Εκτύπωση του άρθρου

 

 

Έχω την αίσθηση πως στην περίπτωση που κάποιος θέσει σήμερα σε μια παρέα νέων δημιουργών την ερώτηση «εάν ο ποιητής με το έργο του επιτελεί ένα χρέος»,  είναι πολύ πιθανόν να συναντήσει απορημένα βλέμματα· ίσως επειδή η ποίηση έχει πλέον απομακρυνθεί από τον παλαιό θεσμικό της ρόλο, τον άρρηκτα συνδεδεμένο με τις τελετές και τις ιεροπραξίες της ανθρώπινης κοινότητας στερεοτυπικά γνώριμες σε όλους τους αιώνες της προβιομηχανικής εποχής.

Το χρέος των ποιητών στον ομηρικό κόσμο λ.χ. συνίσταται στην υποχρέωση να επιστρέψουν στην κοινότητα των ανθρώπων το θεϊκό δώρο που τους χάρισε η Μούσα. Στην όγδοη ραψωδία της Οδύσσειας (θ. 479-481) αναφέρεται χαρακτηριστικά πως οι αοιδοί χαίρουν τιμής και σεβασμού ανάμεσα στους θνητούς ανθρώπους γιατί έχουν δεχθεί τη διδαχή από τις μούσες οι οποίες δώρισαν στους ποιητές  το προνόμιο της θεϊκής αγάπης[1]. Εξάλλου οι καταγωγικές ρίζες της ποίησης ανάγονται στον θείο και ιερό, στον αρχέγονο κόσμο της μαγικής τελετουργίας, όπου  ο ποιητής ως ιεροφάντης  δεν είναι παρά ο πεφιλημένος υπό των μουσών, ο πιστός  θεράπων της τέχνης.

Ο ρόλος του ποιητή και η θέση του μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα συνοψίζονται παραστατικά στο πρόσωπο του Δημόδοκου που προσφέρει την παραμυθία της τέχνης του στην αυλή των Φαιάκων. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρουν οι στίχοι 43-44 της θ ραψωδίας: «ο θεός χάρισε [στον Δημόδοκο] την τέχνη του τραγουδιού για να τέρπει τους ανθρώπους με τρόπους που η ψυχή του τον παροτρύνει να άδει»[2]. Εννοείται ότι ποίηση και μουσική είναι κατά την εποχή αυτή αδιάρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους τέχνες. Ας θεωρήσουμε λοιπόν συνώνυμη την οιδ με την ποιητική τέχνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δημιουργός,  εν  προκειμένω ο Δημόδοκος, -με το χαρακτηριστικό όνομα που παραπέμπει σε πρόσωπο αποδεκτό από τον δήμο, δηλαδή τον λαό- ενώ είναι ένας υπηρέτης της Τέχνης, έχει την ελευθερία να ψάλλει αυτό που η μέσα του ψυχή υπαγορεύει.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο αοιδός Φήμιος είναι ο μόνος από τους μνηστήρες που σώζεται από την φοβερή οργή  του Οδυσσέα και δεν γίνεται θύμα της άγριας μνηστηροφονίας, όταν ο ήρωας επιστρέφει στο παλάτι της Ιθάκης (χ 330-333). Ο Τερπιάδης (χαρακτηριστικό επίθετο σχετιζόμενο με την τέρψη) Φήμιος ψάλλει αναγκαστικά στα συμπόσια των μνηστήρων και έτσι όταν γλιτώνει τη φρικτή μοίρα θανάτου, εμφανίζεται  στη θύρα του παλατιού κρατώντας τη θεσπέσια λύρα του[3].

Ο ποιητής, εκπρόσωπος του ιερού και θεράπων της τέχνης του,  οφείλει να ασκεί τον έργο του με σεμνότητα αποστρεφόμενος την υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων στην οποία  οδηγούν η αλαζονεία και η ύβρις. Αυτό διδάσκει ο μύθος του αοιδού Θαμύριδος, ο οποίος -επειδή  καυχήθηκε ότι μπορεί να παραβγεί σε αγώνα και να νικήσει τις μούσες- τιμωρήθηκε από τις κόρες του Δία με τύφλωση, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου,  και με  την αφαίρεση του ταλέντου του ως κιθαρωδού.

Παρόμοιος με τον ομηρικό είναι  ο ρόλος του ποιητή, όπως ανιχνεύεται και στην προφορική παράδοση του νεοελληνικού δημοτικού τραγουδιού,

στον Ερωτόκριτο που ορίζει την ποίηση ως μαγική προσφορά παραμυθίας στην κοινότητα των ανθρώπων[4],

στον Διονύσιο Σολωμό που ονομάζει  τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του «ποίημα του Χρέους»[5]

στον Ανδρέα Κάλβο που οι ωδές του συνιστούν την εκπλήρωση του επαναστατικού του καθήκοντος[6]:

στον Κωστή Παλαμά που αποδίδει στο ποιητή ιδιότητες σοφού προφήτη, μάγου και ιεροφάντη, στον Καβάφη που αντιλαμβάνεται τη ποίηση ως μεγάλη κυρά, στον Σεφέρη που αναζητεί να του δοθεί εκ θεού «η χάρη ­για να μιλήσει απλά»,  στον Ελύτη που ζητά από τον ποιητή, εξόριστο του κόσμου, να αφουγκραστεί την φωνή της εποχής του.

