Εκτύπωση του άρθρου
ΣΟΦΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
 
 (Απο)χαιρετώντας το Νίκο Εγγονόπουλο
 
Καθώς έχουμε αποχαιρετίσει το Έτος Εγγονόπουλου, σκέφτομαι να απευθύνω κι εγώ ταπεινό χαιρετισμό προς τον «μεγάλον ημών» ποιητή και ζωγράφο. Ζηλεύω κάπως την τόλμη και την ελευθερία ενός Ανδρέα Εμπειρίκου, που διατείνεται πως δε θα μιλήσει για το φίλο του υπερρεαλιστή «χρησιμοποιών όρους της τεχνοκριτικής», διότι δεν είναι κριτικός, ούτε τρέφει συμπάθειες για την κριτική, αλλά ούτε ως αισθητικός ή φιλόσοφος ή κοινωνιολόγος, διότι οι επιστήμες όπως και η πολιτική είναι ενασχολήσεις εκλογικευτικές και άσχετες με την ποίηση ή τη ζωγραφική, «όταν δεν είναι η ίδια η διενέργειά των πράξις ποιητική»·[1] εγώ δεν έχω, όμως, δυστυχώς, την πολυτέλεια μιας τέτοιας δήλωσης. Θα κινδύνευα να κατηγορηθώ για υποκρισία και υπερβολική προκλητικότητα, καθώς είμαι, με την ευρεία έννοια, κριτικός.
Επιθυμώ, ωστόσο, να μιλήσω για το Νικόλαο Εγγονόπουλο λιγότερο με τους όρους της φιλολογικής επιστήμης, την οποία διακονώ, ή της λογοτεχνικής θεωρίας, με την οποία ενίοτε φλερτάρω, και περισσότερο ως θαυμάστριά του, αντικρίζοντάς τον μέσα από την οπτική επιφανέστερων θαυμαστών του, συναδέλφων του ποιητών, με αφορμή μερικά στιγμιότυπα διαλόγου τους με τον «υπερρεαλιστή της ατέρμονος ζωής». Το κείμενο αυτό, αν δεν είναι ακριβώς εγκώμιο, σαν του Εμπειρίκου, συνορεύει με το είδος αυτό του λόγου περισσότερο από ό,τι με την επιστημονική πραγμάτευση. Τώρα, το αν η διένεργεια της φιλολογίας ή της κριτικής είναι, μπορεί να είναι ή θα έπρεπε να είναι «πράξις ποιητική» είναι ένα άλλο, μεγάλο και άλυτο ζήτημα, που παραμονεύει, νομίζω, ως ερώτημα, στο βάθος του λόγου μας.
 

I.               
Ο δρόμος του ποιητή
Ο Εγγονόπουλος αποτύπωσε στο ποιητικό του έργο την αγωνία του για τη «ζωή και το θάνατο των ποιητών»[2]. Συχνά μοιάζει να βασανίζεται και να διχάζεται σχεδόν ανάμεσα στην ακλόνητη πίστη σε μια αθανασία κερδισμένη με αίμα και πόνο ψυχής, από τη μια μεριά, και την απογοήτευσή του μπροστά στη μικροψυχία αυτών που ξέρουν να «εκτοξεύουν μόνον σκατά»[3] και να «δολοφονούν τους ποιητάς» (ΠΒ, 192), από την άλλη. Ο ίδιος «συνήντησε δυστυχώς τέτοιους πολλούς»·
 
[...]
συνήντησα δυστυχώς τέτοιους πολλούς και
καταλαβαίνεις
πόσο μ’ εδυσκολέψανε – πόσο με βασανίσαν και μ’ ενό-
χλησαν –
ως είχα αφιερώσει τη ζωή μου αποκλειστικά
– με πάθος –
στα τόσο δύσκολα – για με τουλάχιστο – προβλήματα
χρωματικών συνδυασμών
και αρμονίας
 
«Απόσπασμα διαλόγου (Ο μαχητής)» (ΚΡ, 59-60)
 
Σε ένα ποίημά του ο Νίκος Καρούζος μοιάζει, χωρίς να αναφέρεται άμεσα στον Εγγονόπουλο, να παραπέμπει στον προβληματισμό εκείνου για το δρόμο του ποιητή:
 
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΒΕΒΑΙΟ ΔΡΟΜΟ
Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος
ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
έχει ένα βέβαιο δρόμο
τόπους-τόπους αγκάθια
τόπους-τόπους ωραία χαλιά
π’ ο άτυχος τα ματώνει.
Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
πάλι μια γέννα μάς προσμένει.
 
Ν. Καρούζος, Ποιήματα Α´ (1961-1978), 158
 
Ο βέβαιος δρόμος του ποιητή οδηγεί τελικά στην απογείωση προς τον έναστρο ουρανό, προς έναν τόπο χλοερό όπου ισοφαρίζεται ο επίγειος πόνος και αντισταθμίζεται πάσα λύπη και στεναγμός από την αιώνια μακαριότητα. Πρόκειται για το σημείο όπου συνορεύει σημαδιακά το τέλος με την αρχή, για το κυκλικό φαινόμενο της αέναης επιστροφής, αφού εκεί που τελειώνει ο δρόμος, η θνητή ζωή, και αρχίζει ο κόσμος των άστρων, μας προσμένει μια νέα γέννα, μια αναγέννηση και μετεμψύχωση του ποιητικού νοήματος ως ανακύκλωσης του ανθρώπινου πάθους. Σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό, όμως, ο δρόμος αλλού είναι σπαρμένος με αγκάθια κι αλλού στρωμένος με ωραία χαλιά που οι λαβωμένες πατούσες του άτυχου ποιητή, νικητή μαζί και ηττημένου, ματώνουν. Το ταξίδι συντίθεται τόσο από πόνο όσο και από ηδονή, από λύπη και ευτυχία, διατηρώντας, ωστόσο, σταθερό τον προορισμό του, απαρέκκλιτη την πορεία του· είναι η πορεία των μεγάλων, των ελεύθερων, των γενναίων, των δυνατών:
 
[...]
 
