Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Ευσταθία Δήμου

 

 

 

Ο  χρόνος  είναι  ποίηση

Θεώνη Κοτίνη, Ο χρόνος είναι, Μελάνι, Αθήνα 2020

 

Έξι χρόνια μετά την τελευταία της ποιητική συλλογή, Ωσεί κήπος (Γαβριηλίδης 2014), η Θεώνη Κοτίνη επανέρχεται ποιητικά με ένα βιβλίο που υπηρετεί και ικανοποιεί μία από τις πιο βασικές απαιτήσεις της τέχνης, τη διάνοιξη νέων δρόμων και τρόπων έκφρασης της εσωτερικότητας. Παρά το γεγονός ότι δεν διαρρηγνύει τους δεσμούς της με την προσωπική της ποιητική «παράδοση», η Κοτίνη αλλάζει κάπως προσανατολισμό και ορίζοντα και αυτή η αλλαγή είναι που δίνει τώρα τον ρυθμό και τον τόνο. Ο τίτλος της συλλογής, Ο χρόνος είναι, παρόλο που είναι φτιαγμένος με γνωστά υλικά, λέξεις καθημερινές και οικείες, προξενεί την έκπληξη με την απουσία του κατηγορουμένου που θα συμπλήρωνε το ρήμα και θα προσδιόριζε την ποιότητα και τις ιδιότητες του υποκειμένου. Η αινιγματικότητα, όμως, αυτή ίσως είναι και το ζητούμενο της ποιήτριας, αφού η εκκρεμότητα που δημιουργείται κινητοποιεί αμέσως την αναγνωστική συνείδηση να αναζητήσει η ίδια και να προτείνει τις διάφορες εκδοχές. Μία από τις εκδοχές αυτές θα μπορούσε να είναι η επανάληψη της ίδιας της λέξης χρόνος, ως υποκειμένου και κατηγορουμένου ταυτόχρονα, ούτως ώστε να δηλωθεί η αδυναμία ή η ματαιότητα προσδιορισμού της έννοιας αυτής πέρα από τα όρια που η ίδια θέτει. Εξίσου, όμως, πιθανή είναι και η εξήγηση που θα έβλεπε την φράση του τίτλου ως απάντηση στο ερώτημα «Ποιος;», ως υπόμνηση δηλαδή και κατάδειξη της γενεσιουργού αιτίας της ζωής και του θανάτου, της κινητήριας δύναμης κάθε αλλαγής.

Τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα σε στίχο ελεύθερο, ενώ δεν λείπουν και δύο πεζά ποιήματα, με τα οποία η ποιήτρια αποπειράται να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί σε ένα διαφορετικό μορφικά ποιητικό είδος που έχει προσελκύσει και άλλους σύγχρονους ποιητές. Ο εσωτερικός ρυθμός των ποιημάτων είναι εμφανής από την πρώτη κιόλας ανάγνωση και προκύπτει, σε μεγάλο βαθμό, από τις τομές που πραγματοποιεί η ποιήτρια όχι μόνο στο τέλος κάθε στίχου, αλλά και στο εσωτερικό του. Τις τομές αυτές, μάλιστα, καθιστά ακόμα περισσότερο έντονες και εμφανείς η σχετική ή πλήρης απουσία σημείων στίξης που λειτουργεί ως κάλεσμα στον αναγνώστη να τοποθετήσει ο ίδιος τις παύσεις και να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες συνδέσεις. Η στιχουργία της Κοτίνη, άλλωστε, παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για τον συνδυασμό του ελεύθερου στίχου με την αρκετά περιορισμένη παρουσία διασκελισμών, συνδυασμός αρκετά ανοίκειος ή απρόσφορος ο οποίος, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, καθίσταται ιδιαίτερα δραστικός και λειτουργικός.

