Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει η Κούλα Αδαλόγλου

 

 

Τριπλή στόχευση και ένας λανθάνων λυρισμός

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, εκδ. Πόλις, 2021

 

Ο ποιητής, ή η ποιήτρια φυσικά, χύνει στο κατάστρωμα τον κουβά με τον χρόνο, ερωτεύεται άυλες γυναίκες, χάνεται όταν ο έρωτας την προδίδει, η μοναξιά του είναι γυμνή και ευάλωτη.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη διαβάζει ιστορίες και τις μεταγράφει με τον δικό της τρόπο. Ενώ ταυτόχρονα αφηγείται ιστορίες γραφής, για τη διαδικασία στη γραφή της ποίησης κυρίως. Παίζοντας πότε τον ρόλο του αναγνώστη πότε του συγγραφέα, τους καταργεί εναλλάξ, για να τους επαναφέρει στην αέναη πορεία της δημιουργίας.

Και για να καταλήξει πως η ποίηση είναι η «μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν».

Τα ποιήματα στοιχούν σε συγγραφείς, σε λογοτεχνικά έργα και ήρωες, σε δημιουργούς γενικότερα, μερικά σε επινοημένα πρόσωπα. Πάντα βέβαια έχουν σχέση με τη γραφή. Άλλα μένουν πιο κοντά στον «μύθο», όπως εκείνα που αναφέρονται στον Σολωμό, στον Κρυστάλλη, στον Καρυωτάκη. Άλλα τον καταρρίπτουν, όπως γίνεται στην Ηλέκτρα.

Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη./ φόρεσα το κόκκινο κραγιόν/ και τις ψηλές της γόβες./ Κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη./ Τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα/ μπορούσα πια να τη σκοτώσω. («Ηλέκτρα», σ. 37) 

Συνομιλίες εσωτερικές, του ποιητικού υποκειμένου με το πρόσωπο που υποδύεται. Με άλλα λόγια, ποιητικοί μονόλογοι με θεατρική χροιά.

Υπάρχει στη συλλογή μια τριμερής στόχευση.

Από τη μια το ποιητικό υποκείμενο ντύνεται την ιστορία συγγραφέων ή δημιουργών γενικά, προσώπων του μύθου. Αυτή την ιστορία την αποδίδει με τη δική του φωνή και με τη δική του εκδοχή.

Το πολυπρισματικό ποιητικό υποκείμενο, λοιπόν, ενσωματώνεται σε ρόλους και αρθρώνει φωνές. Ενώ ταυτόχρονα οι ρόλοι και οι φωνές εκβάλλουν σε ένα κεντρικό σώμα: το σώμα της γραφής, που αποδίδει βήμα βήμα τη δημιουργία του ποιήματος.    

Σε ένα τρίτο βήμα, ή τρίτο επίπεδο, διερευνάται η ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου-συγγραφέα. Ο προσωπικός του σπαραγμός από απώλειες και διαψεύσεις. Προσεγγίζει την ιστορία των άλλων, και τη διαδικασία της γραφής, μέσα από τη δική του οπτική: του μοναχικού και επώδυνου δρόμου. Του βλέμματος που καίει και καίγεται. Η γυμνή  μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Του κάθε ποιητή που κρύβεται πίσω από αυτόν. Ανυπεράσπιστο και ευάλωτο σώμα, περισσότερο ευάλωτη ψυχή. Που μόνον έτσι μπορεί να κοιτάξει την αλήθεια της γραφής, να δει το πρόσωπο της Μέδουσας και να μην  πετρώσει.

Μη διαστάσετε ποτέ να δηλώσετε αυτό που είστε./ Παραδεχτείτε τη φτώχεια, την πνευματική σας ένδεια,/ τη σύφιλη. ποτέ όμως ότι είστε ποιητής./ Θα υποφέρετε αιώνια.

(«Οι πέντε συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη», σ. 21)

Που θα προσπαθεί, αυτή την ψυχή, να την εμποδίσει ο ποιητής να καταπιεί το σώμα.

  Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση./ Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο/ θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα/ θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου/ και μετά/ χωρίς αίμα/ χωρίς μελάνι/ χωρίς χαρτί και μολύβι/ θα ισορροπήσω. («Απειλή», σ. 41)

Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το ομότιτλο «Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», κλείνει με έναν τρόπο δυναμικό, που διαχέει τη διαδικασία της γραφής, της ποιητικής γραφής, συμπαντικά, σε μια διαδικασία αέναης δημιουργίας.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται/ κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά/ κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σ. 48)  

Μέσα από την τριπλή αυτή στόχευση, η συλλογή αποκτά μια θαυμαστή συνοχή.

            Θέλω επίσης να υποστηρίξω το εξής: Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι εκρηκτική, ανατρεπτική, τολμηρή. Με έντονες εικόνες, με συνειρμούς και συνδυασμούς απροσδόκητους και κάποτε προκλητικούς. Ωστόσο, διακρίνω, και στη συλλογή αυτή καθαρά πλέον, έναν λανθάνοντα λυρισμό. Εκεί που χαμηλώνει φωνή, εκεί που οι εικόνες γίνονται πιο μαλακές και το αίσθημα απελευθερώνεται μέσα από ένα κανάλι εσωτερικής έντασης αλλά και τρυφερότητας. Ένα λυρισμός που γλυκαίνει την ανάγνωση χωρίς περιττή αισθηματολογία. Που φανερώνει μια άλλη εκδοχή του πόνου τον οποίο βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, μια άλλη πτυχή της ψυχής του συγγραφέα, σαν να ζητούν ένα χέρι-χάδι παραμυθίας.  

Χιονίζει διαρκώς./ Ρίχνω κόκκινο κρασί στον πάγο για να λιώσει,/ Τα καλντερίμια ολοένα και στενεύουν./ οι άνθρωποι όταν με συναντούν/ κρύβονται πίσω απ’ το καπέλο./ Η πένα σπάει πάνω στο χαρτί./ Έχω αφήσει τα μάτια της ψυχής μου ανοιχτά/  και μπαίνουν μέσα πλάσματα αλλόκοτα/ σβήνουν το καντηλέρι/ μουρμουρίζουν/ τις νύχτες σέρνονται στο δέρμα μου.

(«Η μητέρα-σάβανο του Διονύσιου Σολωμού», σ. 14)  

Στην ίδια κατηγορία θα έβαζα όλο το ποίημα «Το μυστικό γράμμα του Καββαδία», όπου το ποιητικό υποκείμενο στον ρόλο του ποιητή απευθύνεται με ένα γράμμα-μονόλογο στην αγαπημένη Θεανώ, για να της μιλήσει για την απόσταση και τον χρόνο και για τη δύσκολη μοίρα του ποιητή.

Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός ο καπετάνιος. Η νηνεμία είναι η δοκιμασία./ Μες στον ύπνο κάθε βράδυ/ να πλάθεται το σώμα σου στο σχήμα του δικού μου/ να εμφιαλώνω την άγρια θάλασσα/ να γράφω σε φθαρμένη πολυθρόνα,/ ενώ μικροί κλώνοι, που άλλοι φορούν το κεφάλι σου/ κι άλλοι το δικό μου/ ως καρχαρίες θα κυκλώνουν. (σ. 19) 

Έτσι και στο ποίημα ποιητικής «Απειλή», όπου η απειλή είναι η ποίηση για το ποιητικό υποκείμενο-ποιήτρια.

 Κάποια στιγμή θα σ’ ανταλλάξω./ Με μια βελούδινη πολυθρόνα/ με ένα μπουκάλι ουίσκι σε δρόμους με ομίχλη/ με ταμπάκο σε μια πίπα που καπνίζει/ με τον γύρο του κόσμου μ’ αερόστατο/ με πιγκουίνους της Ανταρκτικής,/ που θα επωάζουν τα αυγά τους στην ποδιά μου,/ με πολύτιμες λευκές φάλαινες/ να αναπνέουν με τον φυσητήρα τους στο τσάι μου. (σ. 41)

