Εκτύπωση του άρθρου
  Υποδειγματικό αισθητικό μόρφωμα
 
 ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη, 2007, σελ. 91
 
       Είναι η ένατη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Αντιπροσωπευτική δημιουργός της γενιάς του ´70, διακρίνεται για την προωθημένη λεκτική της ευθύτητα, την αισθητική πληρότητα που χαρακτηρίζει την προσέγγιση των εν γένει ινδαλμάτων της, την εμμονή της στην διερεύνηση των ειδοποιών ποσοτήτων - ποιοτήτων της καθημερινότητας  και την υφολογική αυτάρκεια των συναφών εμπεδώσεων. Η ανέλιξη του βασανιστικά απατηλού κόσμου των αισθήσεων από ένα σύνολο τυχαίων, ατάκτων υλικών του ηρακλείτειου σάρματος σε πολύπτυχη σημασιολογική τάξη, η συστηματική και απροκάλυπτη επίκληση ενός ευέλικτου, αναβαθμισμένου ανθρωπισμού και η μελέτη του πνευματικού στοιχείου, το οποίο συνέχει έναν ευδιάκριτο σε όλες του τις αποχρώσεις υλοζωισμό συναποτελούν, όπως έχω υποστηρίξει και παλαιότερα, τους θεμελιώδεις άξονες της ρηματικής δράσης (βλ. περιοδικό «Εντευκτήριο», τ.57, Απρίλιος – Μάιος 2002, σελ. 119 επ.). Σε συνδυασμό μάλιστα με το υπόγεια ανατρεπτικό χιούμορ, την συναινετική κριτική που ασκείται στο κοσμοείδωλό μας και την εποπτική ειρωνεία, η οποία δεν εκφυλίζεται σε επιδερμικό σαρκασμό ή ρηχή αναμόχλευση δεδομένων του κόσμου, που εμπεδώνονται σε όλη την έκταση του Λιμού, καταξιώνουν το καθόλα ενδελεχές αυτό έργο στις συνειδήσεις μας ως το αρτιότερο δημιούργημα της ποιήτριας.
     Η συλλογή ανοίγει με τον χρονοθέτη «νύχτα» για να κλείσει με τον δείκτη «αξιοπιστία». Προσδιορίζεται έτσι εμμέσως το πλαίσιο των θεματολογικών προαιρέσεων: «νύχτα», δηλαδή ανοικτός χρόνος περίσκεψης, ενδοσκόπησης και στοχαστικών ανακατατάξεων των ποιοτήτων και των αξιών της ζωής - κατεξοχήν «νύχτα» δίσημη και γι´ αυτό πολύτιμη στην υπόθεση της δημιουργικής γραφής, χρόνος «σκοτεινός», ο οποίος δεν θέλει να αποκρύψει την καταγωγή του από την καταυγασμένη συγκυρία, την βασίλισσα των συνδηλώσεων, την περιώνυμη με άλλα λόγια  ηρακλείτεια νύχτα - φιλόσοφο: «άνθρωπος εν ευφρόνη φάος άπτεται εαυτώ αποσβεθείς όψεις», δηλαδή, για να μεταφράσω πρόχειρα «την νύχτα ο άνθρωπος, μόλις σβήσουν τα μάτια του, παραδίδεται στο φως».  
