Εκτύπωση του άρθρου


Οι περισσότεροι άνθρωποι προγραμματίζουν τις καθημερινές τους ασχολίες με ένα κοινό ρολόι που χτυπά όπως και οι καρδιές τους στον ίδιο ρυθμό για όλους. Όμως ο χρόνος, πιο πολύ σαν μετρονόμος της αυτοσυνειδησίας παρά σαν ρολόι του σύμπαντος, μπορεί να πηγαίνει πιο γρήγορα ή πιο αργά, μπορεί να χτυπάει σε μιαν ατέρμονη ποικιλία ρυθμών ή και χωρίς καθόλου ήχο και να ρυθμίζεται από εμάς, εάν γνωρίζουμε πως υπάρχουν καντράν για να τον θέσουμε σε κίνηση, ή ακόμα και να τον δημιουργήσουμε μ’ έναν καινούργιο τρόπο. Η ποίηση είναι ο  μετρονόμος της ζωής, για να μας κάνει να βιώνουμε τη ζωή στην πληρότητά της, να μας κρατάει ζωντανούς καθώς το ρολόι χτυπά μέχρι τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς.

Όπως η μουσική, έτσι και η ποίηση δημιουργεί τον χρόνο κάνοντας χρήση του ρυθμού για να προκαλέσει συναισθήματα. Ο Ουΐλλιαμ Γουόρντσγουερθ μπόρεσε να διαστείλει το συναίσθημα της συγκίνησης δίνοντας ταχύτητα σ’ ένα στίχο, με την ακολουθία κοφτών συλλαβών, ή και να διαστείλει την αίσθηση της παύσης επιβραδύνοντας τον στίχο με μακριές συλλαβές. Συχνά ο Άγγλος Ρομαντικός άλλαζε τον αναμενόμενο ρυθμό ακριβώς στο σημείο που θα γινόταν μια αποκάλυψη, όπως όταν έγραψε στο Βιβλίο Ι του Πρελούδιου για ένα αγόρι τη νύχτα που έκανε σλάλομ όλο και πιο γρήγορα στην παγωμένη λίμνη προσπαθώντας να κυνηγήσει την αντανάκλαση ενός αστεριού, εωσότου σταματήσει ξαφνικά τα παγοπέδιλα· τότε σε πιο αργό ρυθμό κάνει αναδρομή στο νόημα αυτής της εμπειρίας για όλη τη ζωή του, αλλά και για την ίδια την ποίηση.
Οι ποιητές όχι μόνο χρησιμοποιούν τον ρυθμό για να ενδυναμώσουν τα συναισθήματα, αλλά ακόμη και να τα αναδημιουργήσουν. Ο Τ. Σ. Έλιοτ δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση του ποταμού στο ποίημά του «ΙΙ. Βιρτζίνια»,  από τον κύκλο των πέντε "Τοπίων", κάνοντας χρήση της παρήχησης, της επανάληψης, των μεμονωμένων εικόνων και των απότομων αντιθέσεων.

Red river, red river,
Slow flow heat is silence
No will is still as a river
Still. Will heat move
Only through the mocking-bird
Heard once? Still hills
Wait. Gates wait. Purple trees,
White trees, wait, wait,
Delay, decay. Living, living,
Never moving. Ever moving
Iron thoughts came with me
And go with me:
Red river, river, river.
 
Ποτάμι κόκκινο, ποτάμι κόκκινο,
Κυλά απαλά η ζέστα είναι σιωπή
Βούληση καμιά δεν είναι σαν ποτάμι
Ακίνητη. Θα κινείται η ζέστα
Μόνο με το μιμοπούλι
Κάποτε ακουσμένο; Ήρεμοι λόφοι
Περιμένουν. Πύλες περιμένουν. Δέντρα πορφυρά,
Δέντρα λευκά, αναμένουν, αναμένουν,
Αναβάλλουν, σαπίζουν. Ζώντας, ζώντας,
Ποτέ κινώντας. Πάντα κινώντας
Σιδερένιες σκέψεις ήρθαν μαζί μου
Και μαζί μου κυλούν:
Κόκκινο ποτάμι, ποτάμι, ποτάμι. 1

Ο ίδιος έλεγε: “Είναι αυτονόητο πως το St. Louis με επηρέασε βαθιά, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον. Αισθάνομαι πως υπάρχει κάτι διαφορετικό στο να περάσεις την παιδική σου ηλικία, δίπλα στον μεγάλο ποταμό. Κάτι που δεν μπορείς να το περιγράψεις σε όσους δεν το έχουν βιώσει.”

