Εκτύπωση του άρθρου

ALEX VASIES


Ο Alex Văsieș (γ. 1993) έκανε το ντεμπούτο του πριν από την αποφοίτησή από το Εθνικό Κολέγιο "Andrei Mureşanu" της πόλης Bistrița της Ρουμανίας με την συλλογή lovitura de cap/ κρανιοκόπημα (CDPL, 2012). Επέστρεψε δημοσιεύοντας ταυτόχρονα τις συλλογές Instalația/Η εγκατάσταση (Cartea Românească, 2016) και Oana Văsieș (Charmides, 2016). Είναι πτυχιούχος Φιλολογίας (Συγκριτική Λογοτεχνία) του Πανεπιστημίου "Babeş-Bolyai" του Cluj της Ρουμανίας.
-----------------
* Τα πρώτα έξι ποιήματα είναι από την συλλογή Instalația / Η εγκατάσταση, τα επόμενα τέσσερα από το Oana Văsieș. 
 

Alex Văsieș (n. 1993) a debutat înainte de a absolvi Colegiul Național „Andrei Mureșanu” din Bistrița, cu lovitura de cap (CDPL, 2012). A revenit publicând simultan volumele Instalația (Cartea Românească, 2016) și Oana Văsieș (Charmides, 2016). Absolvent de Litere (Literatură Comparată) la Universitatea „Babeș-Bolyai” din Cluj.
----------------
* primele șase poeme fac parte din volumul Instalația, următoarele patru din Oana Văsieș

 

 

Καμμιά διαστρέβλωση

Πέρασαν τρία χρόνια, μην ανησυχείς, είμαι ακριβώς όπως με άφησες.
Στο περιοδικό μου ζήτησαν κείμενα αλλά δεν έδωσα τίποτα, μόνο μια φωτογραφία
μου όταν ήμουν μικρός και χαρούμενος, χαμογελώντας πάνω στο καπό του
Trabant μέσα σ’ ένα πλούσιο λιβάδι στην άκρη κάποιου ρυακιού .
Συνεχίζω να ενθουσιάζομαι το ίδιο όταν βλέπω παιδιά με καλύτερη ψυχή
από τη δική σου, αλλά σπανιότατα· και μετά από μερικά δευτερόλεπτα  εξαφανίζονται πάνω στην διπλή πόρτα απ’όπου  επιστρέφει μόνο η αντανάκλαση μου.
Είναι μονίμως εκεί. Το μόνο πράγμα που με απασχολεί αληθινά
είναι η ομορφιά της προ-εφηβείας, την ακούσια,
με τα περίπλοκα αχνάρια στον λαιμό και στους ώμους από τον πρωινό ήλιο.
Κοιτάω στα συννεφιασμένα από λύπη μάτια των τελειοφοίτων κοριτσιών, με
τις ατέλειωτες κορδέλες που κυματίζουν στον αέρα, περιφέρομαι
στο φωτεινό μπαλκόνι κάποιων ξένων φοιτητών σε ρυθμούς που
μου κατέστρεψαν το λύκειο και απορώ γιατί όλοι εμείς ακούμε τα ίδια
κομμάτια απλώς και μόνο με την υπόσχεση μιας μικρής αναλαμπής 
πέρα από τις αναμνήσεις. Έχω μεγάλο σεβασμό για τον Aphex Twin,
υπάρχει εκεί η ακριβής περιγραφή των τροχιών της πτώσης σου.
Σπυράκια, νευρικότητα, ευφορία, αϋπνία, διέγερση, παραισθήσεις.
Μερικά πράγματα που είπες ήταν πολύ όμορφα,
τα υπόλοιπα δεν είχαν κανένα νόημα. Ότι παρακολούθησες όλη τη νύχτα
ένα παιχνίδι σκιών, ύστερα αποσύρθηκες απογοητευμένη.
Ότι στην τάδε πόλη οι ηλικιωμένοι ήταν ντεμοντέ και μόνο
κατά το ήμισυ ζωντανοί ενώ οι νέοι ήταν ολογράμματα παιδιών. 
Όταν εσύ με είχες περισσότερη ανάγκη, ένα τρομακτικό κύμα φόβου μου έπεφτε
πάνω στην ψυχή. Έμεινα μισό-κοιμισμένος στο κάθισμά μου
στο μπαρ. Αισθανόμουν άσχημα, φανταζόμουν ένα σωρό
πράγματα με προεκτάσεις που θα μπορούσε να μου είχαν συμβεί
αν είχα το θάρρος, και συ έμεινες μαζί μου όλη την μέρα και
το βράδυ σε ρώτησα πώς ήταν η γιορτή σου επειδή
ήμουν στην πραγματικότητα μόνος μου σε μια ξένη πόλη, με κάποια άλλη.
Και επειδή ήθελα να μένω χαρισματικός  ακόμα και στην κατάθλιψή μου.
Σε ονειρεύτηκα πολλές φορές στο σώμα μιας μαθήτριας λυκείου με ροζ  
φόρμα γυμναστηρίου και ότι ξεδίπλωνες τα λεπτά σου δάχτυλά, σκυμμένη στο απόλυτο σκοτάδι.
Όλα όσα κέρδισες στην εφηβεία είχαν απορυθμιστεί, συνέχεια 
επέστρεφες σε μια βίλα με ένα μόνο κρεβάτι, με το ίδιο χαμόγελο στα χείλη, 
αλλά με ένα μαγνάδι βασάνων στα μάτια. Με την μορφή μίας
μικρούλας λάμψης που θα μπορούσε να μεταφερθεί στα χέρια μέσα στην ομίχλη,
κουνούσες ανεξέλεγκτα το κεφάλι και εγώ αν είχα νιώσει την λύπη
και την πραότητα σου δεν μπορούσα να είμαι και λυπημένος και πράος, αλλά ούτε και αληθινός.

