησε διαρκώς με τον θάνατο, αν και όχι πάντοτε πενθώντας, γιατί η διαυγής βεβαιότητα του θανάτου ξεπερνούσε σε ένταση το ίδιο το σκοτεινό και συχνά ομιχλώδες πένθος.[7]

`Οπως σε όλους μας, έτσι και στον Βαρβέρη ο μύθος που έχει ορίσει το είναι μας είναι ένα χαρμάνι οσμών, αφών, ψαύσεων, ακουσμάτων, εικόνων, πόνων, επιθυμιών, απαγορεύσεων και ηδονών. Καμιά φορά πάνω σ΄αυτά τύχαινε να του λέω ότι ο θρίαμβος της μεθυσμένης (από τη χαρά ότι κατάφερε και επέζησε πολέμων και εμφυλίων) κοινωνίας του ΄50 βιαζόταν να καλύψει, έστω και πρόχειρα, την καταπακτή όπου κρύβονταν οι ήττες της. Δεν είχε αντίρρηση, ήξερε πολύ καλά ότι πέρασε τα πρώτα παιδικά χρόνια του στον  παραπαίοντα κόσμο της ψευδοαστικής ανόδου του μεταπολέμου. `Ηξερε ότι τα γλέντια και οι φωταψίες βοηθούσαν τις υποκριτικές προσπάθειες να σκεπαστεί η ενοχή, και σε μια ατμόσφαιρα κεφιού και ημικαρναβαλικής χαράς, επιτήδευσης και γέλιου, να σπρωχτεί ο μόλις χθεσινός εμφύλιος- οι ακόμα πλήρεις φυλακές. `Ηταν ένας, των χαρτοπαικτικών λεσχών, της λάμψης των πολυελαίων και της ηδυπάθειας που έκρυβαν οι σκοτεινές αίθουσες των θεάτρων, το άγγιγμα των στιλπνών υφασμάτων- είχε ο ίδιος ο Γιάννης μεγάλη αδυναμία στην υφή τους- που στόλιζαν τους ρόλους και χάριζαν μια λαθραία προέκταση του «ρόδινου βίου». Αν  θέλουμε να είμαστε ουσιαστικοί, αυτά ήταν τα «παραμύθια» που τον μεγάλωσαν∙ αυτά ήταν όσα λάτρεψε αδιάκοπα, όσα  μνημείωσε με πικρό χιούμορ, πάθος και αυτοσάτιρα στην ποίησή του ως κάτι το ασύλληπτο και ιερό. Τηρουμένων των αναλογιών επέστρεφε σ΄αυτό το «αγαπημένο μαρτύριό» του, στην πρόσκληση ενός θιάσου που ήταν μοιραίος για την ίδια του τη ζωή, όπως επέστρεφε ο μεγάλος δάσκαλός του, ο Καβάφης, ζώντας και ο ίδιος στο παρελθόν, με τη μεταφορά του στο ωσεί παρόν της ποιητικής δημιουργίας∙ ή το ακόμα πιο ακραίο: ζώντας το φαντασιακό του ιδανικό στο παρελθόν!

                                                                                                   ......     συνεχίζεται 

 

 

 

© Poeticanet 


[1] «`Α sa portée», Ποιήματα 2001-2013, τόμος Β΄. Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2013, σ.205.

[2] «Σώμα σε όνειρο»,ο.π., σ.174

[3] Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές από τις συλλογές ποιημάτων του ο Βαρβέρης προτάσσει εν είδει προοιμίου, ένα απόσπασμα στίχων από τραγούδι του αγαπημένου του chansonnier Λεό Φερρέ (Ferré, 1916-1993) όπου εκδιπλώνεται εμφανώς ο αναρχικός αθεϊσμός του Γάλλου αλλά και ο δικός του. Συμπληρωματικά, ας σημειώσουμε, για να δείξουμε την μακροχρόνια οργανική και παθιασμένη σχέση της ποίησης του Φερέ (μα και άλλων τραγουδοποιών) με του Βαρβέρη, ότι λίγο μετά την πρώτη συλλογή του, Εν φαντασία και λόγω, δίνει προς δημοσίευση το 1976 το φυλλάδιο Λεό Φερρέ. Μια πρώτη παρουσίαση. Για να ακολουθήσουν, το 1982 και το 1983, μεταφράσεις του Ζακ Πρεβέρ και του Ζωρζ Μπρασσένς. 

[4] Ο.π., σ.104.

[5] «Πενθηφορούσες σε αμφίσημη πομπή», Πεταμένα λεφτά (2005), σ.86.

[6] « Σαν εξομολόγηση»,ο.π. σ.62.

[7] Θωμάς Τσαλαπάτης, Γιάννης Βαρβέρης. Εκδόσεις Γκοβόστη Αθήνα 2019,σ.31: «Ο θάνατος έχει καταλυτική συμβολή σ΄αυτή τη διαδικασία, αφού επιτρέπει να κινούμαστε πάντοτε εντός και εκτός νοήματος».

 

 

Ημ/νία δημοσίευσης: 11 Μαΐου 2020