 Στο σύνολο των ποιητών της πρώτης και της δεύτερης  μεταπολεμικής γενιάς από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι εκείνη του Μίλτου Σαχτούρη στην ποίηση του οποίου  εντυπωσιακά κυριαρχεί  η εικόνα του ποιητή- πτηνού, που ολοένα επιζητεί το ύψος της πτήσης.  Το ιερό πτηνόν του Πλάτωνα είναι το πουλί του ποιήματος «Ο ελεγκτής», αυτό που οφείλει και με σπασμένα τα φτερά του να πετάει:

Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ

Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω

Ως κληρονόμος πουλιών ο ποιητής μετεωρίζεται μεταξύ ουρανού και γης καθώς του έχει κληροδοτηθεί το προνόμιο της πτήσης. Άλλοτε ο ποιητής έκφρων, με ανοικτές πληγές,  ένας φαρμακός που φορτώνεται το μίασμα  της κοινότητας,  γίνεται το σύμβολο που λάμπει και καθαίρει:

ΤΟ ΚΑΝΑΡΙΝΙ

Τον έστησαν εκεί οπού, οπού φυσάει ο πιο
άγριος άνεμος
τον έταξαν στις παγωνιές
του δώσαν ένα φόρεμα μαύρο
και μια γραβάτα κόκκινη
έναν ήλιο τρυπημένο με καρφί να στάζει
μαύρα γυαλιά
αίμα πάνω στο δηλητήριο
ένα κοντάρι
κι ένα καναρίνι
τον έστησαν εκεί οπού τινάζεται ο πόνος
τον έδωσαν στο θάνατο
να λάμπει ασημένιος

Για τον Σαχτούρη ο ποιητής είναι  ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου (το ξύλο παραπέμπει στον σταυρικό θάνατο, το καρφί στο μαρτύριο πάνω στον Σταυρό, η κόκκινη γραβάτα συντηρεί κάποια μνήμη μακρινή της πορφύρας την οποία ενεδύσατο  ο Χριστός και το κοντάρι  είναι το όπλο που κρατούν οι στρατιώτες της ρωμαϊκής φρουράς). Ο ποιητής συνοψίζει τα χαρακτηριστικά του εξιλαστηρίου θύματος  που επιμένει πάνω στο ξύλο του θανάτου του, ως χρέος ιερό, να βρίσκεται σε συνεχή αντινομία με τα ερέβη και να νικά τα σκοτάδια με τον λόγο της ποίησης που τον αρθρώνει ένα πουλί.[7]

Παρόμοιος είναι ο ρόλος του ποιητή στον πλατωνικό Ίωνα. Ιδού πως ορίζεται ο ποιητής στον πλατωνικό διάλογο: «είναι ένα πράγμα χωρίς βάρος ο ποιητής, ιπτάμενο και ιερό, που δεν μπορεί να δημιουργεί, προτού να ενωθεί με τον θεό, προτού να αποτινάξει κάθε φρόνηση και πριν ολότελα ο νούς του τον απαρνηθεί»[8] (μτφρ. Τ.Κ.).

Σήμερα το πρότυπο αυτό του ποιητή ολοένα εκλείπει μαζί με τον ρόλο του ως εντεταλμένου να υπηρετεί και να τέρπει την ανθρώπινη κοινότητα. Γι’ αυτό και το ερώτημα σε σχέση με το χρέος του ποιητή παραμένει αμήχανα μετέωρο.

Το χρέος όμως των ποιητών δεν πρέπει να συγχέεται  με τη στράτευση σε κάποια ιδεολογία ούτε επιτελείται με ποιητικό ακτιβισμό ούτε έχει να κάνει με εξωλογοτεχνικά κριτήρια έξωθεν επιβαλλόμενα στο  ποιητικό σώμα. Ίσως πίσω από το ερώτημα να ελλοχεύει ένα αίτημα για συνύπαρξη του κυρίαρχου σήμερα ποιητικού εγώ με ένα λανθάνον έστω εμείς,  με την αναζήτηση μιας πορείας νόστου προς το ιερό  που αποτελεί την αληθινή πατρίδα  της ποίησης, προς τον μαγικό κόσμο που προσφέρει τα φάρμακα για να ηττάται -για λίγο- η φθορά και ο θάνατος.


[1] πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ
τιμῆς ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, οὕνεκ' ἄρα σφέας  
οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε, φίλησε δὲ φῦλον ἀοιδῶν.

(Οδύσσεια, θ 479-481)

[2]                       καλέσασθε δὲ θεῖον ἀοιδόν,
Δημόδοκον· τῷ γάρ ῥα θεὸς περὶ δῶκεν ἀοιδὴν
τέρπειν, ὅππῃ θυμὸς ἐποτρύνῃσιν ἀείδειν.

[3] Τερπιάδης δ' ἔτ' ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν,
Φήμιος, ὅς ῥ' ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
ἔστη δ' ἐν χείρεσσιν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν
ἄγχι παρ' ὀρσοθύρην·

(Οδύσσεια, χ 330-333)

[4] «κι ὁποὺ κατέχει νὰ µιλῆ µὲ γνώση καὶ µὲ τρόπο, /κάνει καὶ κλαῖσι καὶ γελοῦν τὰ µάτια τῶν ἀνθρώπω»,

[5] («Εις το ποίημα του Χρέους μακρινή πρέπει να είναι η φριχτή αγωνία μέσα εις τη δυστυχία και εις τους πόνους, όπως εκείθε φανερωθεί απείραχτη και άγια η διανοητική και ηθική Παράδεισος» από τους Στοχασμούς του Ποιητή),

[6] «Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε·/ την αρετήν σας άμποτε /να μιμηθώ εις τον κόσμον,/και να φέρω την λύραν μου /με σας να ψάλλω» (Εις Σούλι)

[7] Τασούλα Καραγεωργίου, Μίλτος Σαχτούρης, Το παράξενο δάσος, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2024.

[8] κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καἱερόν͵ καὶ οὐ πρότερον οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε γένηται καἔκφρων καὁ νοῦς μηκέτι ἐν αὐτἐνῇ· (Ἴων, 534.b.6).