Γι’ να αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μεσ’ στη
                             νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
 
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού· π ρ ο ς τ’   ά σ τ ρ α.
 
«Μπολιβάρ» (ΠΒ, 9-10)
 
 
          Σαν τη Σινώπη, σαν την Ελεωνόρα, σαν τον Ορφέα του Εγγονόπουλου, σαν τόσα και τόσα πλάσματα της φαντασίας του, τόσα και τόσα ονειρικά, εσωτερικά τοπία του ποιητικού και ζωγραφικού του έργου, το όνειρο του ποιητή αίρει τις περιοριστικές αντιθέσεις, συγχωνεύοντας χαρά και λύπη, πόνο και αγαλλίαση, σκοτάδι και φως, για να διακηρύξει, εν τέλει, την κατάργηση του θανάτου, την υπέρβαση, δηλαδή, του έσχατου ορίου. Ο ηρωικός αγώνας του να δώσει «νέα ζωή στα υπέροχα ερείπια» (ΠΑ, 12), να διασώσει, σε «καιρούς σακάτικους» (ΠΒ, 192) τα «φευγαλέα οράματα της χαράς που είδε κάποτες – σαν ήτανε παιδί – κυττάζοντας ευλαβικά μέσα στα στρογγυλά μάτια των πουλιών» (ΠΑ, 34), να αγγείλει, μαζί με τον συνοδοιπόρο Εμπειρίκο, την έλευσιν των «τρελλών κοχλίων» και των «μουσικών σφουγγαριών» (ΠΑ, 38), ζυμώνεται με τη βαθιά θλίψη που προκαλεί το μίσος των βρικολάκων και η αδιαφορία των φιλήσυχων κατοίκων, που ενοχλούνται από τους εκκωφαντικούς θόρυβους και τις επίμονες μουσικές του ποιητή-επαναστάτη, βασιλιά μαζί και εξόριστου μέσα στην ίδια του τη χώρα. Άξιζε όμως τον κόπο:
 
Και ιδού που τέρπει διότι τέρπεται ο ποιητής, ιδού που τρομάζει διότι τρόμαξε, ιδού που ηδονίζει διότι ηδονίσθηκε, ιδού που μαστιγώνει διότι μαστιγώθηκε, ιδού που συγκλονίζει διότι συγκλονίσθηκε. (Εμπειρίκος)
 
Σε όλο το μήκος του δρόμου του, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο «ποιητής του παντοτινά κορυφουμένου πάθους»[4], υπηρέτησε και τραγούδησε, είτε με λυρισμό είτε με αφηγήσεις, τα δύο, κατά τον Εμπειρίκο, μεγαλείτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, τον Έρωτα και το Σπαθί. Σε πείσμα των καιρών και αγνοώντας τη «μαύρη τρούπα», («που έχασκε στα πόδια μας από την πρώτη μέρα που είδαμε το φως – της μαύρης τρούπας – λέω – του τάφου μας Γρηγόρη», KΡ, 70), μετατρέποντας, σα γνήσιος καλλιτέχνης, σε «οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου», ύμνησε το ερωτικό πάθος, που μεταμορφώνει τον κόσμο, και επωμίστηκε τα οράματα μιας επανάστασης (το Σπαθί) υπέρ της ελευθερίας και του ανθρωπισμού· ιδού η αποστολή της τέχνης, να μας παρηγορεί και να μας θέλγει μέσα από την ουτοπία, έστω:
 
ΚΑΥΧΗΣΙΟΛΟΓΙΑΙ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗΝ
 
Ι.
ας δώσουμε κάτι στην Θηρεσία του Ιησού Χριστού
ας δώσουμε κάτι στον μεγάλο ποιητή
ας δώσουμε κάτι και στον Πάμπλο Πικασσό
 
αλλ ας μη δώσουμε τίποτες
στα μαύρα στόματα των πηγαδιών
στις αξιοδάκρυτες γκαμήλες της Βακτριανής
στα σκοτεινά ρολόγια του πολέμου.
 