     Στον δε εννοιολογικό αντίποδα παρίσταται ο εμφατικός όρος «αξιοπιστία», ο οποίος ανάγεται, μεταξύ άλλων, τόσο στην δικανική ορολογία, όσο και στην γενικότερη ποιητική προοπτική, θέλει διακαώς να διεκδικήσει τον τελευταίο λόγο στην ακριβοδίκαιη απόδοση της (ποιας άλλης; της αληθινής) πραγματικότητας. Προκειμένου να περαιώσει την διαχείριση του βιωματικού και άλλου σημαίνοντος υλικού της, η ποιήτρια επιδίδεται με επιτυχία στην εξωτερικά πεζόμορφη απόδοση  των τριών τελευταίων θεμάτων, τα οποία, από υφολογική τουλάχιστον άποψη, μάς προετοιμάζουν για το επόμενο εγχείρημά της. Αναφέρομαι στα εξής: «Η φωτοσύνθεση σε παλάμες ανθρώπου», «Δοκίμιο περί προβοκάτσιας» και «Volcano». Η παραγωγική μετάβαση από την καθιερωμένη ανάπτυξη των στίχων στην πρόζα, όπου έχει γειωθεί εντέχνως το ποιητικό φορτίο, πιστεύω ότι προσδίδει στον Λιμό πρόσθετο αισθητικό κύρος.     
    Αν η αμέσως προηγουμένη συλλογή της, με τίτλο Ελάχιστα πριν, η οποία κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδόσεις «Νεφέλη», το 2005, είναι εν ολίγοις ο μονόλογος ενός ρηξικέλευθου, πολύπαθου και πολύτροπου συγκατοίκου μας στο ασφυκτικό κελί του κόσμου, ο οποίος μάς προετοιμάζει για μιαν ευρύτερη κωδικοποίηση των ανθρωπίνων παθών, αποτεφρώνοντας στο μεταξύ με τις ενίοτε απρόοπτες ετυμηγορίες του ό, τι έμαθε προηγουμένως να θεωρεί εκ των προτέρων υψιπετές, σοφό και αναγκαίο, (βλ. τις κρίσεις μου επ´ αυτών στην εφημερίδα «Η Αυγή», 29 Ιανουαρίου 2006), τότε η σημερινή κατάθεσή της θα πρέπει να λογιστεί ως μια άριστα οργανωμένη εκτέλεση του πρωταρχικού σχεδίου. Το ποίημα «Φως», για παράδειγμα, ανατρέπει ριζικά την όλη γνωσιολογική τάξη: η αποκαθήλωση είναι συνειδητή και γι´ αυτό οριακή, προκειμένου να ξεσκεπαστεί το ψεύδος της πολιτισμικής αλήθειας • η ιστορία των οριακών αυταπατών μας συνοψίζεται με παρρησία στο τετράστιχο « Να γίνουμε σοφοί σημαίνει / Μια  δυνατότητα  αρώματος / Κατά την εκπνοή./ Την τελευταία ». (Βλ. Ελάχιστα πριν, σελ. 26)  Ή για να το πω διαφορετικά, το πολύκλαδο, πολυφωνικό, καθ´ όλα ενιαίο πάντως σκηνικό ποίημα, το οποίο προηγήθηκε, αποτελεί ένα είδος μύησης στο ειδικότερο ιδίωμα του Λιμού.
