Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Ευσταθία Δήμου

 

 

 

Δημήτρης Χουλιαράκης, Ψυχή στα δόντια
εκδ. Το Ροδακιό, Αθήνα 2019.

 

Ο Δημήτρης Χουλιαράκης είναι μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Με όλες τις μέχρι σήμερα συλλογές του έχει διαμορφώσει έναν ιδιαίτερο τρόπο ποιητικής έκφρασης και ξεχωρίζει με την ποιητική του φωνή τόσο για το ύφος, όσο και για τη θεματολογία των ποιημάτων του. Ο ποιητής πρωτοεμφανίστηκε το 1983 με την ποιητική συλλογή Υπέρ θηλών και ραμφών, ενώ έκτοτε έχει επανέλθει με άλλες επτά ποιητικές συλλογές. Η τελευταία του φέρει τον ευρηματικό τίτλο Ψυχή στο δόντια που, με την αντικατάσταση της λέξης «στόμα» από τη γνωστή φράση «ψυχή στο στόμα», με τη λέξη «δόντια», δίνει όλη την υπαρξιακή αγωνία που διαπερνά τους στίχους του, αλλά και την διάθεση του ποιητή να χρησιμοποιήσει μια γλώσσα απογυμνωμένη, ενίοτε σκληρή, μια γλώσσα αληθινή και ειλικρινή, γι’ αυτό ακριβώς καίρια και καταλυτική.

Η συλλογή αποτελείται από είκοσι τρία ποιήματα, άλλα πολύστιχα και άλλα ολιγόστιχα που, ανεξαρτήτως έκτασης, είναι γραμμένα είτε σε ελεύθερο στίχο, είτε σε διάφορα άλλα στροφικά συστήματα. Συνεκτικό στοιχείο των ποιημάτων είναι ο εσωτερικός ρυθμός που όλα ανεξαιρέτως έχουν και που προκύπτει από το ιδιαίτερο βάδισμα του στίχου, από τη θέση των λέξεων μέσα σε αυτόν και από μια διάθεση και τάση μελαγχολική, νοσταλγική, πεζολογική. Το στοιχείο αυτό ενυπάρχει και στις προηγούμενες συλλογές και αποτελεί προσωπική κατάκτηση του ποιητή που, χάρη σε αυτό, έχει διαμορφώσει και αποκτήσει την ποιητική του ιδιοσυστασία. Στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος συμβάλλει εν πολλοίς και η ομοιοκαταληξία, άλλοτε καλά ζυγισμένη και άλλοτε άναρχη, τυχαία, σποραδική, που γίνεται στα χέρια του ποιητή όχι ο σκοπός, αλλά το μέσο για την ανάδειξη και την εντύπωση του νοήματος. Κυρίως όμως είναι η συγκεκριμένη τεχνική σύνθεσης του ποιήματος που εφαρμόζει ο Χουλιαράκης και που κάνει το ποίημα να μοιάζει με πυροτέχνημα. Συγκεκριμένα, πολλά από τα ποιήματα συντίθενται και προχωρούν σταθερά όλο και πιο ψηλά, όπως ακριβώς ένα πυροτέχνημα ανεβαίνει στον ουρανό, κορυφώνεται και σκάει για να καταλαγιάσει στο τέλος και να σβήσει δίνοντας τη θέση του στην περίσκεψη και την περισυλλογή.

Η αφόρμηση των ποιημάτων του εντοπίζεται σε πηγές και θέματα που και σε προηγούμενες συλλογές απασχόλησαν τον ποιητή, το σημαντικότερο από τα οποία είναι η αναπόληση και η αναζήτηση της περασμένης πια παιδικής ηλικίας, της χαμένης αθωότητας, σε συνδυασμό με την πικρή γνώση της σκληρότητας που κρύβει η ζωή, την γυμνή αλήθεια της που σημαδεύει τον άνθρωπο με τρόπο μοναδικό και ανεξίτηλο: Δεν πρέπει να ’μουνα πάνω από δώδεκα χρονών/ (πηγαίναμε βόρεια μήτε θυμάμαι για ποιο λόγο)/ σαν ένιωσα πρώτη φορά στα σπλάχνα μου βαθιά/ πολύ πικρά να με κεντά η ζωή μου και η μοίρα («Παιδάκι σε αυτοκινητάμαξα»). Το θέμα αυτό επανέρχεται με διαφορετική οπτική κάθε φορά και σε άλλα ποιήματα της συλλογής πάνω στην ίδια πάντα βάση: η νοσταλγία της ξεγνοιασιάς και της ανεμελιάς της παιδικής ηλικίας, το αίσθημα της ασφάλειας, σε αντίστιξη με μια απειλή που έρχεται από έξω και από το μέλλον, η αναζήτηση και η διερώτηση για την αγαπημένη της νηπιακής του ηλικίας μέσα στο σήμερα και η πικρή αίσθηση της απώλειάς της, η βεβαιότητα της παντοτινά χαμένης αγάπης και μαζί με αυτήν, της παντοτινά χαμένης παιδικότητας.