 

 

 

Ο γενικός τίτλος του θέματος είναι Το Χρέος του ποιητή. Εννοείται ότι εμπεριέχει και την ποιήτρια. Άλλωστε στον τόπο μας, από τους αρχαιότατους χρόνους επιβιώνει παγκόσμια η λυρική Σαπφώ. Ιστορικά, από τον  Μεσαίωνα οι ανδροκρατικές συνθήκες αποκλείουν τις γυναίκες κοινωνικά, οπότε ελάχιστες γυναικείες ποιητικές φωνές ακούγονται. Όμως από την Επανάσταση του ’21 και μετά, ο γυναικείος ποιητικός λόγος εμφανίζεται πάλι δυναμικός ως τις μέρες μας.

.        Σ τοτο τ μεταξύ, ς παίζουμε μ τς λέξεις,
         ς παίζουμε τς μιλίας τ θεο παιγνίδι /   
         
νύποπτοι ποιητὲς    
                                                       Μελισσάνθη  
(1907-91)  [ ς...]                                                       

Τώρα ως προς το χρέος του ποιητή, ποια από τις ερμηνείες του χρέους κυριαρχεί στο θέμα; Το καθήκον, η οφειλή, η επιταγή, η δέσμευση, το μεγαλείο… Υπάρχουν ηθικές αρχές που επιβάλλονται στην ποιητική γραφή; Η ποίηση είναι το αρχαιότερο λογοτεχνικό είδος. Ποιητές και ποιήτριες μπορούν να εκφράζονται από  τότε με τον τρόπο και το ύφος της εποχής τους, αλλά δεν είναι υπόχρεοι σε κανένα.  Ούτε η ποίηση είναι ο επόπτης του ποιητή στις αναζητήσεις του και στη γραφή του.                        

            …   Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
                   όμως ακόμη γράφω…            
                              
     
Κώστας Καρυωτάκης  [Γραφιάς, Ποιήματα 1913-28]        
 

Η ποίηση όλων των καιρών αυτο-υποστηρίζεται με τον λόγο της. Υπάρχουν όμως φάσεις στη διαδρομή της, όπου η ιστορική πραγματικότητα οικειοποιείται την ευαισθησία της. Δείγματα στον τόπο μας, η πολεμική ωμότητα του 1940 και ο αλληλοσπαραγμός του εμφύλιου πολέμου που ακολουθεί. Ρεαλιστικά τότε η ποίηση πολιτικοποιείται και στρατεύεται για να καταγγείλει και να εμψυχώσει.

 ...Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, – ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη  βάρδια του…   
       
                                    Γιάννης Ρίτσος  [Άνθρωποι και Τοπία, 1958]   

Παράλληλα, άλλες ποιητικές φωνές της εποχής σωπαίνουν απέναντι στην τραγικότητα της πραγματικότητας.                

                 …Τούτη η εποχή/ του εμφυλίου σπαραγμού
                          δεν είναι εποχή/ για ποίηση… 
                                    Νίκος Εγγονόπουλος [Ποίηση 1948]

Ακολουθεί χρονικά μια φάση ενδοσκόπησης και αγωνίας  με τα αδιέξοδα που  προκύπτουν στο μεταξύ. Ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια δεν ισχύουν πια ούτε ποιητικά χρέη. Η μια και μοναδική ερμηνεία ενός ποιήματος ξεπερνιέται, ακόμα κι αν είναι αυτή που προτείνει ο ίδιος ο ποιητής του.  Στο ποίημα εντοπίζονται πλέον διάφορες έννοιες και παράλληλες εκδοχές. Ο ποιητής δεν αποτελεί μονάδα. Είναι στοιχείο μιας ολότητας και αυτή την ολικότητα  δοκιμάζεται να εκφράσει. 

 …Τάχα παρηγοριά θα βρούμε;/ Η μέρα φόρεσε τη νύχτα/ Όλα είναι      νύχτα,/ όλα είναι νύχτα /Κάτι θα βρούμε ζήτα-ζήτα… 
     
                              Γιώργος Σεφέρης  [Fog, Ποιήματα 4η έκδοση ]

Όμως υπάρχουν και οι φάσεις, όπου και η ολικότητα διασπάται σκορπίζοντας ιδεολογίες, οράματα και προσδοκίες. Η ποίηση βέβαια δεν εγκαταλείπει μετέωρους τους ποιητές της. Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά στρέφεται στην ενδοσκόπηση και τον υπαρξιακό προβληματισμό. Θέματα της: ο ιδιωτικός εσωτερικός κόσμος, το προσωπικό βίωμα, η μοναξιά, τα όρια του ατόμου η ανατρεπτική διάθεση, η ματαίωση, το κενό… Το παρελθόν απομακρύνεται, το μέλλον δεν υπόσχεται.

                                … Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω -
                                 Να φεύγουν τα περιττά, λέω…
                                     Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ  
                                     [Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα, 2005]

Αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, ο κόσμος δείχνει να μεταλλάσσεται. Ταχύτατα. Νέα και όλο πιο νέα ψηφιακά ευρήματα, νεότερες θεωρήσεις των πραγμάτων, νεότερες τάσεις επηρεάζουν και την ποίηση.  Η συνθήκη της μοναχικής ποίησης καταλήγει σχεδόν γραφική. Εκφραστικά και εικονικά, ο ποιητικός λόγος κυκλοφορεί ελεύθερος, διαθέσιμος στην οθόνη ενός υπολογιστή ή κινητού τηλεφώνου, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στην πρόθεση κάθε παραλήπτη, Σύγχρονα θέματα: η ερωτική ελευθερία, η ανεξάρτητη επιλογή φύλου, ο εγωκεντρισμός, η προκλητικότητα…

Πρόσκαιρα συμπεράσματα: το άλλοτε ποιητικό χρέος διαγράφεται, επικρατεί η απόκλιση ποιητικ δεί .

