Εκτύπωση του άρθρου
Γράφει ο Σπύρος Λ Βρεττός
 
 
 
Λαθραία οργή, της Λίλυς Εξαρχοπούλου (εκδόσεις Μελάνι 2018)
 
 
«Λαθραία οργή». Αναρωτιόμαστε: Μπαίνει η Λίλυ Εξαρχοπούλου στην χώρα της ποίησης χωρίς τις «νόμιμες» γνωστές διαδικασίες, αλλά με έναν δικό της «παράνομο», «παράφορο», οργίλο και «επαναστατικό» τρόπο; «Να καταστρατηγήσεις τα ρήματα / με λόγο παραφοράς / δικής σου έμπνευσης» θα πει στο ποίημά της «Ιεροσυλία», δίνοντας οδηγίες εις εαυτόν. Λαθραίος: Επίθετο που προσδιορίζει τον έρωτα. Λαθραίος έρωτας, δηλαδή κρυφός, παράνομος. Και η οργή για τον λαθραίο έρωτα μετασχηματίζεται σε «λαθραία οργή» μέσω ενός από τα πιο εμβληματικά ποιήματα του βιβλίου: «Επιστολή στον Βαλμόν».
 
Η Εξαρχοπούλου γνωρίζει καλά την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, έχει εκπονήσει στην Αγγλία διατριβή με θέμα «Αφηγηματικότητα και σεξουαλικότητα στο G. του Τζων Μπέργκερ», είναι και πεζογράφος έχοντας στο ενεργητικό της δύο εξαιρετικά μυθιστορήματα. «Εύκολα» λοιπόν  καταλαβαίνουμε και την «εμμονή» της στην αφηγηματικότητα και στο μακροσκελές αρκετών ποιημάτων αυτής της συλλογής, αλλά και την «ανάγκη» της να υποδυθεί τον ρόλο της μαρκησίας ντε Μερτέιγ απευθύνοντας το ποίημα-επιστολή στον υποκόμη ντε Βαλμόν, βασικοί ήρωες οι δυο τους του σπουδαίου επιστολικού μυθιστορήματος «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό. Και όπως εκεί, από τις επιστολές που ανταλλάσσονται μεταξύ των ηρώων γνωρίζουμε το αληθινό ερωτικό τους πρόσωπο που μπροστά στους αριστοκράτες παραμένει κρυφό, έτσι και εδώ η Εξαρχοπούλου μοιάζει να μας λέει ότι μέσω ενός τέτοιου είδους γραφής και μέσω μιας τέτοιας «κρυφής» επιστολής-ποιήματος μπορεί να ξετυλίξει καλύτερα την δική της αλήθεια. Και κατ’ επέκταση, ότι μέσω και άλλων ποιημάτων που μας δίνονται με μορφή ανάλογη, όπως π.χ. με την μορφή μιας διάλεξης στο επίσης εμβληματικό και δυνατό ποίημα «Η διάλεξη», ή μιας διαθήκης που υποκρύπτεται στο ποίημα «Επιθυμία» (εννοεί τελευταία επιθυμία), μπορεί να μας φανερώσει, με όπλο την οργή και την καταγγελτική δύναμη, το αληθινό της πρόσωπο και την προσπάθειά της για ένα ξεπέρασμα των φόβων της και έκφραση των επιθυμιών της. Και θα πρόσθετα με μια οργή όχι λαθραία, αλλά φανερή, αφού την ενδιαφέρει τελικά να μας αποκαλυφθεί, παραμένοντας όμως και μέχρι ενός σημείου «κρυμμένη», αλλά και να μας αποκαλύψει. Εμείς είναι σαν να διαβάζουμε κρυφά μια επιστολή που περιέχει μυστικά («Επιστολή στον Βαλμόν») ή σαν να ακούμε δημόσια μία διάλεξη που μας προκαλεί και δοκιμάζει τα όριά μας («Η διάλεξη»).

«Εσύ  Έχεις Όνομα / ο Άλλος διαπερνά τα σωθικά / αόρατος  Κι είσαι Ορατός  / Φοβάμαι», θα πει συγκρίνοντας τον αόρατο καρκίνο που τρώει τα σωθικά με τον «Ορατό» και «επικίνδυνο» εραστή Βαλμόν, που εκπροσωπεί την «σαρκοβόρα» σχέση. Και ενώ αποκαλύπτει το «λαθραίο» είδος της σχέσης που τους συνδέει, η λέξη «Φοβάμαι» θα ειπωθεί στην «Επιστολή» δέκα φορές, γιατί αυτό που εδώ επιχειρείται είναι το ξεπέρασμα, έστω και λεκτικό, των φόβων της. Θα πει: «Ο φόβος μου με φόβο ξεπερνιέται», καταργώντας με την επανάληψη της λέξης «φόβος» την έννοιά του. Τελικά θα αποκαλύψει: «Η πιστότητα είναι  αγριότερη απ’ όλες τις παρεκτροπές / Αυτό λοιπόν φοβάμαι μην πιστή σου μείνω./ Να πεθαίνεις εν μέρει αχρησιμοποίητος./ Αξία χρήσης το ’χω φωνάξει και παλιότερα.»