Η σκληρή, πικρή γεύση της ζωής όμως βρίσκεται στο κέντρο όχι μόνο των αυτοαναφορικών ποιημάτων, αλλά και ποιημάτων που έχουν ένα πιο ευρύ, πιο αφηγηματικό περιεχόμενο και ύφος. Τα ποιήματα αυτά πλέκονται γύρω από ένα πρόσωπο που έχει υποστεί τη βιαιότητα άλλων ανθρώπων, τη βιαιότητα της ίδιας της ζωής, έχει αποκτήσει πικρή πείρα της σκληρής και ωμής της όψης και, εν τέλει, έχει οδηγηθεί στον θάνατο, ένα θάνατο φρικτό και αποτρόπαιο. Το ίδιο το περιστατικό του θανάτου περιγράφεται με μια γλώσσα μεικτή, μια γλώσσα ωμή αλλά ταυτόχρονα ρυθμική. Μέσα από αυτή τη σύζευξη προκύπτει ένα ποιητικό αποτέλεσμα που δείχνει όλη τη δύναμη και τη δυναμική που μπορεί να έχει η συνάντηση του ρεαλισμού (στο περιεχόμενο) με τον λυρισμό (στη μορφή και στο ύφος). Με τα ποιήματα αυτά ο Χουλιαράκης μοιάζει να πλάθει έναν επικήδειο, ένα παραμύθι - μοιρολόι, να αποτίει φόρο τιμής στο νεκρό και να γίνεται ένα είδος απολογητή της ανθρώπινης κτηνωδίας, ενώ παράλληλα έχει την ευκαιρία να μιλήσει για την ίδια του την τέχνη που αποτελεί το άπιαστο όνειρο της πραγματικότητας ή, καλύτερα, για την πραγματικότητα που αποτελεί το άπιαστο όνειρο της τέχνης. Στο ποίημα «Κορονέισιον βαλς με την Ανν στα σκίνα» περιγράφει με ιδιαίτερη γλαφυρότητα τις σκηνές του βασανισμού και της δολοφονίας μιας νεαρής κοπέλας και καταλήγει: Του Στρέηθαμ τις αχνές λιακάδες δεν θα ξαναχαρείς/ στου Έρλς Κωρτ τα μπαράκια δεν θα ξαναφανείς/ δυο τσακισμένους άφησες πίσω σου γονείς/ κι έναν λοξό που νόμισε πως θα σε κάνει ποίημα. Αλλά και στο ποίημα «Πως με χλεύαζαν τ’ ανοιχτά της σκέλια» αποτυπώνεται μια παρόμοια σκηνή, η σκηνή του βίαιου και οδυνηρού θανάτου μιας κοπέλας και η ομολογία του ποιητή για τις τύψεις και τις ενοχές που αισθάνεται γι’ αυτόν τον θάνατο, για τη σκληρότητα των ανθρώπων, για την σκληρότητα της ίδιας της ζωής που επιτρέπει στις άγριες ορέξεις να βεβηλώνουν τη νεότητα: Όπως την πέταξαν, είχε κατρακυλήσει/ κι είχε σταθεί ανάσκελα, παίρνοντας πόζα γκροτέσκα:/ απόκοτα με χλεύαζαν τ’ ανοιχτά της σκέλια.// Τηνε σκιαζόμουνα ακόμα και νεκρή.