(ΠΑ, 23-24)
 
 
          Παρά τις κάποιες αμφιταλαντεύσεις εν όψει της κακίας του κόσμου, ο Εγγονόπουλος δεν έπαψε να πιστεύει στην αθανασία του ποιητή-επαναστάτη, ήρωα μαζί και εξιλαστηρίου θύματος, στην αθανασία του Ορφέα και στην αιώνια επιστροφή της Ευρυδίκης, στην ικανότητα των κατοίκων της ουτοπικής πολιτείας της ποίησης, της Σινώπης, να ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους, παρά την ελλοχεύουσα απειλή του θανάτου μέσω της δυσοίωνης Bella Donna. Στο ποίημα «Γοτθική πικρία», αφιερωμένο στον συναγωνιστή Ανδρέα Εμπειρίκο, δηλώνεται καταρχήν ο πόθος για την κατίσχυση της χαράς και η ετοιμότητα για θυσίες:
 
Τώρα η ψυχή μας ποθεί την χαρά. Έστω κι αν απαιτείται δι’ αυτό, (...) η εξωμήτριος κύησις του φόβου μεσ’ στα επιρριπτάρια της αθανασίας. (...)Έστω κι αν η θυσία που απαιτείται και παλιν από ημάς είναι τόσον οδυνηρή όσον τα δάκρυα που κυλούν από τα θλιμμένα μάτια της, οι τραγικές πλεξίδες των μαλλιών της. Έστω κι αν η εις Εκβάτανα αλγεινή μετάβασις μας μάς επιφυλάσσει τόσας φρικτάς συνεπείας και για τώρα και για το μέλλον. (ΠΒ, 54-55)
 
Το κείμενο τελειώνει με μια σειρά από αγωνιώδη ερωτήματα, που υπογραμμίζουν την τραγικότητα ή, αλλιώς, τον ουτοπικό χαρακτήρα, του εγχειρήματος:
 
Συμφέρει στο άπειρο το χάος του ονείρου; Αυτή η άμυνα πού θα μας πάη, σαν μας μισήσουνε κι οι λυγαριές; (55)
 
          Όπως όμως υποδηλώνεται στα περισσότερα ποιήματα του Εγγονόπουλου, το χάος του ονείρου συμφέρει στο άπειρο, αφού η έντασή του αρκεί για να αδρανοποιήσει τις δυνάμεις του θανάτου, επιστρατεύοντας είτε τον έρωτα και την αγάπη («τα σώματά μας θα χαθούν θα σβύσουν / από μας θα μείνη μέχρι της συντελείας των αιώνων / αυτό το «σε αγαπώ» που σου ψιθύρισα στις ώρες μας τις πιο / κρυφές, «Ελεωνόρα» ΙΙ, ΠΒ 97), είτε τη μαχητικότητα του αγωνιστή που, παρά την παροδική μικροψυχία των κατοίκων του Αναπλιού, θα δοξαστεί στους αιώνες («Μπολιβάρ»). Σε ένα άλλο ποίημα αφιερωμένο στον Εμπειρίκο, εξάλλου, «Το χέρι» (ΠΒ 98-100), το οποίο παραπέμπει τόσο στο δίστιχό «Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου», όσο και στο «Φως παραθύρου» εκείνου, επικυρώνεται η σύμπλευση έρωτα και χαράς μέσα από την ευφρόσυνη εικόνα μιας ωραίας κόρης, που πλέκει ένα ωραίο, φιλόξενο δίχτυ, «ωσάν καλός θεός», «σαν τ’ άσπρα πλήκτρα της χαράς», ορθή σε ένα παράθυρο: οι δύο ποιητές σε μια ακόμα δοσοληψία λέξης-χεριού. Ο Εγγονόπουλος προσφέρει τη λέξη του, ζητώντας το χέρι της κόρης, του φίλου υπερρεαλιστή, το χέρι του αναγνώστη, του δύσπιστου κοινού, στο δρόμο προς τ’ άστρα.
 
II.              Ο Παράδεισος των ποιητών
Πού πάνε οι ποιητές, όταν πεθαίνουν; Ο Εγγονόπουλος δήλωσε, τελικά, ευθέως στο ποίημα «Ο υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής» (ΚΡ, 50-51)·
 
[...]
ο ποιητής
την άρνηση του θανάτου φέρνει μαζί του
κι’ ακόμη
είν’ αυτός τούτος
του θανάτου η άρνηση
 
κι’ έτσι
το νεκρικό κιβούρι του ποιητού
θα γενή πάλε η σαρμανίτσα του
του τάφου του το κυπαρίσσι
πάλι η κουδουνίστρα
που θα κραδαίνη
στα φωτεινά τα χέρια
του.
 
Οι ποιητές δεν πεθαίνουν πραγματικά, λοιπόν. Ξαναγεννιούνται από τις στάχτες τους αιωνίως, κρατώντας στα φωτεινά τους χέρια την κουδουνίστρα τους, και περνούν σε μια άλλη διάσταση, στην αιώνια διάσταση της Σινώπης, αλλά και της πολυσύνθετης, ωραίας και παράξενης «πόλεως του φωτός», όπου συγκατοικούν αρμονικά οι ζωντανοί με τους νεκρούς (βλ. ΚΡ, 73-74).
          Ο Εγγονόπουλος μοιάζει, πάντως, να ταλαντεύεται ανάμεσα σε ένα όραμα αθανασίας του ποιητή μέσα στον κόσμο, είτε μέσω του έρωτα, είτε μέσω της υστεροφημίας, από τη μια μεριά, και στην υποψία ότι το όραμα των ποιητών δεν έχει, τελικά, θέση, στον πραγματικό κόσμο, στην επίγεια ζωή, αλλά μπορεί μόνο να στεγαστεί σε έναν ουτοπικό Παράδεισο, εκτός τόπου και χρόνου, ίσως σε ένα μεταφυσικό επίπεδο, μετά θάνατον και πέραν του θανάτου. Σε ένα ποίημά του με τίτλο «Αποχαιρετισμός για το Νίκο Εγγονόπουλο»[5], γραμμένο μετά το θάνατο του ποιητή (1985), ο Νάνος Βαλαωρίτης επιβεβαιώνει αυτήν την υποψία:
 
