Εκτύπωση του άρθρου

  Γράφει η Ελένη Σταυροπούλου
 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, 
Φωτογραφία ξωμάχου
ή Τα μάγια

 

Το τελευταίο έργο του Δημήτρη Αλεξίου, « Φωτογραφία ξωμάχου ή Τα μάγια» αποτελεί ποιητική μετάπλαση μιας τραγικής ιστορίας. Η μοίρα μιας κόρης, που πεθαίνει από φυματίωση λίγο μετά τον  γάμο της και η απελπισμένη προσπάθεια του πατέρα της να τη σώσει, «λύνοντας τα μάγια» που, κατά κοινή πεποίθηση της έχουν κάνει, αποτελούν το ρεαλιστικό πυρήνα αυτού του αφηγηματικού ποιήματος με τον διπλό τίτλο. Αυτός ακριβώς ο διπλός τίτλος ορίζει και  τους άξονες της ιστορίας. Φωτογραφία ξωμάχου, αφ’ ενός κυριολεκτικά, αφού η ιστορία ξεκινά, και εκτυλίσσεται ευθύγραμμα, την ημέρα που ο πατέρας κατεβαίνει από τα βουνά στο χωριό για τον γάμο της κόρης. Θα εκκλησιαστεί ,ο Αλιβάνιστος, όπως, παραπέμποντας στον Παπαδιαμάντη, τον αποκαλεί ο ποιητής.  Εκεί θα βγάλει και την πρώτη στη ζωή  του φωτογραφία. Ευτυχισμένος και χαμογελαστός, καλοξυρισμένος, καθαρός και φορώντας τα καλά του,  στέκει απέναντι στο φακό και φωτογραφίζεται. Έχει αποκαταστήσει το κορίτσι του και νιώθει ικανοποιημένος, αυτάρκης και δυνατός. Τραγική ειρωνεία, η ανατροπή καραδοκεί και η φωτογραφία θα αποτελέσει τη χρονική αφετηρία της απύθμενης δυστυχίας. Δυστυχία που θα προκαλέσει η αρρώστια της κόρης, λίγες μέρες μετά τον γάμο. Και εδώ είναι ο άξονας που ορίζεται από τον δεύτερο τίτλο, « Τα μάγια». Τα μάγια, που «ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιο» πως έκαναν στη νύφη την ημέρα του γάμου της, αφού χάθηκαν η χτένα, οι καλτσοδέτες, τ’ αποχτενίδια…  Όλοι το κατάλαβαν… Λίγο μετά τον γάμο το κορίτσι απομονώνεται, βαριά άρρωστο από φυματίωση… Λαχταράει τη ζωή και παλεύει γι’ αυτήν.

Από αυτό το σημείο το κέντρο βάρους της αφήγησης πέφτει στο  γέρο, τραγικό πατέρα, που ξεκινάει ένα ταξίδι για τη μέσα Μάνη, για να βρει  τη μάγισσα που έχει τη φήμη ότι λύνει όλα τα μάγια. Και η «Φωτογραφία ξωμάχου», με ποιητική χρήση τώρα,  φωτογραφίζει  την αγωνία του για  το  αίσιο τέλος του ταξιδιού. 
Το ταξίδι είναι βασικό μοτίβο στο ποίημα. Το κατέβασμα από το βουνό στο χωριό αρχικά, που σηματοδοτεί και την αρχή της ιστορίας. Η κάθοδος της νύφης στον Άδη, στο αιώνιο ταξίδι. Και το καταδικασμένο, ατελέσφορο ταξίδι , η μάταιη πορεία του ήρωα στη Μέσα Μάνη, προς τη θάλασσα με το « Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», ( ο στίχος αποτελεί αναφορά στο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού)  χρώμα. Ταξίδια καθοδικά, ταξίδια με προδικασμένο τέλος, συμβολικά της ανθρώπινης μοίρας. Μέσα σ’ αυτό το τριπλό ταξίδι, διαπλέκονται, με τη μορφή ομόκεντρων κύκλων, γεωγραφικά, ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία. Το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό συνάδει με το ανθρώπινο δράμα. Το υποβάλλει και το στηρίζει δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα φόβου και άγνοιας, που προσημαίνει το μάταιο της προσπάθειας. Η αρχική αναφορά στους αντάρτες και τους «άλλους» τοποθετεί την ιστορία στα χρόνια του Εμφυλίου. Σκληρά χρόνια, σκληρά τοπία,  σκληρή ζωή. Η πορεία του γέροντα στη Μέσα Μάνη αποδίδεται με την παράθεση των τοπωνυμίων, που δεν μαρτυρούν μόνο το ιστορικό πέρασμα  κατακτητών και εποίκων. Ονόματα «σκληρά», σλαβικά, οθωμανικά και αρβανίτικα, λειτουργούν σαν προμήνυμα της αναπόφευκτης συμφοράς. 