      Κατά τα άλλα, ισχύουν κι εδώ οι προσωποποιήσεις διακεκριμένων μελών του ζωικού βασιλείου, τα οποία συνδιαλέγονται σε ίση βάση με τις υπόλοιπες δραματικές περσόνες. Συγκεκριμένα στο δεύτερο κομμάτι της παρούσης συλλογής, με τίτλο Αυτοβιογραφία των λύκων (βλ. σελ. 12), ο κόσμος της Φύσης είναι θαυμαστά έλλογος, ενώ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα περιέχει το μεγαλύτερο δυνατόν ποσοστό φρίκης. Τα άγρια ζώα διδάσκουν ηθική, θεολογία και πολιτική βίου. Παραθέτω: «Μόνοι σκαλίζοντας το χιόνι / ένα άλλο έντρομο μουσούδι ξετρυπώνοντας, / Ένα αδιάφορο νυχτόβιο θύμα. / Το προσπερνάμε. Η φτωχή του συνείδηση, / Η αβυθομέτρητη ανακούφισή του, / Συλλαμβάνει την ιδέα του θείου.» Είμαστε βεβαίως σ´ έναν μεγάλο βαθμό εκείνοι οι λύκοι της σελ. 12. Λύκοι πρόδρομοι και απόγονοί μας ταυτοχρόνως, που συμβάλλουν από την πλευρά τους στην ολοκλήρωση του ποιητικού παιχνιδιού. Το υπερβατικά νοήμον ζωικό βασίλειο, όπως το μνημείωσε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ στον Θρύλο του Αγίου Ιουλιανού του Φιλοξενητή,  αναπαρίσταται με την δέουσα κειμενική φρόνηση. Το παράδοξο οικολογικό μήνυμα προσλαμβάνεται ευθέως: είμαστε όλοι μας δεμένοι ως Σίσυφοι και ως Ιξίονες στη μοίρα μιας τρέλας, που ορισμένοι μετονόμασαν «εξέλιξη των ειδών». Στο σημείο αυτό υπονοείται σαφώς μια παλαιότερη έκφανση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, η οποία απαντά στο έβδομο ποιητικό της έργο: «Άλλοι άνοια, άλλοι ανία, κανείς δεν έχει το θάρρος να το ονομάσει ντροπή. Δεν είναι δυνατό να είμαστε το έργο μιας αξιοθαύμαστης εξέλιξης. Θα’  πρεπε τότε να υπάρχει το Νόημα που έχει για τον αρουραίο η φωλιά του. Αλλά ο κόσμος δεν χρειάζεται.» (βλ. σελ. 79, Προς τα κάτω - Ένα ή μερικά ποιήματα σκηνής, «Νεφέλη», 1999).
       Στον Λιμό παρακολουθούμε την πτώση – δύση του ήλιου στο «Ηλιοβασίλεμα», η οποία συμπίπτει χρονικά με την πτώση ενός σκαντζόχοιρου. Πρόκειται για την μοιραία πτώση και του δικού μας είδους: «Τρελαμένος ανυπεράσπιστος / Κουτρουβαλούσε την πλαγιά με τ´ αγκάθια του / Παμμέγιστος σκαντζόχοιρος πυρπολημένος […] Έτσι που έγινε, μια σφαίρα από εγκαύματα, / Έτσι που μαρτύρησε ανάμεσά μας, / Θα δώσει μια και θα μας τραβήξει μαζί του / Εκεί που τώρα χώνεται μ´ απόγνωση.» (βλ. σελ. 36). Βέβαια γνωρίζουμε από το έκτο της βιβλίο, που εκδόθηκε το 1997 από τον «Καστανιώτη», ότι η ζωοφόρος μάζα είναι κατά βάθος απούσα. Η επισήμανση ανατρέχει στην αρνησικυρία του Αρθούρου Σοπενχάουερ: «Ο νεκρός με το γαλήνιο πρόσωπο / Μαθαίνω είναι ο Ήλιος» (βλ. Φορτίο, «Η προσωπίδα»).
     Το αμλετικό σύνδρομο συνεγείρει τις εκδηλώσεις του ποιητικού εγώ. Έστω ενδεικτικά η κατάληξη του «Καρέ – καρέ»: «Μα σήκωσα τα μάτια έξω απ´ το πλάνο / Και ήταν ένα γαλακτώδες Κάτι./ Ένας πηχτός κρουνός από πράγματα / Χωρίς την παραμικρή σημασία. / Έσπρωξα μέσα στη σεκάνς το σώμα μου / Κι ο ίδιος πήδηξα με μια κραυγή μες στο γάλα.» (Λιμός, βλ. σελ. 67).  