Δεν συνέβη τίποτα αυτά τα χρόνια, είμαι ακριβώς όπως με άφησες.
Σε παρακολουθούσα στο διαδίκτυο και με στενοχωρούσε η εικόνα σου,
μια παγωμένη, εκθαμβωτική και οδυνηρά μακρινή ανατολή.  
Η ανησυχία μου και το μόνο πραγματικό πρόβλημα μου είναι 
η ομορφιά της προ-εφηβείας, η ασυνείδητη: θα μπορούσε
να με πάει πίσω στη νύχτα με τις υπαίθριες μπιραρίες όταν είχα τον λαιμό καμένο
και το στομάχι μου σφιγμένο περιμένοντας το παραμικρό σημάδι μιας
τυχαίας επαφής που θα ήταν ικανή να με κάνει σκόνη. Ή να με κάνει εύκολο-
μετάφερτο προς τη φωτογραφία από την οποία δεν θα έπρεπε να ξεφύγω ποτέ.

 

Nicio distorsiune

Au trecut trei ani, nu-ţi face griji, sunt la fel cum m-ai lăsat.
Mi-au cerut texte la revistă dar nu am dat nimic, doar o fotografie
cu mine când eram mic şi fericit, zâmbind de pe capota unui
Trabant într-o livadă bogată la marginea unui fir de apă.
Încă mă entuziasmez la fel de tare când văd copii cu sufletul
mai bun ca al tău, dar foarte rar, şi după câteva secunde dispar 
pe uşa batantă de unde vine înapoi numai reflexia mea. 
E tot timpul acolo. Singurul lucru care mă preocupă real 
a rămas frumuseţea din preadolescenţă, aia inconştientă,
cu urme complicate pe gât şi pe umeri de la soarele dimineţii.
Mă uit în ochii întunecaţi de milă ai fetelor absolvente, cu
panglici nesfârşite unduindu-se în bătaia vântului, mă mişc  
în balconul luminos al unor studenţi străini pe ritmuri care 
mi-au stricat liceul şi mă mir de ce ascultăm noi toţi aceleaşi
bucăţi, doar pentru promisiunea unei mici străluciri în
spatele amintirilor. Am un mare respect pentru Aphex Twin, 
acolo e descrierea exactă a traiectoriilor căderii tale.
Acnee, nervozitate, euforie, insomnie, excitaţie, halucinaţii.
Unele lucruri pe care le-ai spus au fost foarte frumoase,
restul nu aveau niciun sens. Că ai privit toată noaptea
un joc de umbre, apoi te-ai retras dezamăgită.
Că în oraşul ăla bătrânii erau demodaţi şi doar pe jumătate 
vii, pe când cei tineri erau virtual copii. Când tu ai avut mai
mare nevoie de mine, un val îngrozitor de teamă mi se punea
pe suflet. Am rămas pe jumătate adormit pe bancheta mea 
din bar. Mi-a fost rău, mi-am imaginat o grămadă 
de lucruri cu aureolă care ar fi putut să mi se întâmple 
dacă aş fi avut curaj, şi tu ai stat cu mine toată ziua şi 
seara te-am întrebat cum a fost ziua ta pentru că
fusesem de fapt singur, într-un alt oraş, cu altcineva.
Şi pentru că voiam să am carismă şi în depresia mea.
Te-am visat de multe ori în corpul unei liceence cu trening 
roz, cum îţi desfăceai degetele subţiri, aplecată în beznă. 
Tot ce ai câştigat în adolescenţă se destrămase, te întorceai 
mereu într-o vilă cu un singur pat, cu acelaşi surâs pe buze,
numai că voalat de o suferinţă în ochi. Sub forma unei
străluciri micuţe care putea fi dusă în braţe, prin ceaţă,
mişcai necontrolat din cap, iar eu dacă simţeam tristeţea
şi blândeţea ta nu puteam fi trist şi blând, şi nici nu eram adevărat. 

