Εκτύπωση του άρθρου
ΙΣΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
 
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
 
 
Σηκώνω το χέρι μου κι ύστερα πέφτει
Στο νου βυθίστηκε
Το δάχτυλο της χθεσινής ημέρας.
Το χέρι βουλιάζει
Πέτρωσε το η αγάπη, πάει.
Εσύ απο ψηλά μη με κοιτάς.
Ντρέπομαι για τη φτώχεια μου στο μέλλον
Να τριγυρνώ δίχως σκιά.
 
Σηκώνω το χέρι μου
βλέπω τα δάχτυλα ν' αχνίζουν στον αέρα
Σε χρόνο άχρωμο με την ανάσα μου γεμάτη ρίζες.
Πέρα απ' το χέρι μου καμένα κτίρια
Άνθρωποι, σκυλιά, πέρδικες, ποντίκια.
Πίσσα στο βάθος πυρκαγιά και βρόμα.
Χώνω τη γλώσσα μου στο στόμα σου
κι απ' το πολύ φαρμάκι κλαίω αίμα.
 
Θρύψαλα ο άνεμος τα βράχια τρέμουνε
Βραδιάζει. Κουλουριασμένη η ψυχή και χθες
Και το πρωί κουλουριασμένη πάλι.
Θαυμάζω τα φτερά
Σφίγγω στην αγκαλιά το ποίημα
Πράσινα φυτρώνουν τα νερά
Χώμα στα χέρια μου ταφή
Το δέντρο αργεί να μεγαλώσει
Πέφτουν τα φύλλα.
 
Μάρμαρο μύρο μυρωδιές άγγελοι φτερουγίζουν
Στις φλούδες όνειρα και τ' αρχικά των ξένων
Ζώα με πρόσωπα τυφλά
Στριφογυριζουν διαψασμένα.
Ό,τι παλιώνει γίνεται καρπός
Σ' έναν αιώνα θα' ναι σκόνη
Καμπύλη σαύρας σταγόνα πηγαδιού
Ανάσα ετοιμοθάνατου, σάλιο ζαβού.
 
Μικρές στιγμές κι άλλες στιγμές ο χρόνος δεν τελειώνει.
Ξεραίνονται τα πρόσωπα αυτός τα παίρνει
Σβήνει το αίμα καίγεται η πνοή
Για ν' αποκτήσει σάρκα σκελετό
Καρδιά βλέμματα κλέβει.
 
Το χθες ξεθώριασε το αύριο γυαλίζει
Φύρανε το κορμί μου ξάπλωσε καταγής
Τραγούδι σιγανό αρχίνησε στο δάσος.
 
Αλέξανδρος 'Ισαρης

Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Μαρτίου 2007