Εκτύπωση του άρθρου
          ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ            
                                             
 η δόξα της ανεμελιάς,  του Χάρη Ψαρρά
 
 
 
H ειρωνεία που στοχάζεται
 
 
                                                    
 
      «Η γλώσσα είναι σαν ραγισμένο τύμπανο που το χτυπάμε ρυθμικά για να χορεύουν οι αρκούδες, ενώ στην πραγματικότητα λαχταρούμε να συγκινήσουμε τ’ άστρα για να μας λυπηθούν».
                                                  Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ
 
       Αβίαστη διεκπεραίωση του μηνύματος, αποκλίνων, «ψαγμένος» λόγος, ευθύτητα εκφορών, ειλικρινής συνομιλία με την παράδοση του σονέτου, αναστοχαστικές, όχι ανιαρές καταθέσεις, ευδιάκριτη διασύνδεση με την αρχαιοελληνική θεματολογία, κλείσιμο του ματιού, συχνά πυκνά, προς το μέρος των μεγάλων Δασκάλων του σκώμματος: πρόκειται για το τρίτο ποιητικό βιβλίο του Χάρη Ψαρρά. Προηγήθηκαν τα εξής: Σπίρτα χειρός, από τις εκδόσεις «Πλανόδιον», το 2002 και Στην αγκαλιά του κύκλου, από τον «Κέδρο», το 2004. Ήδη από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο χώρο των απαιτητικών κειμενικών εμπεδώσεων, ο Χάρης Ψαρράς κατέδειξε ότι γνωρίζει πώς να προβάλει κατά τρόπο ικανοποιητικό και αρκούντως καταληπτό αρκετές πτυχές των προσφιλών του ειδώλων. Δοκιμάζει στην πράξη μια ποιητική γραμματική ικανή να υποστηρίξει απρόσκοπτα το αρχικό στιχουργικό σχέδιο, διαφοροποιώντας κατά πολύ τους δείκτες του σε σχέση με ό, τι συμβαίνει στο χώρο των πρόχειρων και ανεξέλεγκτων ρητορικών εκτονώσεων των πολλών, οι οποίοι αρέσκονται στην κατάχρηση του όποιου λεκτικού τους δυναμικού.
     Ο Χρίστος Ψαρράς μας έχει πείσει ότι αντιλαμβάνεται επαρκώς, μεταξύ άλλων, την κορυφαία σημασία του στοιχείου της ασίγαστης, διαβρωτικής ειρωνείας, αλλά και των συναφών αυτοϋπονομεύσεων του ίδιου του ποιητικού του ιδιώματος, εντρυφώντας, μεταξύ άλλων στο ανοικτό σχολείο της ποιητικής τέχνης του Walt Whitman. Εντοπίζεται επίσης μια ειδικότερη, καυστική διάθεση, η οποία έχει κάθε λόγο να ανακαλεί με τη σειρά της ευθέως την καταγγελτική προαίρεση του Γεωργίου Σουρή. Το  «Ρεβεγιόν(Αγρυπνία)» πιστοποιεί ευθέως τη συγκεκριμένη αυτή λογοτεχνική συγγένεια. Παραθέτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα: «Καθώς χαράζει η πρώτη μέρα του αιώνος / οι ιαχές αμίμητων λυράρηδων / Φοίβου, Καρβέλλα και λοιπών  μας κατακλύζουν. / Πως θα ‘κανα  το ρεβεγιόν στον δρόμο δεν το πίστευα. / Ξανθομαλλούσα καλλονή διαβάζει Τζούλια Κρίστεβα / σ’ ένα παγκάκι στη Σταδίου. Μας ορίζουν / και οι κλοσάρ και η ποπ και η κουλτούρα./ Δες, ξημερώνει η πρώτη πρώτου δυο χιλιάδες / με όλα της τα συμπράγκαλα. Κατούρα / στου μέλλοντος κι εσύ τις συμπληγάδες!» (Ιδέτε σελ. 21).