 

 

   

Ο ποιητής δεν έχει χρέος. Κανένα. Ο ποιητής είναι ελεύθερος. Ο ελεύθερος ποιητής είναι πρώτα από όλα ελεύθερος μέσα στις σκέψεις του, ελεύθερος να δημιουργήσει την ποιητική του τροχιά (ή σημείο) επιλέγοντας να εστιάσει σε ό,τι νιώθει επείγον, την ολότητα του κόσμου και το μοιραίο της ύπαρξης ή το φύλλο του κάκτου που συγκρατεί το νερό από το ποτιστήρι. Ο ποιητής δημιουργεί παράλληλα με την πορεία του κόσμου, δεν έχει καμία υποχρέωση να την τέμνει παρακολουθώντας ή σχολιάζοντάς την. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ποιητής δεν ανήκει στον κόσμο που τον περιβάλλει, πως ως πολιτικό ον δεν αγωνιά ή δεν αντιδρά σε όσα συμβαίνουν, αλλά αυτό το κάνει με την ιδιότητα του μέλους μιας κοινωνίας, όχι του ποιητή. Οποιαδήποτε συζήτηση περί χρέους του ποιητή είναι συνυφασμένη με τη θεώρηση πως ο ποιητής αφουγκράζεται την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και την καταγγέλει, σαν να "οφείλει" η ποιητική παραγωγή να αποτελεί σχολιαστή της επικαιρότητας και δη της πολιτικής. Παραθέτω ένα απόσπασμα από παλαιότερο κείμενό μου δημοσιευμένο στο Culture Book

[...]Κατ’ αντιστοιχία πιστεύω πως η λογοτεχνία θερμομετρά την εποχή της εκ των
πραγμάτων και χωρίς να είναι ο πρωταρχικός της στόχος. Διαβάζω ξανά τα ποιήματα από την ανθολογία “Μέτρα λιτότητας” που επιμελήθηκε η Karen Van Dyck (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα). Ο τίτλος παραπέμπει στη δημοσιονομική κρίση του 2008, πλην ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να εντοπίσει όρους μακροοικονομίας σε κάποια από τα ποιήματα της ανθολογίας [...]Το γεγονός πως τα “Μέτρα λιτότητας” δεν είναι μία ποιητική συλλογή για μέτρα λιτότητας δεν σημαίνει πως εντός της δεν εντοπίζεται ο άνθρωπος που βιώνει μέτρα λιτότητας, πρόκειται ωστόσο για ιχνηλάτηση (ή υπογράμμιση) του κοινωνικού χώρου και όχι φακού μεγέθυνσής του, ένα ερμηνευτικό στοιχείο που αν υπάρχει τότε προσθέτει στην  κατανόηση του κειμένου χωρίς να είναι η αρχή (ή έστω το τέλος) του.[...]


Θεωρώ πως οι (συχνές) συζητήσεις εντός της ποιητικής κοινότητας περί "χρέους" του ποιητή ή "σχέσης του με την κοινωνική πραγματικότητα" δείχνουν τάσεις ομφαλοσκοπισμού και συνεισφέρουν στη διαδεδομένη εικόνα σοβαροφάνειας που μοιάζει να χαρακτηρίζει την ποιητική σκηνή. Στο ίδιο άρθρο σημείωνα:

[...]Ανακαλώ αυτό που έχουν πει για τους ποιητές, πως σαν άλλα καναρίνια στο ορυχείο πεθαίνουν πρώτοι προειδοποιώντας για την έλλειψη οξυγόνου. Το πραγματικό καναρίνι της ιστορίας επιτελεί έναν σαφώς κοινωνικό ρόλο, πλην εν αγνοία του. Είναι το μέγεθος των πνευμόνων ένα πολιτικό εργαλείο; Είναι η φυσιολογία του πτηνού η απάντηση σε μία εξωγενή ανάγκη; Είμαι σίγουρος πως τα καναρίνια αυτά πέθαναν αγνοώντας την έννοια του ορυχείου ή την επικτακτική καθημερινότητα που στέλνει εργάτες στα βάθη της γης. Και όμως, επιτελούν έναν κοινωνικό ρόλο.[...]

Ίσως δεν έχει τόση σημασία το τραγούδι του λογοτέχνη, όσο το να το τραγουδά στο σωστό σημείο, δίπλα στον άνθρωπο. Όπως αναφέρει και ο William Carlos Williams στην εισαγωγή στα “Μέτρα λιτότητας”, “είναι δύσκολο / να μάθεις τα νέα από ποιήματα / κι όμως οι άνθρωποι πεθαίνουν δυστυχισμένοι κάθε μέρα / γιατί τους λείπει / ό,τι βρίσκεται εκεί”.

Μπορεί ένας ποιητής δυνητικά να έχει χρέος; Μόνο αν το επωμιστεί αυτοβούλως αλλά ακόμα και τότε αυτό θα είναι στα πλαίσια της αλήθειας της έκφρασης, όχι της
επιβεβαίωσης της ιδιότητας.

Βρίσκω ιδιαίτερα εύστοχη την ανάρτηση του Γιάννη Δούκα από το προσωπικό του
profile στο Facebook, στις 13 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους (η μορφοποίηση
τμημάτων με έντονη -bold- γραφή είναι δική μου).[1]