Κοντά στα παραπάνω στέκουν ποιήματα που σκιαγραφούν ανθρώπινους τύπους, ανθρώπινες συμπεριφορές τις οποίες ο ποιητής προσεγγίζει με μια ειρωνική ματιά ακριβώς για να τις στηλιτεύσει. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται ποιήματα που πλέκονται γύρω από το χρήμα, τη μεταμορφωτική του δύναμη πάνω στον άνθρωπο, ταυτόχρονα όμως και την αδυναμία του να τον σώσει ή, ακόμα χειρότερα, την ιδιότητά του να αποτελεί ένα είδος παγίδας που επιφέρει την πτώση. Αλλού πάλι οι ανθρώπινοι τύποι και οι συμπεριφορές που περιγράφει υπηρετούν την ανάδειξη μιας κοινωνίας σάπιας και άδικης που η ίδια γεννά και αναθρέφει τα άτομα εκείνα που εν τέλει θα στραφούν εναντίον της. Χαρακτηριστικό αυτού του κοινωνιολογικού προβληματισμού ποίημα είναι το «Σαραντάμερο ή ένα σκληρό καρύδι» στο οποίο κεντρικός ήρωας είναι ένας εγκληματίας που ο ποιητής προσεγγίζει με συμπάθεια, με μια διάθεση κατανόησης για οδηγηθεί τελικά στην «αθώωση» και τη δικαίωσή του έπειτα από μιαν επισκόπηση των δεινών που σημάδεψαν τη ζωή του και για τα οποία ευθύνεται το οικείο, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον: Μα ξέρω ακόμη πως της κοινωνίας αυτηνής είσαι θρέμμα/ κι αν ετούτη δεν αλλάξει μυαλά, ας μην κόπτεται.// Κι άλλοι Χέρμαν χιλιάδες θα ’ρθουνε, με το στανιό/ θα την κάνουν το γάλα να ξεράσει που βύζαξε.

Η ποίηση του Δημήτρη Χουλιαράκη, όπως επιβεβαιώνει περίτρανα και η παρούσα συλλογή, συνιστά μια επιτυχή προσπάθεια αποτύπωσης της ανθρώπινης μοίρας, του τραγικού της ανθρώπινης ζωής και των συνιστωσών από τις οποίες το τραγικό αυτό αποτελείται. Από αυτή την άποψη το έργο του συγκλίνει σε μεγάλο βαθμό με την αρχαία τραγωδία, υπό την έννοια ότι αποτυπώνει την άνοδο, το ψήλωμα και αμέσως μετά την πτώση του ανθρώπου. Παράλληλα όμως έχει τον τρόπο να εισχωρεί στις πιο απόκρυφες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού, στις πιο σκοτεινές του όψεις και να τις αναδεικνύει με μια γλώσσα καθαρή, μεστή, πλούσια, ουσιαστική. Αυτό ακριβώς είναι και η μεγάλη προσφορά του Χουλιαράκη στην ποίηση: η δυνατότητα να μιλά για καταστάσεις μαύρες, μακάβριες, θανατερές και να τεχνουργεί μια γλώσσα αντίστοιχη και αντάξιά τους. Ο ρυθμός των ποιημάτων του, η τακτική ή ευκαιριακή ομοιοκαταληξία, οι παύσεις στους στίχους, ο χωρισμός σε στροφές, λειτουργούν απαλύνοντας την αιχμηρότητα των περιγραφών, τις απολύτως ρεαλιστικές σκηνές, τις ωμές και απογυμνωμένες ανθρώπινες φιγούρες. Ο ρεαλισμός του Χουλιαράκη, μάλιστα, φτάνει σε τέτοιο ακραίο σημείο που, αν ήθελε κανείς να μιλήσει με πεζογραφικούς όρους, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η συλλογή Ψυχή στα δόντια συνιστά ένα πρώτο δειλό βήμα προς έναν ποιητικό νατουραλισμό από τη στιγμή που επιμένει και αναδεικνύει, μέσα κυρίως από την περιγραφή, τις άσκημες και θλιβερές όψεις της ζωής και του ανθρώπου. Βεβαίως, η ποίηση, και συγκεκριμένα η ποίηση του Χουλιαράκη, δεν αρκείται σε αυτό, αλλά υπερβαίνει την απλή αποτύπωση και μετατρέπεται σε μια λυτρωτική εμπειρία, μια απόπειρα κάθαρσης και δικαίωσης του ανθρώπου, της ζωής και, πάνω απ’ όλα, της τέχνης.

© Poeticanet 


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Μαΐου 2020