Εκτύπωση του άρθρου

© Poeticanet 

 

 

Ο ποιητής δεν έχει χρέος. Κανένα. Ο ποιητής είναι ελεύθερος. Ο ελεύθερος ποιητής είναι πρώτα από όλα ελεύθερος μέσα στις σκέψεις του, ελεύθερος να δημιουργήσει την ποιητική του τροχιά (ή σημείο) επιλέγοντας να εστιάσει σε ό,τι νιώθει επείγον, την ολότητα του κόσμου και το μοιραίο της ύπαρξης ή το φύλλο του κάκτου που συγκρατεί το νερό από το ποτιστήρι. Ο ποιητής δημιουργεί παράλληλα με την πορεία του κόσμου, δεν έχει καμία υποχρέωση να την τέμνει παρακολουθώντας ή σχολιάζοντάς την. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ποιητής δεν ανήκει στον κόσμο που τον περιβάλλει, πως ως πολιτικό ον δεν αγωνιά ή δεν αντιδρά σε όσα συμβαίνουν, αλλά αυτό το κάνει με την ιδιότητα του μέλους μιας κοινωνίας, όχι του ποιητή. Οποιαδήποτε συζήτηση περί χρέους του ποιητή είναι συνυφασμένη με τη θεώρηση πως ο ποιητής αφουγκράζεται την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και την καταγγέλει, σαν να "οφείλει" η ποιητική παραγωγή να αποτελεί σχολιαστή της επικαιρότητας και δη της πολιτικής. Παραθέτω ένα απόσπασμα από παλαιότερο κείμενό μου δημοσιευμένο στο Culture Book

[...]Κατ’ αντιστοιχία πιστεύω πως η λογοτεχνία θερμομετρά την εποχή της εκ των
πραγμάτων και χωρίς να είναι ο πρωταρχικός της στόχος. Διαβάζω ξανά τα ποιήματα από την ανθολογία “Μέτρα λιτότητας” που επιμελήθηκε η Karen Van Dyck (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα). Ο τίτλος παραπέμπει στη δημοσιονομική κρίση του 2008, πλην ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να εντοπίσει όρους μακροοικονομίας σε κάποια από τα ποιήματα της ανθολογίας [...]Το γεγονός πως τα “Μέτρα λιτότητας” δεν είναι μία ποιητική συλλογή για μέτρα λιτότητας δεν σημαίνει πως εντός της δεν εντοπίζεται ο άνθρωπος που βιώνει μέτρα λιτότητας, πρόκειται ωστόσο για ιχνηλάτηση (ή υπογράμμιση) του κοινωνικού χώρου και όχι φακού μεγέθυνσής του, ένα ερμηνευτικό στοιχείο που αν υπάρχει τότε προσθέτει στην  κατανόηση του κειμένου χωρίς να είναι η αρχή (ή έστω το τέλος) του.[...]


Θεωρώ πως οι (συχνές) συζητήσεις εντός της ποιητικής κοινότητας περί "χρέους" του ποιητή ή "σχέσης του με την κοινωνική πραγματικότητα" δείχνουν τάσεις ομφαλοσκοπισμού και συνεισφέρουν στη διαδεδομένη εικόνα σοβαροφάνειας που μοιάζει να χαρακτηρίζει την ποιητική σκηνή. Στο ίδιο άρθρο σημείωνα:

[...]Ανακαλώ αυτό που έχουν πει για τους ποιητές, πως σαν άλλα καναρίνια στο ορυχείο πεθαίνουν πρώτοι προειδοποιώντας για την έλλειψη οξυγόνου. Το πραγματικό καναρίνι της ιστορίας επιτελεί έναν σαφώς κοινωνικό ρόλο, πλην εν αγνοία του. Είναι το μέγεθος των πνευμόνων ένα πολιτικό εργαλείο; Είναι η φυσιολογία του πτηνού η απάντηση σε μία εξωγενή ανάγκη; Είμαι σίγουρος πως τα καναρίνια αυτά πέθαναν αγνοώντας την έννοια του ορυχείου ή την επικτακτική καθημερινότητα που στέλνει εργάτες στα βάθη της γης. Και όμως, επιτελούν έναν κοινωνικό ρόλο.[...]

