Εκτύπωση του άρθρου
                                                                                                                                 

Ο Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς (1883-1963) γεννήθηκε στο Ράδερφορντ του Νιου Τζέρσεϊ, από πατέρα Άγγλο  και  μητέρα Πορτορικανή. Ήταν γιατρός και ποιητής. Επί 40 χρόνια άσκησε τη ιατρική ενώ παράλληλα  έγραψε σημαντική ποίηση αλλά και πρόζα:  δοκίμια,  θέατρο, μυθιστόρημα. Πρώτες  επιρροές  γι αυτόν ήταν οι άγγλοι ρομαντικοί ποιητές Γουίλλιαμ Γουέντσγουορθ και  Τζον Κητς, αλλά αργότερα  μέσα από  της γνωριμία και φιλία του με τον  Έζρα Πάουντ, εντάχθηκε στο νεωτερικό ποιητικό κίνημα του μοντερνισμού.  Κύριο μέλος της ομάδας των Εικονιστών (Imagists), με ποιητική αρχή την εικόνα, προέταξε στη γραφή του την αμεσότητα της έκφρασης, την οικονομία του λόγου, τον πειραματισμό με νέες φόρμες, τη χρήση του ελεύθερου στίχου.  Η περιγραφή μιας εικόνας οδηγεί τον αναγνώστη από την παρατήρηση της, στην  αισθαντική εμπειρία της, στη συγκινησιακή διάσταση της, στον κριτικό στοχασμό.                               
 
Το κόκκινο καρότσι
 
πόσα πολλά εξαρτώνται
από
ένα  κόκκινο 
καρότσι 
που γυαλίζει στο νερό
της βροχής
πλάι στις άσπρες
κότες   
                   
Είναι ένα από τα πολύ γνωστά ποιήματα του Γουίλλιαμς. Ο τίτλος αναφέρεται σε ένα κόκκινο αγροτικό καρότσι, ο λόγος  αρκείται σε μια μόνο πρόταση μοιρασμένη σε  8 στίχους, το θέμα περιορίζεται με ακρίβεια σε ένα  χρηστικό  αντικείμενο, γνώριμο στους περισσότερους, αδιάφορο για πολλούς. Τι προκαλεί τον αναγνώστη να σταθεί σε αυτό το  ποίημα; Πόσα πολλά εξαρτώνται πιθανώς από ένα κόκκινο καρότσι; Ποιά είναι η ιδέα πίσω από αυτή την εικόνα; «Δεν υπάρχουν ιδέες  παρά μόνο μέσα στα πράγματα», δήλωνε σταθερά ο ποιητής « No ideas but in things» (Αυτοβιογραφία, κεφάλαιο 8). Εξ ίσου αντικειμενική ήταν και η ποιητική γραφή του: απλή, αναφορική, καθόλου κρυπτική ή δυσνόητη. Μια ιδιαίτερη ποιητική γραφή απευθυνόμενη  στον μέσο Αμερικανό αναγνώστη με  έμφαση στα μικρά καθημερινά πράγματα,  στους απλούς ανθρώπους, σε  αυτή την Αμερική που ο ίδιος πολύ αγάπησε.
 
Ο Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς έζησε λιτά και σεμνά, μακριά από τον θόρυβο της δημοσιότητας.  Οι δημοκρατικές αρχές του και ο ανθρωπισμός του  κυριάρχησαν τόσο στην άσκηση της  ιατρικής όσο και στα γραπτά του. Ως Αμερικανός και ποιητής, επέλεξε να παραμείνει στο Νιου Τζέρσεϊ, ενώ  άλλοι φίλοι του γνωστοί ποιητές μετοίκισαν στην Ευρώπη (Έζρα Πάουντ, Τ.Σ. Έλιοτ, Χίλντα Ντουλίτλ…), ακολουθώντας τον παραδοσιακό ποιητικό ελιτισμό της Αγγλικής γλώσσας. Η φήμη της ποίησης του άργησε πολύ να  εδραιωθεί. Πέρασαν  30 χρόνια  συγγραφικής  εργασίας μέχρι να αρχίσει να αναφέρεται ως λογοτέχνης. Έως το 1940, οι περισσότεροι στο Ράδερφορντ τον ήξεραν μόνο σαν γιατρό. Όμως το 1950 η ποιητική και συγγραφική καριέρα του αποκορυφώθηκε, όταν του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης των Ηνωμένων Πολιτειών,  για τον τρίτο τόμο του εξαίρετου ποιήματος του Πάτερσον (Paterson) και τη συλλογή του Επιλεγμένα Ποιήματα (Selected Poems). Σημαντική ήταν και η επίδραση του στους νεώτερους Αμερικανούς ποιητές , κυρίως στη γενιά των Μπιτ (Βeat generation).
 
Πάτερσον είναι το όνομα μιας βιομηχανικής  πόλης  στον ποταμό Πασέικ στο Νιου Τζέρσεϊ που δάνεισε το όνομα της σε ένα μεγάλο ποίημα σε ενότητες, όπου ο πρωταγωνιστής άνδρας και ποιητής «είναι ο ίδιος μια πόλη, καθώς αρχίζει, αναζητεί, επιτυγχάνει και τελειώνει τη ζωή του με τρόπους που μια πόλη ενσωματώνει…» ανέφερε στο εισαγωγικό σημείωμα του ο Γουίλλιαμς. Είναι ένα ποιητικό αφήγημα με άξονα τον μοντέρνο άνθρωπο στη σκληρή, βιομηχανοποιημένη καθημερινότητα του. Είχε προηγηθεί ο θόρυβος της ελεγειακής «Έρημης Χώρας» του Τ. Σ. Έλιοτ,  δραματική απεικόνιση της κατάρρευσης του Δυτικού πολιτισμού. Στον αντίποδά της, το ποίημα Πάτερσον απεικονίζει μεν την αποσύνθεση το μοντέρνου κόσμου, διακρίνει όμως και τις νέες  δυνάμεις που θα επιφέρουν ένα νέο κόσμο.
 