Και αν στην «Επιστολή» της φοβάται την σαρκοβόρα σχέση, στο ποίημα «Η διάλεξη» εξηγεί γιατί δεν επιθυμεί το παιδί, το αποτέλεσμα μιας σχέσης. Σε αυτό το ποίημα, που θέλει να έχει χαρακτήρα προκήρυξης και μανιφέστου, ο φόβος μοιάζει να έχει εξαλειφθεί. Είναι φανερή η οργή και η ειρωνική, σαρκαστική έως και προκλητική διάθεση της ποιήτριας, την οποία θα συναντήσουμε σε ακραία έκφανση και στο ποίημα «Ωδή σ’ έναν χούλιγκαν». Κάθε τόσο λοιπόν διακόπτει την «διάλεξη» για να επικρίνει ειρωνικά και με χιούμορ ένα υποκριτικό ακροατήριο: «Κάντε χώρο σ’ εκείνον τον ντελικανή που αποχωρεί», ή «Αχ, ας δώσει κάποιος λίγο αιθέρα στην κυρία που λιποθυμά». Όμως ο «Υπέρ παίδων» λόγος της, παρότι αρκετά επεξηγηματικός, κάποτε δε και «επιστημονικός» προκειμένου να πείσει ένα τέτοιο ακροατήριο, δεν φαίνεται ή δεν προλαβαίνει να το επιτύχει κι αποτυγχάνει, αφού γίνεται και ιδιαιτέρως προκλητικός για τις αντοχές και τα πιστεύω του κοινού. Θα τους πει, μεταξύ άλλων: «Η φρίκη μεγαλώνει και με κάνει / να θέλω να ρίξω το μωρό πριν το συλλάβω.» Ας διαβάσουμε κι έτσι: «να θέλω να ρίξω το μωρό πριν το συλλάβω σαν έννοια». Άλλωστε, η σύλληψη και η μη σύλληψη των εννοιών δεν είναι ένας από τους αγώνες της ποίησης της Εξαρχοπούλου «; Αρνείται το παιδί και ως έννοια, αφού: «Κόλαση ο κόσμος για τα μάτια των μεγάλων / Πώς να τη διώξεις απ’ τα μάτια των παιδιών», κι αλλού: «Ευτυχώς λοιπόν δεν έχω γιο, ούτε θυγατέρα / Να επιφορτίσω με το άναμμα του καντηλιού / με το νυχτέρι στα νοσοκομεία / και τη γεροντική μου άνοια / Με τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες μου / με τις προσδοκίες και τα οράματά μου / με τα Οιδιπόδεια και τις επιταγές μου / με τις χίλιες δυο παράνοιές μου»

Ξεκίνησα ρίχνοντας περισσότερο το βάρος σε δύο δυνατά και εμβληματικά ποιήματα του βιβλίου. Σε αυτά άλλωστε εμπεριέχονται αρκετά από τα κύρια χαρακτηριστικά και αρετές του. Ας ανακεφαλαιώσουμε εδώ αυτά τα χαρακτηριστικά: δυναμική αφηγηματική γραφή με καταγγελτική δύναμη και προκλητική διάθεση, σε άμεση θα έλεγα επικοινωνία με την beat ποίηση, ειρωνεία και χιούμορ που καταλύουν τις συμβάσεις, δραματική εξέλιξη με διαρκείς εσωτερικές ψυχολογικές ανατροπές (φόβοι που επανέρχονται ή ξεπερνιούνται, αισιοδοξία που γίνεται άρνηση για ζωή), πανσπερμία θεμάτων που κινούνται από το ατομικό προς το κοινωνικό-συλλογικό (ερωτικές «σαρκοβόρες» σχέσεις, προσωπικές-συλλογικές φοβίες και ανησυχίες, η μάνα, το παιδί, η μητρότητα, η «χουλιγκανική» επιθυμία για ακραία δράση) ή και θέματα με πολιτικές αποχρώσεις (ιδίως στα ποιήματα «Απόσχιση μνήμης» και «Μοντέρνα Βαστίλλη».