     Είναι γεγονός ότι οι μεταμορφώσεις και οι παρενδυσίες των υποκειμένων απασχολούν επί μακρόν τον δόκιμο λόγο της ποιήτριας. Συγκρατώ, μεταξύ άλλων, και το εξής: « Αυτή η αφέλεια της μελαγχολίας, αυτός ο φόρτος των ερωτημάτων, αυτή η υστερική βροχή. Ένας   άνθρωπος δεν είναι παρά ένας άνθρωπος, δηλαδή το ζωόμορφο όνειρο ενός θεού. Πνοή δαιμόνων εμψυχώνει τα πολύανθα ερείπια, το σαλιγκάρι σέρνει τη φύση του και ο καπνός, πυκνός, κουκουλώνει το γέλιο κάθε δολοπλόκου ». Στο απόσπασμα αυτό Από τις σημειώσεις του βασιλικού αστρονόμου, που περιέχονται στο πέμπτο ποιητικό της βιβλίο, Το κυπαρίσσι των εργατικών, (βλ. σελ. 49 επ.), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», το 1995, ενυπάρχει η εμβληματική τάση για μια ζωτική συναντίληψη, η οποία αφορά άμεσα σε όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη του πληρώματος, που εκόντα άκοντα συμφύρονται στον πλανήτη Γη.
     Το κυρίαρχο φως, στο οποίο και πάλι αφιερώνονται προς το τέλος της συλλογής ουκ ολίγοι στίχοι, υπαγορεύει τη δική του νομοθεσία. Η συγκλήρωση της ίδιας της ύπαρξης μέσα στην άλλη, την κατάφωτη συνείδηση των ουρανών πιστοποιείται άμεσα. Το παλαιό αίτημα ενός ορθολογικού ρομαντισμού αναβιώνει σε όλη του την έκταση. Παραθέτω για την εξαγωγή των αναγκαίων συσχετισμών: «Πού είναι ένας ήλιος, πού είναι ένα άτομο, το οποίο να μην αποτελεί μέρος, το οποίο να μην ανήκει σ´ αυτό το οργανικό σύμπαν, που να μην ζει μέσα στον χρόνο, κι όμως συλλαμβάνοντας κάθε χρόνο εντός του; ¯ Τι έχει επισυμβεί ως προς τα διακεκριμένα χαρακτηριστικά των ζώων, των φυτών, των μετάλλων και των λίθων; ¯ Δεν είναι όλα μέρη του συμπαντικού (All- Tier) ζώου της Φύσης; ¯ Ένας καθολικός νόμος της φύσης, μέχρι τώρα άγνωστος, φαίνεται να λάμπει στον ορίζοντα. Στο πέρασμα του χρόνου θα δειχθεί ίσως ότι αυτό το φως δεν είναι μια οπτική αυταπάτη.» Αποφαίνεται ο Johann Wilhelm Ritter (1776-1810, βλ. στο Maria M. Tatar, Spellbound, Studies on mesmerism, Princeton University Press, σελ. 60, όπως αξιοποιείται από τον Στέφανο Ροζάνη, Η ρομαντική εξέγερση, «Ύψιλον», 1987).
   Η κατακλείδα μάλιστα της επιλογικής σύνθεσης Η Φωτοσύνθεση σε παλάμες ανθρώπου (βλ. σελ. 76, επ.) «Ρίχνω το πρόσωπό μου στις παλάμες / και τα δέκα δάχτυλά μου είναι οι φίλοι μου. / Η αιωνιότητα το αντέχει. Θ ´ ανατείλει / Σαν ωχρό πρωινό χωρίς ιδέες / Πάνω από την καινούργια εβδομάδα. / Και η τόλμη μου να νιφτώ και να φύγω / Σπάει με χτύπημα τυφλό πάνω στον Τοίχο, / το Φως, που τρέχει από την αρχή του παντός» ισχυρίζομαι ότι παραπέμπει στο διαχρονικό αίτημα της αυτοκάθαρσης μέσα στην συνταρακτική αντικειμενικότητα της έλλαμψης - αυτοσυνειδησίας - σατόρι του ιαπωνικού Ζεν. Ο ψαροφάγος, η αλκυόνη του Αμερικανού που θέλησε με πείσμα να γίνει Βρετανός, φτερουγίζει κάπου εδώ κοντά: «Αφού η φτερούγα της αλκυόνας – Αποκρίθηκε με φως στο φως, και σωπαίνει, το φως μένει- ακίνητο – Στο ακίνητο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου.» (Βλ. Τ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα κουαρτέτα, «Μπερντ Νόρτον», ΙV, μετάφραση Κλείτος Κύρου, «Διαγώνιος», 1980 – 6).