Τα τρία κέντρα από τα οποία εκκινεί και στα οποία επανέρχεται η ποιητική σκέψη και έκφραση της Κοτίνη είναι σταθερά ο τόπος, ο χρόνος και οι άνθρωποι. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ισόπλευρο «τρίγωνο» στις γωνίες του οποίου συναντιούνται, μέσα από μια αμφίδρομη πορεία, και συνυπάρχουν, κατά τρόπο αξεχώριστο και αξεδιάλυτο, η χωροχρονική με την ανθρώπινη παρουσία. Η ανθρώπινη παρουσία, αυτή τη φορά, είναι περισσότερο εστιασμένη στα οικεία πρόσωπα, στους αγαπημένους της ποιήτριας που διεκδικούν ένα μεγάλο μέρος των αφετηριακών της εμπνεύσεων. Πρόκειται, βασικά, για τη μητέρα και, κυρίως, τον πατέρα της, τους οποίους η ποιήτρια ανακαλεί και συλλαμβάνει στην ηλικιακή φάση των γηρατειών, αλλά και της οριακής στιγμής του θανάτου. Η ποιήτρια αναπλάθει το παρελθόν της κοντά τους και αναμετράται με το βάρος της απώλειας και της οριστικής φυγής του πατέρα της από τη ζωή (της), σε μία σύλληψη που ανακαλεί και παραπέμπει στην ομηρική παρομοίωση των ανθρώπων με τα φύλλα των δέντρων: Δεν είναι πια να τους μαλώνεις/ όσο ανήλικους κι αν τους κατάντησε ο καιρός/ είναι η στιγμή να πάρεις στα δυο χέρια σου/ ετούτη την τρεμάμενη καρδιά τους/ όπως κρατάει παλάμη/ φύλλο που έπεσε απ’ το δέντρο/ φυσάει βοριάς/ το παίρνει ψίχουλο ψηλά/ πια δεν το βλέπεις («Φύλλα»). Στην απώλεια αυτή η ποιήτρια αφιερώνει μια σειρά ποιημάτων με τα οποία, χωρίς να κρύβει την εσωτερική συγκίνηση και έξαρση που τη δονεί, επιχειρεί να αποτυπώσει το γεγονός και να συμφιλιωθεί μαζί του με έναν τρόπο αρκετά παράδοξο, μένοντας δηλαδή ασυμφιλίωτη και υιοθετώντας μια στάση ενεργητικού πένθους που βρίσκει το συνώνυμο και τη διέξοδό του στην τέχνη, στην ποιητική δημιουργία: Αμβλύ και μεγάλο/ του ουρανού το μεγάλο/ χωρίς ίχνος πουλιού στον ορίζοντα/ μαλακό και ζεστό/ όπως ρούχο νωπό που στεγνώνει στο σώμα σου πάνω// με πλουτίζει το πένθος σου. Στο ίδιο περίπου κλίμα κινούνται και τα ποιήματα που εμπνέονται από τη μορφή της μητέρας, η οποία συλλαμβάνεται ποιητικά στην άκρη της ζωής της και σε όσα αυτή η άκρη συνεπάγεται: αδυναμία, ανημπόρια, φθορά του σώματος, φθίση.

Και στις δύο αυτές ομάδες ποιημάτων, η έννοια και η καταλυτική επενέργεια του χρόνου είναι παρούσα, αν και χωρίς να κατονομάζεται ή, έστω, να υπονοείται. Είναι μία άκρως επιτυχημένη μεθόδευση της ποιήτριας αυτή, από τη στιγμή που κατορθώνει να υποβάλλει και όχι να επιβάλλει, διά της ρητής αναφοράς, την έννοια και τη λειτουργία του χρόνου, όπως αυτή εκδηλώνεται στο θάνατο και τα γηρατειά. Ωστόσο, ακόμα κι όταν η ποιήτρια έρχεται πιο κοντά στην έννοια του χρόνου, την προσεγγίζει δηλαδή πιο άμεσα, πιο απροκάλυπτα, η προσέγγιση αυτή γίνεται όχι με όρους θεωρητικούς ή «ποιητικούς», όσο με τους όρους της ίδιας της ζωής και της υλικής της πλευράς ή υπόστασης: Ακίνητα/ φθαρμένα κατοικίδια/ περιφρουρούν/ αυτή την αντοχή/ που γίνεται η ψυχή του ανθρώπου/ ανίδεα σκεύη της μετάληψης/ στη θεία κοινωνία της διάρκειας («Κατοικίδια»).