[...]
Κι όμως κι όμως ... λένε πως Παράδεισος υπάρχει
Πως εκεί πηγαίνουν οι ψυχές των ποιητών που φεύγουν
(Και μ’ αυτούς μαζί ένα σωρό κοινοί θνητοί)
Να μείνουνε για πάντα μέσα σε κείνα που ονειρεύτηκαν
Και παρ’ ελπίδα ελπίσανε και οραματίστηκαν
Και γι’ αυτό δεν τους είδε ποτέ κανείς από κει πέρά
ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΕΤΟΥΤΑ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ.
 
Η εντύπωση ότι το θαύμα της χαράς, η βίωση των ονείρων, η δυνατότητα να διαλυθούν τα σύννεφα και οι μπελάδες και να λάμψει πάλι ο ήλιος, το όραμα της ελευθερίας μέσα στον έρωτα, δεν έχουν διάρκεια μέσα στην καθημερινότητα, προκαλείται, εξάλλου, από το ποίημα «Ο γρύλλος» του Εγγονόπουλου, αφιερωμένο στο Νάνο Βαλαωρίτη (ΚΡ, 75-77).
 
Ο ΓΡΥΛΛΟΣ
εις Νάνον Βαλαωρίτην
 
το μπαϊράκι – το λάβαρο –
της ζωής και της ημέρας
ειν’ πλουμισμένο
με σωρούς πολύχρωμες κορδέλλες
χάντρες
και με μακρυούς
κόκκινους θυσάνους
 
οι πολύχρωμες κορδέλλες
είναι οι χαρές
τα τραγούδια μας
τα όνειρά μας
μας συνοδεύουνε στις έρημες ακρογιαλιές
[...]
 
κι’ όταν πλακώσουνε οι βαρειές μας
οι σκοτούρες
τότες μπαίνουνε οι θύσανοι σ’ ενέργεια
οι μπελιάδες σκορπούνε
μακρυά μας
σαν από θαύμα
τα σύννεφα διαλύονται
παύουν οι σειρήνες
κι’ ελεύθεροι
σκαμπανεβάζουμε
στου
έρωτα
τις μαούνες και τις βάρκες
 
στις συνοικίες της πόλεως βαρούνε οι καμπάνες
στης Τρούμπας τα σοκάκια
χαλούν τον κόσμο
οι κιθάρες
όπως στους μύλους (τους μύθους)
μας αλέθουν
τα τολμήματα
των σαυροκτόνων
 
κι έρχετ’ η δύση
η Δύση
κι όλα πάν’ χαημένα
 
Υπό την προϋπόθεση ότι η πόλη στην οποία αναφέρεται εδώ ο ποιητής είναι, όπως υπονοείται από την αναφορά «στης Τρούμπας τα σοκάκια», μια πόλη πραγματική κι όχι ουτοπική, το τέλος του ποιήματος δηλώνει το απότομο, βίαιο τέλος της γιορτής, την υποστολή του λαβάρου της ζωής και της χαράς στον πραγματικό κόσμο. Ακόμη κι αν ερμηνεύσουμε τη λέξη Δύση στο λογοπαίγνιο του τέλους ως μια έμμεση αναφορά στον ορθολογισμό της δυτικής σκέψης εκ μέρους του «ανατολίτη» υπερρεαλιστή Εγγονόπουλου, το ποίημα μοιάζει να αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του θαύματος μέσα στην καθημερινότητα ή υπό τις συνθήκες της συμβατικής ζωής. Έτσι, ο ποιητής, κι αν δεν επιλέξει μόνος του το θάνατο, για να αναπαυθεί από την ασχήμια της ζωής, όπως έκαναν ο Καρυωτάκης και ο Γκέοργκ Τράκλ, ποιητές που δεόντως τίμησε ο Εγγονόπουλος,[6] ίσως παρηγορηθεί με την ιδέα ενός μεταθανάτιου παραδείσου, όπου ο καθένας μπορεί να ζήσει τα όνειρά του, ανενόχλητος επιτέλους από τους αδαείς και ανεγκέφαλους βρικολάκους. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος, ωστόσο, επινόησε τη δική του Ουτοπία, πέραν του διλήμματος ζωή-θάνατος, όπου οι βιολογικά νεκροί και οι βιολογικά ζωντανοί θα μπορούν να συγκατοικούν αρμονικά και με κατανόηση και στην οποία θα μπορεί να μεταναστεύσει, ανά πάσα στιγμή, οποιοσδήποτε: την Ουτοπία της ποίησης.
 
III.          Ο νεκρός της ζωής μας 
Ένας άλλος θαυμαστής του Εγγονόπουλου, ο Μίλτος Σαχτούρης, αγγίζει το σισσύφειο μαρτύριο του καθημερινού νεκροζώντανου, σε ένα ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Ο νεκρός της ζωής μας Ιωάννης Βενιαμίν Δ’ Αρκόζι»[7].
 
Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ
         
          Στον Νίκο Εγγονόπουλο
 
Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε –
εν ζωή – και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του – γίδια βόδια και
πρόβατα πολλά – πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει
τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό
που ’χει στημένο καταμεσίς στο δωμάτιό του
σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος
στ’ ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του
φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται να’χε
κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά
να ’χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά
να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών
να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας
 
 
Η διαδικασία που περιγράφεται εδώ μοιάζει με ένα είδος αυτολύπησης ενός ανθρώπου ή του ανθρώπου, που καταστρέφει μόνος του την περιουσία του, τον κάθε λογής πλούτο του, υλικό ή ψυχικό, για να καταλήξει, τραγικός εν ζωή αυτόχειρ, ζωντανός νεκρός, να κλαίει τη μοίρα του και να βασανίζεται από την επιθυμία. Πρόκειται, ίσως, για τη διαλεκτική πόθου-απώλειας ή, μάλλον για τον φαύλο κύκλο της επιθυμίας, που την κινητοποιεί μόνον η έλλειψη. Ποιος είναι όμως ο νεκρός της ζωής μας; Ο τραγικός καθημερινός, απλός άνθρωπος, που, αδαής καθώς είναι, αυτοκαταστρέφεται και μεμψιμοιρεί, ανίκανος να πάρει τη μοίρα στα χέρια του, που αναγνωρίζει την αξία των αγαθών της ζωής μόνο μέσα από την απώλεια, το θάνατο; Ή μήπως πρόκειται για μια εικόνα του ποιητή, του καλλιτέχνη, γενικότερα, ο οποίος βιώνει, την καθημερινή διελκυνστίδα του πόθου και της έλλειψης, πεθαίνει και ανασταίνεται, μετασχηματίζοντας τον πόνο σε ποίηση; Μήπως και ο καλλιτέχνης, σαν κάθε θνητός, οφείλει να καταπολεμήσει τον νεκρό μέσα του, για να υπερνικήσει τον θάνατο σε όλες τις μορφές του και να κατοχυρώσει την επανάσταση μέσα από την προσωπική ευτυχία, να αναλάβει, με άλλα λόγια, τις ατομικές του ευθύνες στον αγώνα για την επικράτηση ενός ανθρωπισμού μέσω της τέχνης; Τελικά, ο Ιωάννης Βενιαμίν βρίσκεται στον αντίποδα του ποιητή ή εντός του, εντός μας; Πώς μπορεί να πεθάνει κανείς, ενώ ακόμα, τυπικά, ζει; Ή να ζει, ενώ έχει πεθάνει;
          Η απάντηση που δίνει το έργο του Εγγονόπουλου στο ερώτημα αυτό δεν είναι, φυσικά, μονοσήμαντη. Ενώ σε πολλά ποιήματά του μοιάζει, ως διάπυρος υπέρμαχος της ζωής που είναι, να αντιμάχεται ακριβώς αυτόν τον εσωτερικό, εικονικό θάνατο και να προασπίζεται τον χώρο της ποίησης, όπου βρίσκουν στέγη τα πιο φωτεινά οράματα αντλημένα από την ψυχική περιουσία του καλλιτέχνη, σε μερικές περιπτώσεις το δράμα του Ιωάννη Βενιαμίν φαντάζει αρκετά οικείο.
Τα ποιήματα «Ο Σεβάχ ο θαλασσινός» (ΠΑ, 69-74) και «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» (ΠΑ, 82-87) εικονοποιούν, κατά τη γνώμη μου, μια διαδικασία ποιητικής ενδοσκόπησης που αντιπαρέρχεται τις καταιγίδες και τα «σπέρματα των λυκανθρώπων», αντλώντας από τον μέσα πλούτο και επενδύοντας, κατά τρόπον υπερρεαλιστικό, τα αντίκειμενα με ψυχικό φορτίο. Και τα δύο κείμενα τοποθετούνται στη σιωπηλή και μυστηριακή ώρα της νυκτός, την ώρα των καλών και κακών ονείρων, της εσωστρέφειας και της έμπνευσης, και στοιχειοθετούν μια αναζήτηση που καταλήγει στο μεγάλο έρημο σπίτι της ποίησης. Στον «Σεβάχ» το μικρό λουλούδι που ο ποιητής ζητούσε από παιδί, απομένει στην παλάμη του και ζει, μετά από μια διαδικασία εκούσιου στυψίματος του μυαλού, και του μιλάει στοργικά, του μιλάει «για τα όνειρα που σφυρούν τη νύχτα ... σα δάχτυλα σα δάκρυα» (71).
 