Ίσως δεν έχει τόση σημασία το τραγούδι του λογοτέχνη, όσο το να το τραγουδά στο σωστό σημείο, δίπλα στον άνθρωπο. Όπως αναφέρει και ο William Carlos Williams στην εισαγωγή στα “Μέτρα λιτότητας”, “είναι δύσκολο / να μάθεις τα νέα από ποιήματα / κι όμως οι άνθρωποι πεθαίνουν δυστυχισμένοι κάθε μέρα / γιατί τους λείπει / ό,τι βρίσκεται εκεί”.

Μπορεί ένας ποιητής δυνητικά να έχει χρέος; Μόνο αν το επωμιστεί αυτοβούλως αλλά ακόμα και τότε αυτό θα είναι στα πλαίσια της αλήθειας της έκφρασης, όχι της
επιβεβαίωσης της ιδιότητας.

Βρίσκω ιδιαίτερα εύστοχη την ανάρτηση του Γιάννη Δούκα από το προσωπικό του
profile στο Facebook, στις 13 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους (η μορφοποίηση
τμημάτων με έντονη -bold- γραφή είναι δική μου).[1]

Όσες και όσοι γράφουμε σήμερα ποίηση στα ελληνικά, ας αναλογιστούμε αυτό: πως με την ασχολία μας ασχολούνται (ως αναγνώστριες, εννοώ, και αναγνώστες) λίγες εκατοντάδες, χιλιάδες, το πολύ, κι αυτές μεταξύ αντίχειρα και δείκτη μετρημένες. Κι ακόμη λιγότερες και λιγότεροι ασχολούνται με τον δημόσιο περί της ασχολίας μας λόγο, κριτικό, θεωρητικό, αισθητικό. Επιλέγω ν' αναδείξω το μικρό μέγεθος του πεδίου, διότι θεωρώ επείγοντα κι επιβεβλημένο έναν εξορθολογισμό της ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας, για το αποτύπωμα που αφήνουμε στα πράγματα και για την εμβέλεια αυτών που μοιραζόμαστε – και στον απτό κόσμο και στον άυλο. Και περιττεύει, θέλω να πω, η εχθροπάθεια απέναντι σε προσεγγίσεις που απάδουν προς τη δική μας. Ποιος είπε πως η ποίηση είναι μια; Είναι πολλές, ισάριθμες με όσες και όσους προστρέχουν σε αυτήν και την καλλιεργούν.Όχι πως μας αρέσουν όλα ή πως θα έχουμε ανάγκη με όλα να συνομιλήσουμε. Αναρίθμητα τα όσα και σε μένα προκαλούν αναφυλαξία∙ δε θα διανοούμουν, όμως, να θεωρήσω ή να ισχυριστώ πως βλάπτει που υπάρχουν.Ούτε, ασφαλώς, θ’ ανεχόμουν μια τέτοια αντίληψη για τα δικά μου γραπτά. Για μένα, εν πάση περιπτώσει, τώρα που πλησιάζω στην ολοκλήρωση του τέταρτου ποιητικού μου βιβλίου (αλλά και τα σαράντα τέσσερά μου χρόνια), ένα και μόνο είναι το κριτήριο: μες στο ποίημα, κατά τη σύνθεση και  την αναθεώρησή του, δηλαδή, να είμαι ελεύθερος. Ελεύθερος να παίξω, να μάθω, να πειραματιστώ, να προκαλέσω τον εαυτό μου, να διευρύνω τα όριά μου, να διασκεδάσω, να εκπλαγώ. Να βηματίσω, κάθε φορά και λίγο προς τα μπρος, σε μια διαδρομή που μοιάζει περισσότερο με μοναχικό περίπατο παρά με ολυμπιακό άθλημα. Ελεύθερος και από κάθε καταναγκασμό και ψυχαναγκασμό ως προς το τι πρέπει να είναι ή να μην είναι ένα ποίημα, αλλά κι ελεύθερος από κάθε αγωνία και υποχρέωση της καθημερινής ζωής – μες στο ποίημα, και μόνο εκεί.                        