Ο Πολ Βαλερύ επίσης δημιουργεί την αίσθηση της αιωνιότητας στην ποίησή του βάζοντας το συναίσθημα σ’ ένα μοναδικό χρόνο και τόπο, μέσα στην παγκόσμια οπτική μιας ζωής αφοσιωμένης ολότελα στο διάβασμα. Στο Θαλασσινό Νεκροταφείο παρουσιάζει εικόνες του νεκροταφείου που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα της γενέθλιας του πολίχνης Σετ, προεκτείνοντάς το δίχως όρια προς τον ορίζοντα του ουρανού. Οι εικόνες μαζί με τις αναφορές τους που απαντώνται στην ιστορία της λογοτεχνίας βοηθούν τον ποιητή να αναδημιουργήσει το συναίσθημα της αιωνιότητας ή του απείρου.

Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change!
Après tant d’orgueil, après tant d’étrange
Oisiveté, mais pleine de pouvoir,
Je m’ abandonne à ce brillante space,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m’ apprivoise à son frêle mouvoir.
 
Όμορφε ουρανέ, καθάριε ουρανέ κοίταξέ με
Είμαι εγώ που αλλάζω!
Μετά από τόση έπαρση
Τόση περίεργη κόπωση
Ραστώνη, ξεχειλίζω όμως από νέο σφρίγος
Κι εγκαταλείπομαι σ’ αυτό το λαμπερό διάστημα,
Πάνω απ’ τα σπίτια των νεκρών περνάει η σκιά μου[…]2
 
Όπως ο Γουόρντσγουερθ και ο Έλιοτ, ο Βαλερύ χρησιμοποιεί τον χρόνο για να μοιραστεί τη δύναμη του συναισθήματος, ωθώντας τον αναγνώστη να βιώσει πιο έντονα τη ζωή του, να υπερβεί τον χρόνο ζώντας την κάθε στιγμή πιο έντονα.

Με άλλα λόγια, οι ποιητές χρησιμοποιούν τον χρόνο για να υπερβούν τη δική τους ζωή και ύπαρξη σε μια συνομιλία που διασχίζει γενεές ανθρώπων. Δίνουν νόημα σε πανανθρώπινα ερωτήματα, τα οποία όμως γίνονται κατανοητά ως μέρη της κοινής εμπειρίας. Ένας λόγος για να ερμηνεύσουμε αυτό που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, όπως π.χ. τι συμβαίνει μετά θάνατον, είναι γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τη ζωή. Δύο ποιητές που αναφέρουν τι τους συνέβη τη στιγμή του θανάτου τους είναι η Έμιλι Ντίκινσον και ο Γιώργος Σεφέρης. Λέγεται ότι οι ποιητές επιθυμούν να μείνουν αθάνατοι. Η Έμιλι γράφει με συναρπαστική λεπτομέρεια για το πνεύμα της πέρα από τον τάφο, για να δώσει την αίσθηση του βιώματος της θνητής ανθρώπινης εμπειρίας σαν να είναι αέναη, χωρίς τέλος:

I heard a Fly buzz—when I died—
The Stillness in the Room
Was like the Stillness in the Air—
Between the Heaves of Storm—
[…]
There interposed a Fly—
With Blue-uncertain-stumbling Buzz—
Between the light –and me—
And then the Windows failed-and then
I could not see to see—