[...]
και μου λέει ακόμα
και για τη ζωή
που ζω
ήσυχα
ήρεμα
μέσα στο μεγάλο
έρημο σπίτι
–        όλο από μπλε γυαλί –
εκεί όπου ζουν
μόνο
τα πουλιά
ολομόναχος
ακίνητος
μέσα στα ηλεκτροφόρα
σύρματα
της κοιλιάς ΤΗΣ
 
Ενώ στον «Σεβάχ» ο ποιητής παραμένει μόνος του, συγκάτοικος των πουλιών και κάτοχος του μυστικού του έρωτα, στα «Κλειδοκύμβαλα», ταυτίζεται στιγμαία με τους λυκανθρώπους («κι ίσως εγώ να είμαι πια αυτός ο λυκάνθρωπος των αστραπών αυτός που λεν – σα βραδιάζει – ο «άνθρωπος παρένθεσις» μεσ’ τις φυσούνες της πλεκτάνης στα σάβανα της πορείας εν ώρα νυκτός όταν πεθαίνη ένα πουλί σα θειαφοκέρι»), ως άλλος Ιωάννης Βενιαμίν, νεκροζώντανος, για να ελευθερωθεί, ωστόσο, και να τρέξει ακούραστα πάνω στα νερά με το «λυρικό ποδήλατο» και την «περικεφαλαία της αγάπης», να φτάσει στο τελευταίο σκαλί της σκάλας και να αντικρίσει «ένα δωμάτιο, που ήταν – είναι – ένας μεγάλος κήπος γιομάτος μουσική και ζωγραφιές» (86). Στο ποίημα «Ακριβώς όπως» (ΠΑ, 135-138), εξάλλου, ο ποιητής υπερασπίζεται την ταυτότητά του απέναντι στον χορό, ο οποίος αναρωτιέται «τι ζητούσες όταν πετούσες κάτω στο δρόμο τόσα λουλούδια και την τόση χαρά μιας νυχτιάς;» (136), κατηγορώντας τον για κατασπατάληση μιας πολύτιμης περιουσίας. Ο ποιητής απαντά πως δεν ζητούσε παρά τη χαρά. Η αναζήτηση στέφθηκε μάλιστα από επιτυχία, αφού βρήκε την ερωτική ξύλινη φιγούρα του καραβιού, διήλθε όμως το στάδιο των δακρύων, τη φάση του νεκροζώντανου της νύχτας («τις νύχτες όταν αυλακώνουν βαθιά το πρόσωπό μου ποτάμι τα δάκρυα όπου κυλούν από τα μάτια μου»), αντικαθιστώντας, τελικά, την έλλειψη με την ανακάλυψη και την ερωτική πληρότητα:
 
[...]
τώρα
σαν ξυπνώ
την κυττάζω
και την βλέπω πλάγι μου
να φέγγη
η κοιλιά
ΤΗΣ
ωσάν
φανάρι
 
Ο ποιητής, λοιπόν, είναι ο μοναχικός εραστής της ζωής, που παραγκωνίζει τη μεμψιμοιρία, έχοντας επίγνωση του πόνου και της υφέρπουσας απειλής της οριστικής απώλειας, για την οποία την ευθύνη φέρει, εν τέλει, ο ίδιος, όσο και όποτε υποκύπτει στη λογική των λυκανθρώπων· είναι ο άνθρωπος που αποστάζει τον πόνο σε εικόνα, αλλά και ο καπετάνιος του «καραβιού του δάσους», εν μέσω καταιγίδων και κεραυνών;
 
Αυτός, που δεν έχει τη χαρά κι όμως τηνέ γνωρίζει, που δεν είν’ ελεύθερος κι όμως ποθεί την Ελευθερία, αυτός που βασανίζεται κι όμως ελπίζει. Ας γίνη γνωστό· αν Μοίρες δεν ευρέθηκαν κοντά στο βρεφικό του λίκνο, Μοίρες, και Μάγισσες κι αγαθές Ανεράιδες θα του παρασταθούν στη νεκρικιά του κλίνη. (ΠΒ, 148)
 
Η αμφισημία ενός Ιωάννη Βενιαμίν δεν του είναι άγνωστη· συμπυκνώνεται, ίσως, στην παρακάτω εξομολόγηση με την οποία τελειώνει το ποίημα «Κλέλια ή μάλλον το ειδύλλιον της λιμνοθάλασσας»:
 
[...]
είμουν
γι’ αυτήν
ταυτόχρονα
λάτρης
και τιμωρός
 
(ΠΒ, 195)
 
IV. Δυσκολίες της Φιλικής Εταιρίας
́Ενα τελευταίο επεισόδιο διαλόγου με τον Εγγονόπουλου, αυτήν τη φορά από τον Έκτορα Κακναβάτο:
 
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ
          στον κύριο ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ
 
Δεν έβρισκε το πέρασμα γι’ απέναντι
μόνο που ως λαιμός κομμένος σύριζα
του φεγγαριού
ερέθιζε τους πετεινούς
μα πιο πολύ τον ακροτελεύτιο Βοόζ
με τα ερωτικά ενώτια του οικοδεσπότη
και το χρυσαφί δαμάλι
καρφωτό στο στήθος του να μουκανίζει
κάθε που η έλευση κάποιων Ηρακλειδών
είτανε ante portas
 
δε έβρισκε, λοιπόν, το πέρασμα
όχι που δεν υπήρχε
μα που, χρόνια τώρα, είχε αχρηστευθεί
ως λέξη
καθώς με άλλα κατιόντα προχριστιανικά
σωριάστηκε καταμεσί της Θεσσαλίας
όπου ο πάσα ριγωτός στυλίτης ή φουστανελάς
κραδαίνει κι από ένα ακροκέραμο
της παλιγγενεσίας.
 
