Εκτύπωση του άρθρου

EDMOND ZABES

 

Τρία ποιήματα
μετάφραση Νατάσα Ζαχαροπούλου

 

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΟΡΑΤΟΙ
 
Ὅταν εἶσαι μακριά
ὑπάρχει περισσότερη σκιά
τή νύχτα
ὑπάρχει
περισσότερη σιωπή
Τ’ ἄστρα συνωμοτοῦν
μές στά κύτταρά τους
γυρεύουν τή φυγή
μά δέν μποροῦν
Ἡ φωτιά τους πληγώνει
μά δέν σκοτώνει
Μπρός σ’ αὐτόν κάποιες φορές
ἡ γλαύκα σηκώνει τό κεφάλι
μετά ὀλολύζει
Ἕνα ἀστέρι εἶναι γιά μένα
περισσότερο παρά στόν ὕπνο
περισσότερο παρά στόν οὐρανό
μακρινή ἀπουσία
τρομαγμένη αἰχμαλωσία
ἐξόριστη ἡρωΐδα
Ὅταν εἶσαι μακριά
ὑπάρχει περισσότερη στάχτη
στή φωτιά
περισσότερος καπνός
 
 
© Poeticanet 
 
 

Ὁ ἄνεμος διασκορπίζει
ὅλα τά σπιτικά
οἱ τοῖχοι παραδίδονται
στό χιόνι
Ἦταν μιά ἐποχή
ὅπου δέν σέ φανταζόμουν
ὅπου στοιχειωμένος ἀπό τό πρόσωπό σου
σέ καταδίωκα στούς δρόμους
Περνοῦσες ἄναυδη ἀπό πόνο
Ἤμουν ἡ σκιά σου στόν ἥλιο
Ἀγνοοῦσα τό σιωπηλό ἄλσος
ὅπου μέ εἶχε συναντήσει
Οἱ δυό μας μόνοι
Καρφωμένοι στά ὄνειρά μας
στό ἀπέραντο τῶν λόγων μας
ἐγκαταλελειμμένοι
Κοιμᾶμαι σ’ ἕναν κόσμο
ὅπου τ’ ὄνειρο εἶναι σπάνιο
σ’ ἕναν κόσμο πού μέ τρομάζει
ὅπως ὁ δράκος στά παιδικά μου χρόνια…
 
Ἀπό τό: La clef de voûte, 1949
 
 
NOUS SOMMES INVISIBLES
 
Quand tu es loin
il y a plus d’ombre
dans la nuit
il y a
plus de silence
Les étoiles complotent
dans leurs cellules
cherchent à fuir
mais ne peuvent
Leur feu blesse
il ne tue pas
Vers lui quelquefois
la chouette lève la tête
puis ulule
Une étoile est à moi
plus qu’au sommeil
et plus qu’au ciel
distant absent
prisonnière hagarde
héroïne exilée
Quand tu es loin
il y a plus de cendres
dans le feu
plus de fumée
Le vent disperse
tous les foyers
Les murs s’accordent
avec la neige
Il était un temps
où je ne t’imaginais pas
où hanté par ton visage
je te suivais dans les rues
Tu passais étonnée à peine
J’étais ton ombre dans le soleil
J’ignorais le parc silencieux
où tu m’as rejoint
Seuls nous deux
rivés à nos rêves
au large de nos paroles
abandonnées
Je dors dans un monde
où le sommeil est rare
un monde qui m’effraie
pareil à l’ogre de mon enfance…
 