Συγκρατώ ότι ο Θεός απαντά ονομαστικά δεκαπέντε φορές στον Λιμό, υποδηλώνοντας τόσο την 
αναπόφευκτη ουσία του, όσο και την απώτερη εστία ενός πολυπόθητου ελέους. Μοιάζει να
αποδέχεται την συνθήκη μιας ανεκλάλητης παρουσίας, η οποία συμβατικά θα μπορούσε να υπαχθεί
στις κατηγορίες φέρ´ ειπείν του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «Ο Θεός ημών, ο πληρώσας
πάσαν την πατρικήν οικονομίαν». Αυτή ακριβώς η «πλήρωσις» φαίνεται να δρα αντιστικτικά σε
σχέση με ό, τι αφορά την δράση της μεγάλης σκιάς, δηλαδή του θανάτου.
Ίσως να είναι εφικτό
ένα είδος συναίρεσης των εγγενών αντινομιών. Το ερώτημα που θέτει «Η θανούσα κατ´ ιδίαν»
ανάγεται στην δυνατότητα επικύρωσης της φθαρτότητας μέσα στην συμπαντική αρμονία – αφθαρσία.
Παραθέτω: « Δεν με ξαφνιάζει που είμαι νεκρή / Αλλά που διατηρώ επιφυλάξεις / Όπως και τότε
που ανέλαβα ως μητέρα. / Τι σε τιμά και τι σ´ επιβραβεύει / Που δεν το συμμερίζεται η φύση;»
(Βλ. σελ. 69).
Στο βάθος των στίχων αυτών θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τον απόηχο μιας ανάλογης εκτίμησης: 
«Αλλά η ζωή του πνεύματος δεν φοβάται τον θάνατο, μήτε είναι απαλλαγμένη από αυτόν. Ζει μαζί
του και διατηρείται ολόκληρη μέσα του.» Η θέση αυτή του Χέγκελ ενδέχεται να διερμηνεύει
επιτυχώς ορισμένες πτυχές των περισσότερων ποιημάτων του Λιμού, όπου μια ευέλικτη στρατηγική
επινόησης τίθεται στην υπηρεσία των ποιητικών ανακατατάξεων. Η δημιουργική φαντασία εξοβελίζει
τελεσίδικα την ψευδεπίγραφη αγορά του κόσμου. Γι´ αυτό και ο λόγος στην προκειμένη περίπτωση
ηχεί όχι μόνον παρηγορητικά αλλά και ηρωικά μαζί. Η «Ανταπόκριση» θεμελιώνει την άλλη ζωή:
«Όταν η θάλασσα αποσύρεται, / Τα χέρια ενώνω: Την καλώ να επιστρέψει. / Εισακούομαι. Στη
θεία επικράτεια / Το ένα κύμα ακολουθεί το άλλο. / Δεν κοστίζει να φανταστεί ένας άνθρωπος /
Ότι τον αγαπά η πνοή του κόσμου. / Έτσι σκάζει μπρος στα πόδια μου ο αφρός, / Ψελλίσματα του
Αγγελιαφόρου.» (βλ. σελ. 63). Φρονώ ότι η «Ανταπόκριση»  αποτελεί έναν από τους πλέον
σημαίνοντες δείκτες της όλης ποιητικής πρότασης της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου.
                                                                               
Κριτική: Γιώργος Βέης

Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Αυγούστου 2007