Nu s-a întâmplat nimic în anii ăştia, sunt tot cum m-ai lăsat.
Te urmăream pe internet şi mă întrista imaginea ta,
un răsărit îngheţat, orbitor şi dureros de îndepărtat.
Preocuparea mea, şi singura mea problemă adevărată, e 
frumuseţea din preadolescenţă, aia inconştientă: putea 
să mă ducă înapoi, la noaptea cu terase când aveam gâtul ars 
şi plexul încordat în aşteptarea celui mai mic semn, al unei 
atingeri întâmplătoare să mă pulverizeze. Sau să mă facă uşor 
de purtat spre fotografia din care n-ar fi trebuit să scap niciodată.

 

Η φίλη μου σκάβει έναν λάκκο
στο μακό ο ιδρώτας οριοθετεί τους γοφούς της
μια μεγάλη κηλίδα σαν μάσκα λιωμένη πάνω στο υπογάστριο
ο ήλιος την χτυπάει όλο και πιο δυνατά
η φίλη μου σκάβει έναν λάκκο
που και που σταματάει κοιτάει
αλλά προλαβαίνω να γυρίσω το κεφάλι
εξακολουθούν να περνούν άνθρωποι με καπέλα από τον λόφο
γελοία ζώα
αν κοιτάξω επίμονα τον σβέρκο της
σταματάει
δεν θα τελειώσει εγκαίρως
η φίλη μου σκάβει έναν λάκκο
οι πισινός της είναι τώρα στο επίπεδο του εδάφους
δεν σε γνωρίζω θα σου δείξω τι έστι άνεση
ένας βάτραχος θροΐζει στο γρασίδι κοντά στον παραπόταμο 
μια σακούλα με τσιπς επιπλέει
πιο πέρα ο ήλιος την φωτίζει από τη μέση και πάνω
αν της κοιτάζω τον σβέρκο, γυρίζει
θα γυρίσει

 

 

Prietena mea sapă o groapă
pe tricou transpiraţia delimitează şoldurile
o pată mare ca o mască topită pe abdomen 
soarele o bate tot mai tare 
prietena mea sapă o groapă 
din când în când se opreşte priveşte 
dar apuc să-mi întorc capul 
mai trec oameni cu pălărie de la deal 
ridicole animale
dacă mă uit fix în ceafa ei 
se opreşte 
nu va termina la timp
prietena mea sapă o groapă 
fundul ei acum la nivelul solului 
nu te cunosc o să-ţi arăt ce-i confortul 
o broască foşneşte iarba de lângă pârău 
o pungă de chipsuri pluteşte 
mai încolo soarele o luminează de la brâu în sus 
dacă o privesc în ceafă se-ntoarce  
o să se-ntoarcă
 

Κορασίδες της Ρουμανίας (#5)


Πήγα στην πόλη σου
Και λυπήθηκα
Τρία υπαίθρια ταβερνεία και μία κρήνη 
Κανείς να με πάρει απ’το χέρι
Να μου χαϊδέψει το πρόσωπο

Πήγα στην πόλη σου
Και αισθάνθηκα φρικτά
Εδώ πήγες σχολείο
Στο φρούριο δίπλα στο αναμμένο δέντρο
Έβαλες τα κλάματα μιλώντας για οικογένεια