Όσες και όσοι γράφουμε σήμερα ποίηση στα ελληνικά, ας αναλογιστούμε αυτό: πως με την ασχολία μας ασχολούνται (ως αναγνώστριες, εννοώ, και αναγνώστες) λίγες εκατοντάδες, χιλιάδες, το πολύ, κι αυτές μεταξύ αντίχειρα και δείκτη μετρημένες. Κι ακόμη λιγότερες και λιγότεροι ασχολούνται με τον δημόσιο περί της ασχολίας μας λόγο, κριτικό, θεωρητικό, αισθητικό. Επιλέγω ν' αναδείξω το μικρό μέγεθος του πεδίου, διότι θεωρώ επείγοντα κι επιβεβλημένο έναν εξορθολογισμό της ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας, για το αποτύπωμα που αφήνουμε στα πράγματα και για την εμβέλεια αυτών που μοιραζόμαστε – και στον απτό κόσμο και στον άυλο. Και περιττεύει, θέλω να πω, η εχθροπάθεια απέναντι σε προσεγγίσεις που απάδουν προς τη δική μας. Ποιος είπε πως η ποίηση είναι μια; Είναι πολλές, ισάριθμες με όσες και όσους προστρέχουν σε αυτήν και την καλλιεργούν.Όχι πως μας αρέσουν όλα ή πως θα έχουμε ανάγκη με όλα να συνομιλήσουμε. Αναρίθμητα τα όσα και σε μένα προκαλούν αναφυλαξία∙ δε θα διανοούμουν, όμως, να θεωρήσω ή να ισχυριστώ πως βλάπτει που υπάρχουν.Ούτε, ασφαλώς, θ’ ανεχόμουν μια τέτοια αντίληψη για τα δικά μου γραπτά. Για μένα, εν πάση περιπτώσει, τώρα που πλησιάζω στην ολοκλήρωση του τέταρτου ποιητικού μου βιβλίου (αλλά και τα σαράντα τέσσερά μου χρόνια), ένα και μόνο είναι το κριτήριο: μες στο ποίημα, κατά τη σύνθεση και  την αναθεώρησή του, δηλαδή, να είμαι ελεύθερος. Ελεύθερος να παίξω, να μάθω, να πειραματιστώ, να προκαλέσω τον εαυτό μου, να διευρύνω τα όριά μου, να διασκεδάσω, να εκπλαγώ. Να βηματίσω, κάθε φορά και λίγο προς τα μπρος, σε μια διαδρομή που μοιάζει περισσότερο με μοναχικό περίπατο παρά με ολυμπιακό άθλημα. Ελεύθερος και από κάθε καταναγκασμό και ψυχαναγκασμό ως προς το τι πρέπει να είναι ή να μην είναι ένα ποίημα, αλλά κι ελεύθερος από κάθε αγωνία και υποχρέωση της καθημερινής ζωής – μες στο ποίημα, και μόνο εκεί.                        

Στο ίδιο πλαίσιο "εξορθολογισμού του ποιητικού αποτυπώματος" αναλογίζομαι και το ποίημα "Παράλληλοι" του Ντίνου Σιώτη[2]

"Με το να γράψω ένα ποίημα το μπλε του φεγγαριού δεν θα απλωθεί πάνω στην γη / οι άστεγοι δεν θα'βρουν στέγη / οι πεινασμένοι δεν θα χορτάσουν / δεν θα μπορέσουμε να κρυφτούμε από τους πολεμοκάπηλους όλων των πενταγώνων / με το να γράψω ένα ποίημα δεν θα καταρρεύσει το χρηματιστήριο / [...] / ο πρόεδρος δεν θα μας πει την αλήθεια / με το να γράψω ένα ποίημα / [...] ο κόσμος δεν θα σταματήσει να έχει τα χάλια που έχει / δεν θα καταργηθεί η κρατική τρομοκρατία / οι ρώγες σου δεν θα σηκωθούν πιο ψηλά / και θα εξακολουθήσω να νοιάζομαι για να πάντα, με το να γράψω ένα ποίημα".

Και οι δύο ποιητές εκφράζουν μια θέση με την οποία συμφωνώ. Ο Γιάννης Δούκας
προτάσσει την ελευθερία της έκφρασης απαλαγμένη από "καταναγκασμούς και
ψυχαναγκασμούς", με γνώμονα να απολαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής τη δουλειά του και να αναζητεί τον εαυτό του εντός της. Ο Ντίνος Σιώτης από την άλλη υπογραμμίζει πως η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο, δεν μεταμορφώνει την σκληρή καθημερινότητα, δεν αναιρεί τις αδικίες, ωστόσο είναι ο τρόπος του ποιητή να νοιάζεται και μάλιστα να νοιάζεται "για τα πάντα".

Όταν ανοίγω μια ποιητική συλλογή, δεν απαιτώ ούτε περιμένω κάποιου είδους εξόφληση. Η ποιητική φωνή δεν μου χρωστάει ούτε πρέπει να μου επιβεβαιώσει κάτι. Διαβάζω ποίηση όπως κοιτάζω τον κόσμο από το παράθυρο του συνοδηγού, απολαμβάνω τη διαδρομή χωρίς να την ελέγχω. Δεν απαιτώ παρακάμψεις ή στάσεις, δεν επιλέγω τον προορισμό, δεν αλλάζω τη μουσική στο ραδιόφωνο. Όταν φτάσουμε  θα σκεφτώ αν η διαδρομή μου άρεσε, αν κρατώ κάτι από το ταξίδι, αν μου πρόσφερε κάτι που είχα ανάγκη να νιώσω, αλλά αυτό θα είναι η ιδιωτική μου ανασκόπηση ως αναγνώστης, όχι το από κοινού συμβόλαιο με τον ποιητή. Και αν η διαδρομή έχει κατά βάθος χρωστούμενα και τα χέρια του οδηγού είναι κλειδωμένα στο τιμόνι ταξιδεύοντας προς την εξόφληση κάποιου μεγάλου χρέους, είναι χρέος εθελούσιο όχι επιβεβλημένο. Γιατί ο ποιητής είναι ελεύθερος, ακόμα και όταν χρωστάει.

______________________________________________________
[1] https://www.facebook.com/share/p/15RsYsTzrR/
[2] Η στοιχειοθεσία δεν είναι ακριβής καθώς βρήκα αυτό το ποίημα μόνο σε
ηχογράφηση, πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=OlSkY5TdqpU, κανάλι
"Ελληνική Ποίηση & Θέατρο".