Ο χρόνος, όμως, συλλαμβάνεται και αποδίδεται και σε μιαν άλλη διάσταση, αυτή των εποχών που κυλιόμενα έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας το στίγμα τους στον τόπο και τον άνθρωπο. Το στίγμα αυτό συνδέεται ξεκάθαρα με τη στιγμή σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό ώστε στίγμα και στιγμή να ταυτίζονται απόλυτα και να ορίζουν τη διάρκεια και την αιωνιότητα μες στο φευγάτο και το φευγαλέο: Είναι νωρίς, πολύ νωρίς ακόμα/ το φως δεν έχει αρχίσει να ζητά/ να σε μετράει/ ο άνθρωπος τον ύπνο του βυζαίνει και ευτυχεί/ τη μόνη αιωνιότητα που του χαρίστηκε ποτέ/ για λίγο ακόμα, λίγο («Χαράζει») Δεν είναι τυχαίο, ίσως, το γεγονός ότι η ποιήτρια επιλέγει και επανέρχεται σταθερά στην άνοιξη κυρίως και το καλοκαίρι, τις δύο εποχές που συνυφαίνονται και αντανακλούν το γενέθλιο τόπο, αλλά και το αγαπημένο στην ποιήτρια αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Εκείνο, δηλαδή, που επιτυγχάνεται εδώ είναι μια εξαιρετικά πυκνό και γερό δέσιμο του χώρου και του χρόνου, έτσι ώστε ο ένας να μην μπορεί να νοηθεί έξω από τον άλλον, σε μία ταύτιση και ένωση καθαρά «ερωτική» που οδηγεί κατά τρόπο ευθύ και ευθύβολο στη γέννηση του ποιήματος.

Σε έναν τρίτο κύκλο ποιημάτων, η Κοτίνη προσεγγίζει και διερευνά με καθαρά διαισθητικό τρόπο, αλλά και μια μια διάθεση εκλογίκευσης που ακυρώνεται σε μεγάλο βαθμό από την αδυναμία να δοθούν απαντήσεις σε μείζονα υπαρξιακά ερωτήματα, τη σχέση και το ρόλο του χρόνου στη γεωγραφία της δικής της ύπαρξης, στην ψυχοσύνθεση και την υπόστασή της. Πρόκειται για μία προσπάθεια της ποιήτριας να εννοήσει τη φύση και το μέγεθος των αλλαγών, τον τρόπο με τον οποίο ο χρόνος μεταβάλλει την πορεία της, ακυρώνει τα δεδομένα και δημιουργεί νέα. Η καταβύθιση που πραγματοποιεί στο νόημα που αποκτά ο χρόνος στη ζωή της ισοδυναμεί και σηματοδοτεί την καταβύθιση στην ίδια την έννοια του χρόνου και τις διάφορες συνιστώσες του: Όταν μόνος σου ψάχνεις/ ό, τι χάνεις με άλλους,/ όταν όλο πια περιμένεις,/ όταν με τα δάχτυλα/ αντί να αγγίζεις μετράς// είναι αυτό να γερνάς; («Τότε»)

Η νέα συλλογή της Θεώνης Κοτίνη παγιώνει μία ποιητική φωνή που γνωρίζει και υπερασπίζεται τα όριά της. Ξετυλίγεται αργά και προσεκτικά, αναπτύσσει την ταχύτητά της και, στο τέλος, επιβραδύνει για να ακινητοποιηθεί και να μνημειωθεί μέσα στο ποίημα. Η ποιήτρια τεχνουργεί τον ποιητικό της κόσμο ανατέμνοντας τον εαυτό της σε σχέση με τον περιβάλλοντα χωροχρόνο και τους ανθρώπους. Η ανατομία αυτή προεκτείνεται και προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας απλόχερης και απλόχωρης αναζήτησης του νοήματος της ζωής. Έτσι, παρόλο που η ποίησή της φέρει έντονη τη σφραγίδα της αυτοαναφορικότητας και της οπτικής του ποιητικού υποκειμένου πάνω στα πράγματα, στην πραγματικότητα, μπορεί να απλωθεί και να αγκαλιάσει κάθε άνθρωπο ο οποίος αναζητά την εκδοχή του μέσα στον κόσμο.

© Poeticanet 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Δεκεμβρίου 2020