 
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
 
Ἀναζητῶ ἕναν ἄντρα
πού δέν γνωρίζω
πού ποτέ δέν ἦταν τόσο ὁ ἑαυτός μου
ὅσο ἀπό τότε πού τόν ψάχνω.
Ἔχει τά μάτια μου, τά χέρια μου
κι ὅλες αὐτές τίς ἴδιες σκέψεις
στά συντρίμμια τῶν καιρῶν;
Ἐποχή χιλιάδων ναυαγίων,
ἡ θάλασσα παύει νά ‘ναι θάλασσα
ἔγινε τό παγωμένο νερό τῶν τάφων.
Ἀλλά, πιό μακριά, ποιός ξέρει πιό μακριά;
Μέ τήν πλάτη της πρός τά μπρός ἕνα μικρό κορίτσι τραγουδᾶ
κι ἡ νύχτα βασιλεύει πάνω στά δέντρα
βοσκοπούλα ἐν τῶ μέσω τῶν ἀμνῶν.
Ἁρπάχτε τή δίψα τῶν κόκκων τοῦ ἁλατιοῦ
πού κανένα ποτό δέν τήν ξεδιψᾶ.
Μέ τίς πέτρες, ἕνας κόσμος ἀκονίζεται
νά γίνει, ὅπως ἐγώ, ἀπό τό πουθενά.
 
Ἀπό Chansons pour le repas de l’ogre (1943-1945)
 
 
CHANSON DE L’ÉTRANGER
 
Je suis à la recherche d’un homme
que je ne connais pas,
qui jamais ne fut tant moi-même
que depuis que je le cherche.
A-t-il mes yeux, mes mains
et toutes ces pensées pareilles
aux épaves de ce temps ?
Saison des mille naufrages,
la mer cesse d’être la mer,
devenue l’eau glacée des tombes.
Mais, plus loin, qui sait plus loin ?
Une fillette chante à reculons
et règne la nuit sur les arbres,
bergère au milieu des moutons.
Arrachez la soif au grain de sel
qu’aucune boisson ne désaltère.
Avec les pierres, un monde se ronge
d’être, comme moi, de nulle part.
 
 
Ὁ πυθμένας τοῦ νεροῦ
 
Μιλάω γιά σένα
ὄχι ἀπό τή λυχνία τῆς σκιᾶς
ἀπό τό λαγωνικό μου βῆμα
Ὁ ἄνεμος μές στήν χρυσαφένια φτέρνα
ὁ ἄνεμος στοῦ πηγαδιοῦ τό χεῖλος
ὁ ἄνεμος ἐκτός ἐντός
δέν τόν ἀκοῦμε πιά
Μιλάω γιά σένα
Ἕνα πλῆθος ἀπαντᾶ
Μυρμήγκια χωρίς φωνή χωρίς κραυγές
Κι ὅμως
ἡ σιωπή σκοτώνει ὅπως ὁ θάνατος
ὁ ἥλιος βασιλεύει μόνος ὅταν γεννιέται
… Μιλῶ
ἀπό τόν καθρέφτη τῶν μυστικῶν σου ματιῶν
ὅλοι οἱ φρουροί τῆς ἀπόγνωσης
ὅλες οἱ ριζες τῆς ταριχευμένης πλαγιᾶς
Ὁ δρόμος εἶναι ἄδειος ἡ ὁρμή καταβυθίζεται
Μιλάω γιά κεῖνον πού δέν γνώριζα
γιά κεῖνο πού δέν θά γνωρίσω ποτέ πόσο οἱ λέξεις
εἶναι γιά σένα παραμορφωμένες κούκλες
Ἐδῶ κανείς
ἶβις   τοῦ ὀνείρου πού γεννήθηκε νεκρό
πεταλούδα γαντζωμένη σέ κισσό
 
Ἀπό τό: le seuil le sable, 1946
 
 
Le fond de l'eau
 
Je parle de toi
non de ma lampe d'ombre
de mon pas de lévrier
Le vent dans le talon de l'or
le vent dans la margelle du puits
le vent dehors dedans
L'on ne s'entend plus
Je parle de toi
Une foule répond
Des fourmis sans voix sans cris
Et pourtant
le silence tue comme la mort
le soleil règne seul à naître
... Je parle
du miroir de tes yeux secrets
toutes les sentinelles du désespoir
toutes les vrilles du versant embaumé
La rue se vide la ruée s'abîme
Je parle de qui je ne connais pas
de qui je ne connaîtrai jamais que les mots
pour toi poupées défigurées
Ici personne
ibis du songe mort-né
papillon arraché au lierre
 
 

 
Νατάσα Ζαχαροπούλου

Ημ/νία δημοσίευσης: 5 Ιανουαρίου 2020