Ο Πάτερσον απλώνεται στην κοιλάδα κάτω από τους καταρράκτες του Πασέικ/ το σπαταλημένα νερά του σχηματίζουν τη γραμμή της ράχης του/ Όπως έχει/ γύρει στη δεξιά πλευρά / με το κεφάλι κοντά στις βροντές/ των νερών που γεμίζουν τα όνειρα του/ Αιώνια κοιμισμένος, /τα όνειρα του τριγυρνάνε στην πόλη όπου εκείνος παραμένει/ ινκόγκνιτο…  (Book 1, The Delineaments of the Giants).
                              
 
 
 

 
πόσα πολλά εξαρτώνται
από
ένα  κόκκινο 
καρότσι 
που γυαλίζει στο νερό
της βροχής
πλάι στις άσπρες
κότες   
 

Είναι ένα παράξενο κουράγιο
που μού δίνεις αρχαίο αστέρι:
Μόνο σου λάμπεις στην ανατολή του ήλιου
χωρίς να είσαι δικό της.
 
 
 
Όλες οι σύνθετες  λεπτομέρειες 
για το ντύσιμο και
το ξεντύσιμο τελείωσαν!
Ένα υγρό φεγγάρι
κινείται ήρεμα ανάμεσα
στα μακριά κλαδιά.
Αφού προετοίμασαν τα μπουμπούκια τους
για έναν ασφαλή χειμώνα
τα σοφά δέντρα
όρθια μέσα στο κρύο κοιμούνται.
 
 
Καθώς η γάτα
αναρριχόταν στην
κορυφή της
αποθήκης
πρώτα το δεξί
μπροστινό πόδι
προσεκτικά
ύστερα τα οπίσθια
γλίστρησε
μέσα στην τρύπα
του άδειου
ανθοδοχείου
 

Στις δέκα το πρωί η νεαρή σύζυγος
με νεγκλιζέ πηγαινοέρχεται  πίσω
απ’  τους ξύλινους τοίχους στο σπίτι του άντρα της.
Εγώ περνάω με το αυτοκίνητο μόνος.
Τότε εκείνη βγαίνει πάλι στο πεζοδρόμιο
να φωνάξει τον παγοπώλη, τον ψαρά, και στέκει
ντροπαλή, ελεύθερη από τον κορσέ, ενώ μαζεύει            
τα άτακτα μαλλιά της, κι εγώ την συγκρίνω
μ’ ένα πεσμένο φύλλο.
Οι αθόρυβες ρόδες του αυτοκινήτου μου
βιάζονται τρίζοντας πάνω στα
ξερά φύλα ενώ χαιρετώ χαμογελαστά προσπερνώντας.

 
Αν εγώ όταν η γυναίκα μου κοιμάται
και το μωρό και η Κάθλην
κοιμούνται
κι ο ήλιος σαν δίσκος φεγγίζει λευκός
σε ομίχλες μεταξένιες
πάνω από δέντρα που λάμπουν,-
αν εγώ, στο βορινό μου δωμάτιο
χορεύω γυμνός, αλλόκοτα
μπροστά στον καθρέφτη μου
ανεμίζοντας το πουκάμισο μου
πάνω από το κεφάλι μου
σιγοτραγουδώντας  στον εαυτό μου:
«Είμαι μόνος, μόνος.
Γεννήθηκα για να ‘μαι μόνος,
Είμαι καλύτερα έτσι!»
Αν καμαρώνω τα μπράτσα μου, το πρόσωπο,
τους ώμους, τα πλευρά, τα οπίσθια μου,
απέναντι στα κίτρινα κατεβασμένα στόρια, -
Ποιος θα ’λεγε ότι δεν είμαι εγώ
του σπιτικού μου το χαρούμενο στοιχειό;
 

Λουλούδια παντού στο παράθυρο
μαβιά και κίτρινα
παραλλαγμένα από λευκές κουρτίνες-
Μυρωδιά της πάστρας-
Λιακάδα του αργού απογεύματος-
Στον γυάλινο δίσκο
μια γυάλινη κανάτα, το ποτήρι
ανάποδο, δίπλα του
αφημένο ένα κλειδί - Και το
αγνό λευκό κρεβάτι.
 
[*  μικρό απομονωμένο νησί στο Cape Cod της Μασαχουσέτης, καλοκαιρινός   προορισμός].
 
 
Μια εύσωμη νέα ξέσκουφη γυναίκα
με ποδιά
Τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω στέκεται
στον δρόμο
Το ένα πόδι με την κάλτσα πατάει
στο πεζοδρόμιο
Το παπούτσι της στο χέρι. Κοιτάζοντας
προσεχτικά στο βάθος του
Τραβάει έξω τον χάρτινο πάτο
να βρει το καρφί
Που την πόναγε
 
 
Μεταξύ τοίχων
στις πίσω πτέρυγες
του
νοσοκομείου όπου
τίποτα
δε φυτρώνει σωρός οι
στάχτες
Και μέσα λάμπουν
τα σπασμένα
κομμάτια μιας πράσινης
μπουκάλας
 
Μετάφραση Μάρω Παπαδημητρίου
 
© Poeticanet  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 6 Ιανουαρίου 2020