Τα μαχαίρια της Κίρκης, 1981, 31
 
 
Το ποίημα του Κακναβάτου μοιάζει να κλείνει το μάτι συνωμοτικά στον Εγγονόπουλο, στο βαθμό που σκιαγραφεί τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ο ποιητής-επαναστάτης σε καιρούς σακάτικους – δυσκολίες που έχει δείξει ο ίδιος ο Εγγονόπουλος στον «Μπολιβάρ» και στο «Νέα περί του θανάτου ...», ταυτιζόμενος ως νέος Βελισάριος, ως άλλος Μπολιβάρ, με τη μοίρα των ηρώων σε εποχές μίζερες και σκοτεινές. Ο ποιητής, ο οποίος «κατηγγέλθη ως προσήκων σεβασμός» «υπό ομάδος αλλοπροσάλλων παμφάγων ερυθροδέρμων αλιέων», ως «ποδήλατος εγκέφαλος των Χετταίων» από «ομογενείς εφοπλιστάς και αντισφαιριστάς», αποδέχεται, τελικά, ή μάλλον συνειδητοποιεί την εκρηκτική επίδραση των στίχων του και της ζωής του («η ζωή μου ήτανε ... το φυτίλι της λάμπας») και παραδίδεται με μια χειρονομία ηρωικής αυτοθυσίας στο αδηφάγο «πλήθος των ιερέων».[8]
          Η επανάσταση του ποιητή, λοιπόν, ο οποίος επιχειρεί, σαν τον σύγχρονο Όμηρο της Μοσχούπολης, τον άνθρωπο του γιοφυριού,[9] το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση, σε μια λυτρωτική υπερπραγματικότητα με εμβέλεια κοινωνική και πανανθρώπινη, τη μετάβαση από την σκλαβιά στην απόλυτη ελευθερία, όμοια με τους Ηρακλειδείς και τους Ηρακλήδες, με τον σύγχρονο Ηρακλή, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο του ποιήματος «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου», τους Φιλικούς και τους ήρωες, εν γένει, της εθνικής παλιγγενεσίας, αντιμετωπίζει όχι μόνο την αντίσταση του ακροτελεύτιου Βοόζ, αλλά και το πρόβλημα του ευτελισμού της έννοιας της επανάστασης, σε καιρούς σύγχρονους (το πέρασμα είχε αχρηστευθεί ως λέξη στο ποίημα του Κακναβάτου). Ο ποιητής, ο επαναστάτης εν γένει, ερεθίζει την εξουσία, που απωθεί λυσσασμένη τους Ηρακλειδείς, ενώ η επανάσταση η ίδια χάνει το νόημά της είτε επειδή θεωρείται κάτι ξεπερασμένο («... με άλλα κατιόντα προχριστιανικά»), είτε επειδή έγινε εμπόρευμα και αντικείμενο στα χέρια διαφόρων επιτήδειων ψευτο-επαναστατών ή ψευτο-μαρτύρων («ο πάσα ριγωτός στυλίτης ή φουστανελάς ...»). Ο Εγγονόπουλος στηλιτεύει τον ευτελισμό αυτόν και την υποκριτική στάση εκείνων που μηχανικά αναμασούν τα ηρωικά ιδεώδη, την ώρα που σύγχρονοι ήρωες καταγγέλλονται, καταδικάζονται, θανατώνονται, και σπεύδει να στηρίξει και να αγκαλιάσει τους κατατρεγμένους Ηρακλείς και τις ηρωικές παρθένες:
 
ΥΔΡΑ
κατηγγέλθη
ως εξαιρετικά επικίνδυνος
για την δημόσια ασφάλεια
– για την ειρήνη
των φιλησύχων πολιτών –
την ώρα που
σοβαροί
– ή μάλλον σοβαροφανείς – ιερείς
μάλλον ηλικιωμένοι
και λίαν άξιοι ή ανάξιοι σεβασμού
επεκαλούντο
την μνήμην
των μεγάλων ναυμάχων
της Σαλαμίνος
καθώς
και την μνήμην των
Μιαούλη, Κανάρη, Τομπάζη, Λαζάρου Κουντουριώτη
και Ισιδώρου Ducasse
 
χαράματα τον
έπιασαν
πισθάγκωνα τον έδεσαν
και τον επήγαν σηκωτό
σα λείψανο
σαν μια παρθένα λεπτή
λευκή
λεγομένη Μαρία
που έπλεκε
μιας σπάνιας εμορφιάς
νταντέλλα
– νταντέλλα σαν τη ζωγραφική μου –
στη σκια του
δάσους
του βουνού
και του πράσινου
κήπου
 
[...] (ΠΑ, 125-126)
 
ΤΟ ΣΚΥΡΟΚΟΝΙΑΜΑ ΤΩΝ ΗΡΩΙΚΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ
λησμονούνται
οι σεμνές παρθένες
που έπεσαν
– αχ τόσο πρόωρα –
μαχόμενες
ηρωικά
πάνω στα οδοφράγματα
 
στον τόπο όμως
όπου κύλησε το
νεκρό κεφάλι τους
και σούρθηκαν
τα μακριά μαλλιά τους
εκεί
αρέσει στον ποιητή
ν’ απομονώνεται
σε μιαν υπερήφανη
– και γαλάζια –
μοναξιά
[...]
 