     Οι συστηματικές προσφυγές στα σημαίνοντα υποκείμενα του γραμματολογικού μας καταπιστεύματος και κατά συνέπεια στα υποχρεωτικά συνδηλούμενά τους,  όπως είναι φέρ’ ειπείν ο ομηρικός Οδυσσεύς, η Πηνελόπη, ο Ιάσων, ο Ποσειδώνας, ο Άδης,  Δίας, ο Γανυμήδης,  ο Παν, ο Ξενοφάνης εμμέσως (ιδέτε εν προκειμένω τον «Πετροπελεκητή», ο οποίος διαλογίζεται με τον τρόπο των προσωκρατικών, σελ. 14 επ.) ως και ο απαραίτητος Διάβολος των λαϊκών παραδόσεων προσδίδουν στην όλη σύνθεση μιαν ευρύτερη προοπτική διαχρονικής δράσης της δημιουργικής γραφής, καθαρά ελληνοκεντρικής υφής. Βεβαίως ο Χάρης Ψαρράς φαίνεται να γνωρίζει ότι οι ποιητές, όπως καταδήλωσε ο  Ντέϊβιντ Χιουμ,  διαμορφώνουν αυτό που αποκαλούν «ποιητικό σύστημα των πραγμάτων», το οποίο, αν και δεν γίνεται πιστευτό ούτε από τους ίδιους ούτε από τους αναγνώστες τους, θεωρείται συνήθως επαρκές θεμέλιο για κάθε δημιούργημα της φαντασίας. Έχουμε τόσο πολύ εξοικειωθεί με τα ονόματα ΑΡΗΣ, ΔΙΑΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ επειδή, με τον ίδιο τρόπο που η εκπαίδευση διαμορφώνει μια γνώμη, η σταθερή επανάληψη αυτών των ιδεών έχει ως αποτέλεσμα να αναδύονται στον νου με ευκολία και να κυριαρχούν στη φαντασία χωρίς να επηρεάζουν την κρίση. Και ο κραταιός Σκότος επιμένει: «Αυτό εξηγεί γιατί οι τραγωδοί δανείζονται πάντα τον μύθο τους, ή τουλάχιστον τα ονόματα των κύριων ηρώων τους, από κάποιο γνωστό ιστορικό κείμενο». Εδώ ακριβώς τελείται και το ποιητικό παίγνιο της Δόξας της ανεμελιάς, το οποίο φτάνει στην ωραιότατα στημένη υπερβολή της «τσάρκας στον Αχέροντα με βάρκα» του ζεύγους των ευειδών νεκρών. (Ιδέτε εν προκειμένω το κρίσιμο ποίημα «Η κάθοδος στον Άδη, II», σελ. 39, σε συνδυασμό με το ρηξικέλευθο έργο του Ντέϊβιντ Χιουμ Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, Απόπειρα εισαγωγής της Πειραματικής Μεθόδου Συλλογισμού στα Ηθικά Θέματα, βιβλίο πρώτο, «Για την επιρροή της πεποίθησης», εισαγωγή- μετάφραση: Μαρία Πουρνάρη, εκδόσεις Πατάκη, 2005.)
   Κατά τα άλλα η ανάδειξη του ποιητικού εγώ σε απόλυτο ρυθμιστή των κειμενικών πραγμάτων συναρτάται συνειδητά με την υπόλοιπη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, χωρίς δηλαδή φωνασκίες, παλιμπαιδισμούς ή υστερίες της ηλικίας. Διαβάζω την «Ανάβαση» και το επιλογικό πεντάστιχο ως μαρτυρίες ενός  αυτοκρινόμενου ρομαντικού, ο οποίος προτιμά να στήνει γέφυρες με την πραγματικότητα, παρά να την πυρπολεί ασυστόλως: «Υψώνομαι στο φως καθώς / ο ήλιος δύει καθέτως. / Τώρα υγραίνουν οι πρώτες σταγόνες / καθαρτήριας βροχής τις πατούσες μου. / Μα η έγνοια μου για τα’ άσπρο φως / με τρέφει και υπάρχω / στις τρίλιες και στις δόξες του / και στ’ ακροκέραμά του. / Ακτίνων τέκνο. Λουλουδιών / σπορά και ειμαρμένη. / Εγώ κι εγώ και το έτερον / θα γίνομαι εν ολίγοις / μια λέξη μονοσύλλαβη / αντωνυμία όλων» και «Μικρή μου τέχνη εφτάψυχη / του μέλλοντός μου μνήμη / πλάι στου ιστού σου τους στροβίλους επωάζεις / του σύμπαντος τις μαύρες τρύπες και / της σιγής την κορύφωση.» (Ιδέτε σελίδες 47 και 53, αντιστοίχως).
      Κοντολογίς, πίσω από την αθώα εξομολόγηση «Η διάθεσή μου είναι εύθραυστη» (ιδέτε, σελ. 42) υποκρύπτεται επιμελώς ένας ανήσυχος υποβολέας, ένας επιμελής μάρτυρας αυτών των δίσημων καιρών, ο οποίος αμφισβητεί κι αυτός ευθαρσώς την γνωστότατη ετυμηγορία του Ρίλκε περί δήθεν αχρηστίας των ποιητών.
 
Γώργος Βέης

Ημ/νία δημοσίευσης: 16 Σεπτεμβρίου 2008