Ποιος δεν θα ήθελε μυστικά να είχε υπερδυνάμεις
Μονόχνωτο και φτωχό αγόρι
Στον πόνο θα μείνεις εντελώς μόνος σου  
Άθεε ανόητε τι φίδια τι αετούς τι σημαίες
Τι μηνύματα έχει το τατουάζ σου

 

Fete din România (#5)


Am fost în orașul tău
Și mi s-a făcut milă
Trei terase și o fântână
Nimeni să mă ia de mână
Să-mi mângâie obrazul

Am fost în orașul tău
Și mi s-a făcut rău
Aici ai făcut tu școala
În fortul de lângă copacul aprins
Ai plâns vorbind despre familie

Cine nu-și dorește în secret superputeri
Băiat sărac și unidirecționat
Ai să rămâi total singur în durere
Ateu prost șerpi vulturi steaguri
Ce mesaje are tatuajul tău 
 

 

Κορασίδες  της Ρουμανίας (#11)


Με πολέμησες
Και εγώ πάλι σου τηλεφώνησα
Στις τελευταίες αναλαμπές της ημέρας
Η χρυσαφένια σκιά σου έφτιαξε φωτοστέφανο

Το καλοκαίρι όλα πάγωσαν μέσα μου 
Όταν με πολέμησες ξανά και ξανά
Έτοιμος για εξουδετέρωση
Αδυνατίζω όλο και περισσότερο και αφήνω λίγα ίχνη

Θυμάσαι όταν απομακρυνόμασταν απ’την όχθη 
Πόσο λευκές ήταν οι ακτές
Πώς ανέβαινε ο καπνός στον ουρανό
Πόσο λευκές οι ακτές
Ο τριγύρω θόρυβος

 

Fete din România (#11)


Ai lucrat împotriva mea
Și eu tot te-am sunat
Pe ultimele sclipiri ale zilei
Umbra de aur ți-a făcut halou

Totul a înghețat în mine vara
Când ai lucrat din nou și din nou
Împotriva mea gata de neutralizare
Slăbesc tot mai mult și las urme puține

Îți amintești când ne îndepărtam de mal
Cât de albe erau țărmurile
Cum se ridica fumul spre cer
Cât de albe țărmurile
Zgomotul ambiental

 

Κορασίδες της Ρουμανίας (#12)


Είσαι απλώς ένα κορμί που θα πέσει στην λήθη 
Παλίρροιες παγετώνων κοίτη 
Δεν μου λες τίποτα ενώ κινούμαι δίπλα σου 
Βαθμιαία εξαφανίζεται η απαλή εικόνα σου 

Σε ακούω μακρινή κάτι μου σπάει τη δόνηση
Θέλεις να περιμένουμε μαζί το ξημέρωμα 
Ύστερα να κατεβούμε στο πανάλμυρό νερό
Να μου κάνεις αυτό που αποκαλείς αγκάλιασμα 

Μέχρι να πέσει το δειλινό
Μέχρι να πέσει το δειλινό απάνω μας

Είσαι απλώς ένα κορμί που θα πέσει στην λήθη 
Για μένα του φωτός που ταπεινώνει το σπαθί

Αν μου αρέσει να είμαι η λατρεμένη;
Να πλησιάζουμε πάρα πολύ;
Πιο κοντά από ό,τι θα᾽πρεπε;
Να βλέπω την ακτίνα ενός φακού να τρεμοπαίζει;

Ναι ναι ναι και πάλι ναι

 

Fete din România (#12)


Ești doar un corp ce va cădea-n uitare
Fluxuri câmpuri glaciale
Mă mișc lângă tine nu-mi spui nimic
Imaginea ta blândă dispare câte un pic

Te aud de departe ceva îmi rupe vibrația
Vrei să așteptăm împreună dimineața
Apoi să coborâm în apa plină de sare
Să-mi faci chestia la care-i zici îmbrățișare

Până vine seara
Până vine seara peste noi

Ești doar un corp ce va cădea-n uitare
La mine e sabia cu lumină umilitoare

Îmi place să fiu adorată?
Să ajungem foarte aproape?
Mai aproape decât ar trebui?
Să văd raza unei lanterne tremurând?

Da da da și da


 

 

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 23 Σεπτεμβρίου 2022