Ας δούμε όμως τα παραπάνω και με άλλα παραδείγματα. Στο ποίημα «Αισιοδοξία…» την έννοια της αισιοδοξίας υποσκάπτουν και αναιρούν τα αποσιωπητικά του τίτλου. Προϊδεασμένοι από τον τίτλο, θα δούμε ότι, με τρόπο εξαιρετικό και διάθεση ειρωνική και ανατρεπτική, η Εξαρχοπούλου συνθέτει στο ποίημα αυτό «προτάσεις» που υποσκάπτουν την φαινομενική αλήθεια τους για να μας καταδείξουν-αποκαλύψουν το αντίθετό τους. Είναι ένας από τους ωραίους τρόπους της ποιήτριας αυτός. Διαρκώς παρόν το θέμα της αλήθειας και της αποκάλυψης, διαρκώς παρούσα η αμφισημία και η μέσα της ειρωνεία: «Οι νόμοι είναι τόσο φυσικοί που μας διέπουν / Εγώ γεννήθηκα για αισιόδοξες προτάσεις / Είναι τόσο όμορφη η ζωή για να τη χαραμίζουμε / Είναι τόσο καλοί οι άνθρωποι  για να θέλουν το κακό μας / Πόσο γλυκιά είναι η Επανάσταση για να τη βλέπεις από μακριά / Πόσο καλή η Λευτεριά για να την καταχράσαι / Πόσο διαλεκτική η Φύση από τις σάρκες θρέφει σκουλίκια / Τόσα πολλά διδάχτηκα που λέω στον θάνατο / «Καλώς να ορίσεις» / Βέβαιη πάλι και απόλυτη πως δεν θα προσπεράσει. / Ούτε σ’ αυτό αμφιταλαντεύομαι / Είμαι το απαύγασμα της Αισιοδοξίας.»

 Στο ποίημα «Ιεροσυλία», που συγκοινωνεί με την «Επιστολή στον Βαλμόν», θα εμμείνει στο θέμα της σαρκοβόρας σχέσης, κρατώντας σε επίπεδο λέξης και όχι πράξης τον «διαμελισμό» από μια τέτοια σχέση: «Διαμελισμός / Η μόνη λέξη που διασώθηκε / Φτιαγμένη από βέβηλο θεό / με σαρκοφάγα προδιάθεση.»
 Στα ποιήματα «Τρόμος», «Μοναξιά» και «Ορφάνια» θα αναφανεί το θέμα της μάνας που πεθαίνει ή που ογδόντα ετών λιώνει από μοναξιά ή που πεθαμένη «λαμνοκοπά μέσα σ’ ένα αχυρώνα απύθμενου φωτός κι άφατης διαύγειας», αντίστοιχα. Θέμα θαρρείς βγαλμένο και αυτό από το ποίημα-μήτρα «Η διάλεξη», όντας μια άλλη όψη της μητρότητας και της απουσίας παιδιού.

 Η Λίλυ Εξαρχοπούλου, απομακρυσμένη από το πρώτο της ποιητικό βιβλίο «Ανοίκεια μέθη» (2003), αφήνει τους υπερρεαλιστικούς τρόπους που με επιτυχία είχε μετέλθει σε αυτό, και πατώντας σε στέρεες κοινωνικές βάσεις, δοκιμασμένες και στην πεζογραφία της, μας δίνει την «Λαθραία οργή» της, ένα βιβλίο με ποίηση όντως οργισμένη και δυνατή, που σκοπό έχει, και τον  πετυχαίνει, όχι μόνο να μας συγκινήσει αλλά και να μας ξεβολέψει από τον καθωσπρεπισμό, υποκρισία και ακινησία μας μπροστά στο σύγχρονο ιστορικό γίγνεσθαι. Ας κλείσουμε με ένα απόσπασμα από το ποίημα «Ελεγεία του Ζακ»:

Σκέψεις δικές σου δεν μπορείς να μαρτυρήσεις
Μηδέ σαρκίο να διαθέσεις όπως θες
Ώσπου ερωτεύτηκα και έχασα το φως μου
Βιολιά στους ουρανούς τρομπέτες υποχθόνιες
Κι εκείνα τα σκυλιά στου Άδη το κατώφλι
να αλυχτούν αδημονώντας για προσφάι
Εγώ χαρούμενος τα πάντα σκοτεινά
Ζόφος μιας κοινωνίας που αγνοεί πώς να συντρέχει
Επινοώντας είδη αλλότρια για αυτοδικαίωση
Εγώ, ο Ζακ, φτερό στον άνεμο πεσμένο στον δρόμο
Αλλάζω χρώματα και ξεφαντώνω
 
Σπύρος Λ Βρεττός
 
 
 
 

 


Ημ/νία δημοσίευσης: 29 Ιανουαρίου 2020