 

 

 

                     wozu Dichter in dürftiger Zeit?
                     Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;
                                                Φρίνρτιχ Χέλντερλιν

 

Ο Γιώργος Σεφέρης βάζει ως δεύτερο μότο στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α′  τους διάσημους πια στίχους τού Γερμανού ποιητή Χέλντερλιν

 «Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;». 

Και ο «μικρόψυχος καιρός» είναι ο dürftiger zeit. Από αυτές τις  δύο λέξεις, ο Ελύτης αφήνει αμετάφραστη τη λέξη dürftiger, στον Λόγο του στη Σουηδική Ακαδημία στη Στοκχόλμη, διότι το επίθετο dürftiger είναι λέξη δυσπρόφερτη, δυσκολοπρόφερτη, όπως δύσκολοι και μικρόψυχοι είναι και οι καιροί.

Ο Γιάννης Ρηγόπουλος που ασχολείται με τη φράση, με τον Χέντερλιν με τον Οιδίποδα, με τον αρχαίο και νεότερο κόσμο, ελληνικό και ευρωπαϊκό, λογοτεχνικό και εικαστικό ή άλλον, έχει κάνει συλλογή από ερμηνείες. Τις θέτει και τις αίρει. Και παρά το ότι ο George Steiner βρίσκει ότι ο στίχος του Χέλντερλιν αποκτά «αξεπέραστη πυκνότητα, καθαρότητα και πληρότητα κατορθωμένης φόρμας»,  δεν μας φωτίζει. Πάμε, λοιπόν, στον Ρηγόπουλο και στην εκτενέστατη έρευνά του, τη μικρή ή μεγάλη μεταφραστική περιπέτεια,  πάνω στον στίχο

                     «wozu Dichter in dürftiger Zeit?»

«Μικρόψυχο» μεταφράζει ο Σεφέρης τον καιρό· «ένδειας» προτείνει ο Ρηγόπουλος, αλλά τι είδους είναι το ερώτημα; Ο Συμεών Σταμπουλού προτιμά «άπορους» καιρούς. Ο Σεφέρης πάλι αντιπροτείνει καιρό «μικροπρέπειας» - «Αντί να  συζητούμε για θεωρίες καλύτερα είναι να πούμε τι χρειάζεται ο ποιητής στον καιρό της μικροπρέπειας». Ο Παπατσώνης προτιμά  «πενιχρότητα».  Στο μεταφραστικό τραπέζι πέφτει η «ιεροφάνεια» και η «θεοφάνεια» κι άλλες ακόμη. Και, επί της ουσίας, ρωτά ο Ρηγόπουλος, αν δεν είναι οι ποιητές αρμόδιοι να «εφεύρουν πόρους», περάσματα, για να βγει η κοινωνία από το αδιέξοδο, τότε ποιοι είναι; Επομένως  οι ποιητές είναι. Όμως οι ποιητές  εκείνοι που θα ερμηνεύσουν το λόγο των θεών και τα σήματα, και θα τα  μεταφέρουν στο λαό. Γι’ αυτό χρειάζονται οι ποιητές και αυτό είναι το ΧΡΕΟΣ τους.

Ο Πλάτωνας είχε εξορίσει από την Πολιτεία του τον ποιητή και η πολιτεία, όπως ξέρουμε, κακοπάθησε και δεινοπάθησε και σήκωσε στη ράχη της τα φριχτά και τα φριχτότερα. Κι έτσι έφτασε η ώρα για να αναδιατυπωθεί το ερώτημα του Χέλντερλιν από τον Οδυσσέα Ελύτη αυτή τη φορά:

                Εξόριστε ποιητή,  στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις

Κι εκείνος, ο ποιητής προφήτης, ο  μάντης  βλέπει… τη μια συμφορά πάνω στη άλλη. Μας είναι γνωστή άλλωστε η προτροπή του,

Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα

θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

Κι εδώ ας κάνουμε μια στάση για να πούμε πρώτον, ότι ο νεότερος ποιητής παραπέμπει για στήριξη ηθική στον εθνικό ποιητή και στον εθνικό διηγηματογράφο· αυτούς θεωρεί  ικανούς για την αποτροπή του «κακού», όσο για το μέσο προτείνει «τη λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα» και αυτή θα λειτουργήσει ως «βάμμα» όχι ιωδίου, μελανού, πένθιμου, αλλά ζωογόνου. «γλαυκού». Η «λαλιά» έχει χρόνο. «Έχει μήκος χρόνου· παύσεις. Η Λαλιά είναι μουσικής τάξεως»,  λέει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (Τα μετά το Θέατρο, «Η θεατρική γραφή», σελ. 207) για να μας φέρει κοντά στη φωνή της καρδιάς και της ψυχής. Η «λαλιά» δεν είναι ακριβώς η φωνή. Είναι η  προσωπική ιδιάζουσα στον καθένα εκφορά του λόγου που έχει το δικό της  ηχόχρωμα, τον επιτονισμό, διάρκεια και τέμπο. Χαρακτηριστικά τα οποία, φαίνονται μόνο στη λαλιά και όχι στη γραμμένη λέξη. Ο ποιητής σ’ αυτή την αληθινή λαλιά δίνει ένα κύριο χαρακτηριστικό –λέει αλήθεια- κι αυτή η αλήθεια είναι το γιατρικό, το ίαμα, το βάμμα, το απολυμαντικό πάνω στην πληγή. 

Δεύτερον, Η ποίηση ρίχνει σταγόνες φως στο σκοτάδι, καταργεί τη μοναξιά μας και στις δύσκολες ώρες παίρνει  θέση. Και αυτό είναι ένα Χρέος. Εδώ ας θυμίσουμε ότι ο Διονύσιος Σολωμός είχε ονομάσει Χρέος τη σύνθεση Ελεύθεροι Πολιορκημένοι· Να, λοιπόν,  τι χρειάζονται οι ποιητές. Να μας θυμίζουν το χρέος μας προς την πατρίδα μας, την αγάπη για την Ελευθερία, το αγώνα για τη Δικαιοσύνη, τον σεβασμό προς τους προγόνους.