Σαν πέθαινα —

Μέσα στην Κάμαρα ήταν Σιγαλιά
Σαν είναι γύρω η Σιγαλιά του Αγέρα—
Προτού τον ζώσει η Θύελλα ξανά—
[…]
Ήρθε μια Μύγα να παρεμβληθεί—
Με Κυανό—άστατο—αδέξιο Βόμβο—
Στων φώτων και σ’ εμέ—τ’ ανάμεσο—
Κι ύστερα φθίναν τα Παράθυρα—και τότε
Άλλο δεν έβλεπα πια για να δω—3

Δεν αναρωτιέται η Έμιλι ποιο είναι το όριο ανάμεσα σ’ αυτό που μπορεί και που δεν μπορεί να κατανοηθεί, αλλά σκόπιμα αντιμετωπίζει το παράλογο, και εδώ το παράλογο είναι το θέμα του δικού της θανάτου: κανένας άγγελος, κανένας ήχος σάλπιγγας, καμιά ουράνια ομορφιά· μονάχα η θανή. Η φωνή που μιλάει στο ποίημα άραγε μας λέει ότι άκουσε τη μύγα αφού πέθανε, ή ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του το άτομο έχει αντίληψη; Το βέβαιο είναι ότι η ποιήτρια έχει το σθένος να ενατενίσει ακόμη και το τελευταίο πραγματικό λεπτό της δικής της ζωής!
 
Ας δούμε και τους τελευταίους στίχους της Σεφερικής Κίχλης

καὶ εἶσαι
σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ
τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ
  νὰ κοιτάξεις πρῶτα,
γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ
  καὶ τὸ τιτίβισμα των πουλιῶν
θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ
  καὶ νότο
θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας
πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.

Γινόμαστε κοινωνοί της στιγμής του θανάτου. Μπορούμε να θυμηθούμε εκ παραλλήλου τη "σωματοποίηση" του τέλους στον Εκκλησιαστή, κεφ. 12, όπου σταδιακά όλες οι λειτουργίες του πνεύματος και του σώματος αδρανούν σε οκτώ φράσεις οι οποίες απαριθμούνται. Για προφανείς λόγους, ας αναφέρω εδώ αυτές που σχετίζονται με την εξασθένηση του οπτικού πεδίου, της όρασης και της ακοής: 
ΚΑΙ μνήσθητι τοῦ κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ ἔλθωσιν ἡμέραι τῆς κακίας καὶ φθάσωσιν ἔτη, ἐν οἷς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς θέλημα·
2 ἕως οὗ μὴ σκοτισθῇ ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς καὶ ἡ σελήνη καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἐπιστρέψωσι τὰ νέφη ὀπίσω τοῦ ὑετοῦ·
4 καὶ κλείσουσι θύρας ἐν ἀγορᾷ, ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς ἀληθούσης,
καὶ ἀναστήσεται εἰς φωνὴν τοῦ στρουθίου, καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι αἱ θυγατέρες τοῦ ᾄσματος·
ὅτι ἐπορεύθη ὁ ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ…
Ας επιστρέψουμε όμως στην δυνατή  Σεφερική εικόνα, που είναι η ξαφνική σιωπή των τζιτζικιών, επειδή τα ακούμε παντού και πάντα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού· η σιωπή τους αποκαλύπτει πώς μονότονη και υπόκωφη μεν η μουσική τους,  όμως μας κάνει παρόντες και ζωντανούς— επειδή δι-αισθανόμαστε κάτι.

Αττική, Αύγουστος 2019
 
Σημειώσεις
1. Η μετάφραση ανήκει στον Αριστοτέλη Νικολαΐδη με κάποιες αλλαγές από εμένα.
Δες Τ.Σ. Έλιοτ  Άπαντα τα Ποιήματα, Κέδρος 1984, σελ. 179.
2. Μετάφραση δική μου.
3. Μετάφραση της Αρτέμιδος Γρίβα στο Emily Dickinson Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά: Ποιήματα και Επιστολές, επιμ. Λιάνα Σακελλίου, Gutenberg 2013, σελ. 201
 
Λιάνα Σακελλίου
© Poeticanet
 

Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Αυγούστου 2019