εκεί φυτρώνουν και
τα δέντρα
που παράγουν
τους παράξενους κι ωραίους καρπούς
που προσφέρουν στον
ποιητή
για τις
μελλούμενές του
πικρίες
 
(ΠΑ, 113-115)
 
Τελειώνω εδώ αισίως με μερικά ακόμη αποσπάσματα από ποιήματα του Εγγονόπουλου, που φωτίζουν περαιτέρω τον διάλογο των νεότερων υπερρεαλιστών, αλλά και του μέντορα Εμπειρίκου, μαζί του:
 
ΔΥΑΔΙΚΟΣ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΣ
Το νου σας! Φυλαχτήτε! Προσέχτε! Ήδη οι άνεμοι που φυσούν εφέρανε ίσαμε τ’ αυτιά μας τα μυστηριώδη μηνύματα. Το κάθε τι εγκυμονεί γύρω μας και μια απειλή. Μαχαλάς δεν έμεινε που να μην τόνε πλάκωσε ο φόβος. Κάθε αντικείμενο κρύφτει μέσα του και μια ψυχή. Να φύγουμε, ελάτε. Η ώρα χτυπά. [...] Να φύγουμε κάπου μακρυά. Στα Γάλβανα! Στα Γάλβανα! Εκεί, όπου η σωτηρία, της λήθης τ’ απάνεμο λιμάνι. Η γαλήνη. Εκεί! ... Θύματα εξιλαστήρια της αγάπης, της νύχτας ασκητικοί στρατοκόποι, της αυγής υπερήφανοι περπατητές, ανάφτε το θαλασσινό φανάρι. Ποιος έχει τακάτι, τίνος το λέει στ’ αλήθεια η καρδιά, ας ερθή. Μη χρονοτριβούμε σε μάταιες ανασκοπήσεις του παρελθόντος. Οι καιροί είν’ αβέβαιοι. Καμμιάν ασφάλεια δεν έχουν οι δρόμοι, σε πολλά σημεία η πλημμύρα κατέκλυσε το παν. [...] Εμπρός! Στα Γάλβανα της Λυκαονίας, εκεί θ’ αναπαυθούμε. [...] Εκεί που τα δάκρυα τα πύρινα των τελευταίων αυτοκρατόρων και οι ερωτικοί σπασμοί είναι εν και το αυτό πρόσωπον. Όπου η προσφορά του λοστρόμου στ’ αχνάρια της υποτεινούσης των ανωμάλων έλξεων θα συνοδεύεται με υπόκρουσιν άρπας  και αγγέλων. Κι όπου η μεγαλόπρεπη παρουσία μας θα σημαίνη την δια παντός επικράτησιν της ελευθερίας, και του πόθου της ελευθερίας, σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
 
(ΠΒ, 67)
 
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Νίκος Εγγονόπουλος; Τι λόγια είπε; Τι ύμνους έψαλε;
 
[...]
ένα πουλί θαλασσινό τανύζει
τα φτερά του
λέει:
«εσύ ’σαι
ο νέος προφήτης
μέσα στην τάφρο των δικών σου λιονταριών » (ΠΒ, 129)
 
Δεν ξέρω αν η προφητεία του νέου προφήτη σχετικά με την επικράτηση της ελευθερίας θα επαληθευτεί ποτέ· μια άλλη, όμως, προφητεία του, εν μέσω πικρίας και απανωτών απογοητεύσεων έχει βγει, σε μεγάλο βαθμό, αληθινή:
 
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για
                                      τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
          πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
[...]
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
                             νύχτες πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογι-
ζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
[...]
                                                «Μπολιβάρ»
 
Γεια και χαρά σου, Εγγονόπουλε, σε όποιον Παράδεισο κι αν είσαι!

Σοφία Βούλγαρη


[1] Τα παραπάνω παραθέματα προέρχονται από το κείμενο του Εμπειρίκου «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», περ. Τετράδιο 3 (1945), 35-38, και ανάτυπο, Άγρα, Αθήνα, 1999.
[2] Βλ. το ποίημα «Η ζωή και ο θάνατος των ποιητών», Ποιήματα Α´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, 95-97. Σε ό,τι ακολουθεί οι παραπομπές στο έργο του Εγγονόπουλου θα γίνονται ως εξής: Ποιήματα Α´ = ΠΑ, Ποιήματα Β´ = ΠΒ, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Ίκαρος, Αθήνα, 1978= ΚΡ, και θα ακολουθεί ο αριθμός των σελίδων.
[3]Όπως λέει ο Εμπειρίκος στο κείμενο που αναφέρθηκε παραπάνω, χωρίζοντας τους ανθρώπους σε αυτούς που «εκτοξεύουν σπέρμα διεισδύοντες» και στους «εκτοξεύοντες μόνον σκατά.»
[4] Βλ. στο κείμενο που προανέφερα.
[5] Από τη συλλογή Ανιδεογράμματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1996, 72-73.
[6] Βλ. «Ο μυστικός ποιητής» (ΠΑ, 57-59), «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου» (ΚΡ, 90-91) για τη σχέση με τον Καρυωτάκη, και «Το ποίημα του Γκέοργκ Τράκλ» (ΚΡ, 65-68).
[7] Από τη συλλογή Παραλογαίς (1948)· στον τόμο Ποιήματα (1945-1971), Κέδρος, 1988, 41.
[8] Τα παραθέματα από το πεζό ποίημα «Παράδοσις», ΠΑ, 47-48.
[9] Βλ. το ποίημα «Ίσως», ΠΑ, 49-50.

Ημ/νία δημοσίευσης: 1 Φεβρουαρίου 2008