Κι ακόμα ας θυμηθούμε αυτό που έλεγε ο Σεφέρης., ότι δηλαδή ο  ποιητής οδηγεί πιο καλά από πολλούς δημόσιους ρήτορες τον λαό. Ναι, σωστά, αφού  με τους στίχους των μεγάλων ποιητών φεύγουν οι τιμημένοι νεκροί και με στίχους βγαίνουν στους δρόμους ή διεκδικούν τα δικαιώματά τους οι λαοί. Με τους στίχους του Αισχύλου Ίτε παίδες Ελλήνων όρμησαν οι Έλληνες  και διέλυσαν του Πέρσες στη Σαλαμίνα, με στίχους του Φιλέλληνα Βίλχελμ Μύλλερ έρχονταν από τη Γερμανία οι νέοι για να πολεμήσουν στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων. Με τους στίχους του Σικελιανού ξεσηκώθηκε η Αθήνα στην κηδεία του Παλαμά τον Φεβρουάριο του 1943, παρόντων των ξένων κατακτητών και με τους στίχους του Σολωμού –Σε γνωρίζω από την κόψη...- παρακίνησε ο Γιώργος Κατσίμπαλης το πλήθος μετά τον Σικελιανό.

Και επανέρχομαι στο ερώτημα «Ποιο είναι το χρέος του ποιητή»; Για να το καταλάβω καλά πρέπει να μπω στη κατάσταση της στιγμής· πώς ξημέρωσε τη νύχτα ο Σικελιανός, πώς ένιωθε όταν  βροντούσε η φωνή του, όταν καλούσε τις σάλπιγγες να ηχήσουν πάνω στο φέρετρο του Παλαμά στην κατακτημένη Ελλάδα; Πώς ένιωθε ο Κατσίμπαλης, που χωρίς να υπολογίσει την αντιπροσωπεία των κατακτητών άρχισε να ψέλνει το Εθνικό Ύμνο παρασύροντας  όλο το συγκεντρωμένο πλήθος; Ποιο είναι εκείνο το κάτι που τον ωθεί να μη δειλιάσει και  να ανοίξει την ψυχή του να εξωτερικεύσει ό,τι κρύβει μέσα της  και να δώσει απάντηση στο αρχικό ερώτημα; Εκείνο που βρίσκεται κρυμμένο στους στίχους  και ρωτάμε «τι θέλει να πει ο ποιητής;» και μάλιστα ειρωνευόμαστε κιόλας… γιατί η νέα επιστήμη δεν θέλει να ρωτάμε έτσι… Δεν είναι ο ποιητής που «θέλει» να πει κάτι,  αλλά ο άλλος εγώ μέσα στο ποίημα ή κάποιος αφηγητής μέσα στο πεζογράφημα. Αλλά αυτό το ποίημα ή το πεζογράφημα ποιος το έγραψε; Κι αυτός, αν δεν είναι ο ποιητής κι ο πεζογράφος, ποιος είναι;

Οι πιστεύοντες σε Θεό πατέρα παντοκράτορα, πιστεύουν πως ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και όλα έχουν τη λογική τους σύμφωνα με τα ιερά μας βιβλία· πάντα εν σοφία εποίησε. Οι άθεοι δεν πιστεύουν σε Θεό και όλα είναι αποτέλεσμα μιας εξέλιξης. Ας πούμε λοιπόν πως θεός είναι η εξέλιξη.

Όταν ο Σεφέρης βρίσκεται στην Αίγινα, φωτογραφίζει τον ναό της Αφαίας και σχολιάζει:

Σάββατο 22 Αυγούστου 1936, «Χτες εκδρομή στην Αφαία»… «Ένα σταμνί που έμεινε με λίγο νερό, πλάι στις αρχαίες κολώνες» (μέρες Γ΄, σελ. 33)…   Σάββατο, 6 Οκτώβρη 1936, «Αίγινα, βράδυ: Στην Αίγινα τ’ απόγευμα. Έξοχη  -όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας».

Δεν θα ρωτήσω τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής, επειδή όλα είναι ορατά. Είναι ή με γελά η μεγάλη ιδέα που έχω για τον εαυτό μου;  Ανατρέχω στον Γιάννη Ρηγόπουλο πάλι, και διαβάζω τα σχόλιά του. Βλέπετε, ως επαρκής φιλόλογος και αναγνώστης και μελετητής και εικαστικός με την υπερβατική του όραση, σκέψη και καλλιτεχνική φαντασία που δεν αρκείται στην επιφάνεια, καταγράφει, πράγματα που δεν είχα φανταστεί, εγώ που ειρωνεύομαι το «τι θέλει να πει ο ποιητής» και όλοι οι πτωχοί σαν εμένα τω πνεύματι:

«Πλέγμα συμβολικών  υπαινιγμών, ημιτελών συναισθηματικών καταστάσεων και επιθυμιών· αναζήτηση μορφικών σχημάτων και μεταφορών για την έκφραση ιδιαίτερων κυοφορούμενων ερωτικών στιγμών. Βίωση μιας θείας αύρας που εκπέμπει το αρχαίο μνημείο της Αφαίας…» κι ακόμα αναπάντητα ερωτήματα όπως, εκτός από το κείμενο της Γενέσεως Α΄1 : «ο Σεφέρης είχε υπόψη του και εικαστικά έργα που αποδίδουν την πρώτη ημέρα της δημιουργίας; Ή οι αναλογίες που διαπιστώνει είναι υποθετικές; Ή τα επίκοινα στοιχεία αφορούν την ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Σεφέρης, μια ψυχική ευφορία με τη βοήθεια της οποίας ο άνθρωπος υπερβαίνει τα συμβεβηκότα και τα επιμέρους,  και μπορεί να έλθει σε κατάσταση να διαισθανθεί την έννοια του υπερβατικού και υπεραισθητού;» (Γιάννης Ρηγόπουλος Σεφερικά μελετήματα, σελ. 125-128). Όλα αυτά δεν τα είχα εννοήσει εγώ που μορφάζω απαξιωτικά στη φράση «Τι θέλει να πει ο ποιητής».