Νεράιδες και ξωτικά ακολουθούν το δρόμο του, με κρυφά ψιθυρίσματα και, ανάμεσά τους, πιο δυνατή απ’ όλες, η φωνή της λάμιας, αυτής που έκανε το κακό. Αυτής που φθόνησε την ευτυχία της νύφης και θέλησε δικό της τον γαμπρό. Εικόνες οπτικές και ακουστικές δημιουργούν ένα υπερκόσμιο περιβάλλον και ζωντανεύουν θρύλους και παραμύθια μιας  εποχής, που ο ανθρώπινος νους, αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με το αναπόφευκτο, έδινε υπερφυσικές εξηγήσεις σ’ αυτό.  Το άλογο, φοβισμένο, προαισθάνεται τη συμφορά και δε θέλει να προχωρήσει. Το ίδιο ζώο που καμαρωτό τον πήγε στο γάμο της κόρης του, τώρα, επιτείνοντας την τραγική ειρωνεία, προσπαθεί να καθυστερήσει την τελεσίδικη αναγγελία.

Η σχέση του ζώου με τον αναβάτη του είναι ένα από τα στοιχεία του ποιήματος που παραπέμπουν στο δημοτικό τραγούδι. Από την ίδια την ιστορία,που θα μπορούσε να αποτελεί το υλικό μιας παραλογής, μέχρι την υπερφυσική συμμετοχή του περιβάλλοντος στο δράμα και τη «μαγική» ερμηνεία της ανθρώπινης τραγωδίας, υπάρχουν επιδράσεις του δημοτικού τραγουδιού. Όμως το ιδιαίτερα γοητευτικό στοιχείο του ποιήματος είναι ο συνδυασμός των παραδοσιακών θεματικών μοτίβων και τεχνικών,( όπως η αφήγηση, η περιπέτεια, με τη σημασία της ανατροπής, και το υπερφυσικό στοιχείο),  με τη μοντέρνα μορφή. 

Μ’ έναν αριστοτεχνικό τρόπο «ακούγονται» οι φωνές όλων των προσώπων του δράματος. Παρότι η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, οι ήρωες εντάσσονται ζωντανά και σε πρώτο πρόσωπο διατρανώνουν τα συναισθήματά τους. Ο έντρομος πατέρας όταν αναγνωρίζει ως φόνισσα την ανιψιά του, η ξαδέρφη που διεκδικεί για τον εαυτό της το γαμπρό και η τραγική νύφη που μιλά από τον κάτω κόσμο. Οι φωνές τους αποδίδονται σε στίχους μικρούς, κοφτούς, τελεσίδικους. Ο ρυθμός του ποιήματος σχεδόν ταυτίζεται με τα συναισθήματα. 

 Ο Δημήτρης Αλεξίου δημιουργεί ατμόσφαιρα με  δυνατές εικόνες που διαπλέκουν την ανθρώπινη μοίρα με το τοπίο, με τα στοιχεία της φύσης και τις αντιλήψεις. Η πάλη του σκοταδιού με το φως και ο εγκιβωτισμός της μάχης του γερακιού με τον κόρακα, λίγο πριν το φτάσιμο στον προορισμό, έχουν νικητή και ηττημένο. Όπως νικητής θα βγει ο θάνατος και ηττημένος ο γέροντας. Έτσι θα του πει τρομαγμένη η μάγισσα, όταν, μέσα στην απόκοσμη ατμόσφαιρα της κάμαράς της, θα δει τα σημάδια στο μαντήλι. Η κόρη πεθαίνει, η ξαδέρφη  στις «σαράντα μέρες και κάτι» παντρεύεται τον άντρα της νεκρής και αυτόν θα τον ακολουθεί από δω και πέρα η παραίτηση από τη ζωή. Και η φωτογραφία ξωμάχου απεικονίζει, στο τελευταίο μέρος του ποιήματος, τον παραιτημένο, πονεμένο, τσακισμένο ήρωα.

Μια σφιχτοδεμένη ποιητική αφήγηση που μέσα από σύμβολα και ποιητικές φωνές, συμπυκνώνει την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας…  

Ελένη Σταυροπούλου
© Poeticanet


Η Ελένη Σταυροπούλου  είναι φιλόλογος και εργάζεται στη Δημόσια Εκπαίδευση.        


Ημ/νία δημοσίευσης: 4 Απριλίου 2021