Η Κουτσουμπέλη συνηθίζει να βάζει σε τίτλους ποιημάτων, κοντά στα ονόματα προσώπων που υπάρχουν στη λογοτεχνία ή στον μύθο, και ονόματα προσώπων που επινοεί. Αναφέρω μερικά παραδείγματα από το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ – ανάλογα απαντώνται καις τις προηγούμενες συλλογές: «Οι τρεις αδελφές Μέντοουζ», «Η κυρία Γουότερμπριτζ διασχίζει την άβυσσο», «Το σώμα της γυναίκας Ύψιλον». Συνήθως στα ονόματα μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης κάποια σημασία, που ενισχύεται από το περιεχόμενο του ποιήματος. Στην παρούσα συλλογή έχουμε τους τίτλους «Η υπαρξιακή μοναξιά του κυρίου Σ.», «Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», αλλά και το περιοδικό «Αμπύσους» και τη μοναξιά του ποιητή Όμικρον. Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί τα πρόσωπα αυτά ως σύμβολα, και γράφει με αυτά μια ποιητική αφήγηση που θα μπορούσε να ταιριάξει και σε άλλα πρόσωπα με το ίδιο ή παρόμοιο όνομα και με ανάλογα βιώματα.

Στα ποιήματα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα δόμηση. Έχουν συχνά τη μορφή συλλογισμού: Αν συμβαίνει αυτό, τότε συμβαίνει και το άλλο. Ή, μήπως συμβαίνει τούτο; Τότε ίσως μπορεί να προκύψει και εκείνο.

Κι αν είχα, όπως επιμένουν, / εκείνη την ημέρα αφαιρέσει/ κάποιο από το κορμί μου μέλος/ δεν θα ’ταν βέβαια αυτό το ταπεινό κογχύλι/ αλλά η αχνιστή, αιμάσσουσα,/ πιο κόκκινη από τον ήλιο της Άρλ,/ πιο πυρακτωμένη από την τρέλα,/ δύστυχη καρδιά μου,/ που θα την ξερίζωνα μεμιάς/ και θα την απίθωνα/ στις χούφτες σου για πάντα.

 («Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», σ. 17)

            Συχνά υπάρχει μια βασική αντίθεση και άλλες επιμέρους. Η βασική αντίθεση έρχεται στο τέλος και σφραγίζει το ποίημα, νοηματοδοτώντας το διαφορετικά από ό,τι μέχρι στιγμής διαφαινόταν.

Όταν ο κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς/ χάρηκε πολύ./ Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του./ Θα έπιναν μαζί το τσάι κάθε βράδυ […]

Ίσως όμως η αυτάρέσκειά της να μετριαζόταν/ αν γνώριζε/ πως την ίδια ώρα κάποιος καθισμένος σε γραφείο/ την πρώτη μέρα του φθινοπώρου/ ενώ έξω στάλαζε αργά ο χρόνος,/ είχε μόλις επινοήσει και τους δυο/ κι ακόμα ένιωθε μισός.

(«Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς», σ. 23)

Αινιγματικά αναπτύσσεται το ποίημα. Για να συμβεί, κυρίως με την ανατροπή του τέλους, η κατάργηση των βεβαιοτήτων. Έγραφα για το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (εκδ. Πόλις, 2018) ότι «Είναι στους τελευταίους στίχους των ποιημάτων που επιχειρείται η υπονόμευση της κάθε βεβαιότητας. Ένα κλείσιμο υπονομευτικό ως προς τους προηγούμενους στίχους, κλείσιμο και άνοιγμα ταυτόχρονα προς μια νέα οπτική» (βλ. Η υπονόμευση της βεβαιότητας, περιοδικό Fractal, 26-6-2019)

Τίποτα δεν είναι βέβαιο στον ποιητικό κόσμο της Χλόης Κουτσουμπέλη. Όλα είναι ρευστά. Εκτός από τη δύναμη της γραφής, που μπορεί να ξανα-αρχίζει εκεί που όλα σταματούν.

Για τη γλώσσα της ποίησής της, θα επαναλάβω την εκφραστική της δύναμη που σπάει σε εικόνες, μεταφορές και αναλογίες, οι οποίες, παρ’ όλη την υπερρεαλιστική τους χροιά, δεν αποκρύπτουν τον πυρήνα της έννοιας και του συναισθήματος. Με πικρό μαύρο χιούμορ και σαρκασμό.

Με την ιδιαίτερη, χαρακτηριστική ποιητική της σκευή, αναγνωρίσιμη και μοναδική, στη συλλογή της αυτή η Χλόη Κουτσουμπέλη επιχειρεί και επιτυγχάνει μια βαθιά κατάδυση στην ουσία της ποίησης.

© Poeticanet

 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 5 Σεπτεμβρίου 2021