Η ποίηση είναι μια άλλη όραση έχει πει ο Ελύτης.  Αυτή η άλλη όραση θα με κάνει να δω τι θέλει να πει ο ποιητής. Γιατί την Αίγινα και την Αφαία την έχω δει πολλές φορές. Το μάτι του Σεφέρη όμως μου δείχνει «την  πρώτη μέρα της δημιουργίας», που δεν την έχω δει ποτέ μου.  Παραθέτοντας στον Ρηγόπουλο και σε όλους τους μεγάλους ποιητές μας θα πω  πως ο ποιητής, όπως καιο μελετητής,  μου δανείζει τα μάτια του για να δω με παρθένο μάτι και να νιώσω σαν πρωτόπλαστος τα πράγματα. Κι αυτό είναι το ένα χρέος του· Να μου ανοίγει τα μάτια.

Έτσι, οι μεγάλοι ποιητές εξοφλούν ένα χρέος απέναντι στον Δημιουργό που τους προίκισε με μια υπερβατική όραση για να γίνουν αυτοί οι μεσάζοντες  ανάμεσα στους κοινούς αναγνώστες και τα μεγάλα μηνύματα. 

Χρέος του ποιητή είναι να μας σώζει από την ασχημία του κόσμου όχι γιατί έχει το μαγικό ραβδάκι αλλά έχει το βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

Κι επειδή αυτό το χρέος δεν βρίσκεται σε μια ευθεία που βλέπεις τι πρέπει να κάνεις, αγαπητέ αναγνώστη, πήρα δρόμους πολλούς, δανείστηκα φωνές οικείες και αγαπημένες και ένοιωσα πώς νοιώθει κανείς, όταν το χρέος αποκτά όλη τη μεγάλη και βαριά σημασία του. Να γιατί ο Σεφέρης το ονόμασε «μεγάλες πέτρες». 



 

Το χρέος ενός ποιητή, στην πραγματικότητα, δεν διαφέρει από το χρέος ενός μη ποιητή. Δεν διαφέρει από το χρέος κάθε ανθρώπου να ζει τη ζωή του με τρόπο πλήρη και ικανοποιητικό. Να πορεύεται από μιαν αρχή σε ένα τέλος, μέσα από μια σειρά επιλογών που δικαιώνουν την ανθρώπινη υπόστασή του, την ιδιότητά του να σκέπτεται, να δημιουργεί και να επικοινωνεί το έργο του στους άλλους ανθρώπους. Και πάνω απ’ όλα να νιώθει όμορφος, ισορροπημένος, ευτυχισμένος. Η διαφορά βρίσκεται σε αυτόν που επιβάλλει το χρέος. Γιατί, αν το καλοσκεφτεί κανείς, το χρέος του ποιητή προσδιορίζεται και επιβάλλεται σε αυτόν από τον μη ποιητή, από εκείνον που βρίσκεται έξω από την ποίηση αλλά την επιζητά για να μεταμορφώσει τη ζωή του. Να την κάνει ωραία, αρμονική, ευτυχισμένη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον μη ποιητή. Το χρέος του –να μεταμορφώσει τη ζωή του, να της δώσει μια ανώτερη ποιότητα, να τη σφραγίσει με τις πιο εκλεκτές συγκινήσεις– επιβάλλεται από τον ίδιο τον ποιητή που πλάθει, με κάθε ποίημα του, ένα τέτοιο αίτημα.

Όταν μάλιστα η εκπλήρωση του αμοιβαίου χρέους πραγματοποιηθεί στον ίδιο χρόνο και με την ίδια αφοσίωση τότε μπορούμε να μιλάμε πια όχι για χρέος αλλά για κέρδος. Καθαρό κέρδος.

 

 


 

 

Κανένα χρέος δεν του αναλογεί.
Κανέναν όρκο δεν παραβιάζει.

Του ανήκουν η στιγμή και η ταπείνωση
το τέρας που τρομάζει τα βράδια των παιδιών
και ο εσπερινός της Αποκαθήλωσης.
Τα αδέσποτα στα καταφύγια των ποιημάτων
και το κρησφύγετο της ηχούς
στα οστά και στους ίσκιους.
Η γυμνή ήττα
και ο ήλιος που δύει.
Τα άχρηστα υλικά και τα σβησμένα ίχνη
οι φλούδες των πορτοκαλιών
κι ο χαλινός του φόβου.
Το αντίθετο της ύπαρξης
κι η επανάληψη των διλημμάτων.
Η κάφτρα που αργοκαίει
σε χείλη απροσάρμοστων
κι η χιονοθύελλα των λυπημένων.
Το άτρωτο σφάγιο και ο στέφανος ελιάς.

Ανάγνωση δεν ξέρει.
Μόνο γραφή και ακοή
σε βουητά ανάκουστα εκτεθειμένη.
Ένα υψωμένο δάχτυλο ρωτά
σαν να μην ξέρει.
Μα ξέρει.
Και για τον τάφο και για τον γρανίτη
και για το ατέλειωτο του απέραντου
σαν Ζάλογγο που συνεχίζει στον αέρα τον χορό
μα δεν κατακρημνίζεται. 
Και τον Γουίτμαν έχει ακούσει να γελά
με αυτό που λέμε διάλυση
αφού το άχρονο επεκτεινόμενο διαρκώς
ορίζει μια διάρκεια
που διαρκεί και αναπαύει
και όλο διαρκεί
όχι σαν μέλλουσα ζωή
μα σαν αγάπη.

 

© Poeticanet 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Απριλίου 2025