Στο ίδιο πλαίσιο "εξορθολογισμού του ποιητικού αποτυπώματος" αναλογίζομαι και το ποίημα "Παράλληλοι" του Ντίνου Σιώτη[2]

"Με το να γράψω ένα ποίημα το μπλε του φεγγαριού δεν θα απλωθεί πάνω στην γη / οι άστεγοι δεν θα'βρουν στέγη / οι πεινασμένοι δεν θα χορτάσουν / δεν θα μπορέσουμε να κρυφτούμε από τους πολεμοκάπηλους όλων των πενταγώνων / με το να γράψω ένα ποίημα δεν θα καταρρεύσει το χρηματιστήριο / [...] / ο πρόεδρος δεν θα μας πει την αλήθεια / με το να γράψω ένα ποίημα / [...] ο κόσμος δεν θα σταματήσει να έχει τα χάλια που έχει / δεν θα καταργηθεί η κρατική τρομοκρατία / οι ρώγες σου δεν θα σηκωθούν πιο ψηλά / και θα εξακολουθήσω να νοιάζομαι για να πάντα, με το να γράψω ένα ποίημα".

Και οι δύο ποιητές εκφράζουν μια θέση με την οποία συμφωνώ. Ο Γιάννης Δούκας
προτάσσει την ελευθερία της έκφρασης απαλαγμένη από "καταναγκασμούς και
ψυχαναγκασμούς", με γνώμονα να απολαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής τη δουλειά του και να αναζητεί τον εαυτό του εντός της. Ο Ντίνος Σιώτης από την άλλη υπογραμμίζει πως η ποίηση δεν αλλάζει τον κόσμο, δεν μεταμορφώνει την σκληρή καθημερινότητα, δεν αναιρεί τις αδικίες, ωστόσο είναι ο τρόπος του ποιητή να νοιάζεται και μάλιστα να νοιάζεται "για τα πάντα".

Όταν ανοίγω μια ποιητική συλλογή, δεν απαιτώ ούτε περιμένω κάποιου είδους εξόφληση. Η ποιητική φωνή δεν μου χρωστάει ούτε πρέπει να μου επιβεβαιώσει κάτι. Διαβάζω ποίηση όπως κοιτάζω τον κόσμο από το παράθυρο του συνοδηγού, απολαμβάνω τη διαδρομή χωρίς να την ελέγχω. Δεν απαιτώ παρακάμψεις ή στάσεις, δεν επιλέγω τον προορισμό, δεν αλλάζω τη μουσική στο ραδιόφωνο. Όταν φτάσουμε  θα σκεφτώ αν η διαδρομή μου άρεσε, αν κρατώ κάτι από το ταξίδι, αν μου πρόσφερε κάτι που είχα ανάγκη να νιώσω, αλλά αυτό θα είναι η ιδιωτική μου ανασκόπηση ως αναγνώστης, όχι το από κοινού συμβόλαιο με τον ποιητή. Και αν η διαδρομή έχει κατά βάθος χρωστούμενα και τα χέρια του οδηγού είναι κλειδωμένα στο τιμόνι ταξιδεύοντας προς την εξόφληση κάποιου μεγάλου χρέους, είναι χρέος εθελούσιο όχι επιβεβλημένο. Γιατί ο ποιητής είναι ελεύθερος, ακόμα και όταν χρωστάει.

______________________________________________________
[1] https://www.facebook.com/share/p/15RsYsTzrR/
[2] Η στοιχειοθεσία δεν είναι ακριβής καθώς βρήκα αυτό το ποίημα μόνο σε
ηχογράφηση, πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=OlSkY5TdqpU, κανάλι
"Ελληνική Ποίηση & Θέατρο".

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 18 Απριλίου 2025