Εκτύπωση του άρθρου

 Γράφει η Ευσταθία Δήμου

 

 

Μαρία Χαραλαμπίδη, Μικρές ιστορίες καλοσύνης με τον συνοδό τους, Το Ροδακιό, Αθήνα 2022.

 

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Μαρίας Χαραλαμπίδη συστήνεται με έναν τίτλο, Μικρές ιστορίες καλοσύνης με τον συνοδό τους, ο οποίος επιχειρεί την προσέγγιση ή, καλύτερα, τη μετακύληση του ποιητικού λόγου στο πεδίο της αφήγησης και την ενατένιση του ποιήματος ως ένα είδος (μικρο)ιστορίας, διευρύνοντας έτσι τους όρους και τα όρια μέσα στα οποία παραδοσιακά κινούνται ο ποιητικός και ο αφηγηματικός έντεχνος λόγος. Το βιβλίο αποτελείται, κατά βάση, από ελευθερόστιχα ποιήματα τα οποία διερευνούν την ιδιαίτερη ποιότητα της ανθρώπινης μοίρας, νοούμενης όχι ως προδιαγεγραμμένης πορείας του ανθρώπου μέσα στη ζωή και μέσα στον κόσμο, αλλά ως της αναπότρεπτης εκείνης διαδρομής προς το οριστικό τέλος του θανάτου, της παύσης, της φυγής. Πρόκειται, ουσιαστικά για μια καταβύθιση στα ανθρώπινα, ιδωμένα στη διαχρονική τους διάσταση και σημασία, όπως αυτά ορίζονται από τις δύο δυνάμεις που συνέχουν τον ανθρώπινο βίο, τη δύναμη που οδηγεί προς τα πάνω και που μπορεί να ταυτίζεται με την επιθυμία του ανθρώπου να αρθεί σε μεγαλύτερα ύψη και τη δύναμη που οδηγεί προς τα κάτω, τη δύναμη της φθίσης και της πτώσης. Η ένταση που δημιουργείται από την παρουσία και τη δράση των δύο αυτών δυνάμεων και το φορτισμένο, αναπόφευκτα, πεδίο που δημιουργείται εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την εκτεταμένη παρουσία της τραγικής ειρωνείας μέσα στα ποιήματα της συλλογής ως τεχνικής η οποία αποκαλύπτει τη ματαιότητα των ανθρώπινων προσδοκιών, τη ματαίωση των ανθρώπινων σχεδίων και τη διαφορετική, εντελώς αντίθετη με την ανθρώπινη επιθυμία και βούληση, έκβαση των γεγονότων. Από αυτό ακριβώς το στοιχείο προκύπτει και απορρέει η αναγνωστική ηδονή του αποδέκτη ο οποίος ανακαλύπτει και αποκρυπτογραφεί τους κανόνες με τους οποίους παίζεται και εξελίσσεται το παιχνίδι της ζωής, κανόνες που όσο κι αν θέλει ή νομίζει πως ελέγχει, αποδεικνύεται, εν τέλει, πως υπόκεινται σε φυσικούς, εξωγενείς νόμους και αρχές. Η τραγική ειρωνεία, μάλιστα, στην περίπτωση της Χαραλαμπίδη αποκτά μια διαφοροποιημένη απόχρωση και λειτουργία. Γιατί σε πολλά ποιήματα παρουσιάζεται και περιβάλλεται με τη συμπάθεια της δημιουργού είτε προς τα πρόσωπα των ποιητικών ιστοριών της, είτε ακόμα και προς τον ίδιο της τον εαυτό, τον οποίο έρχεται για να συντρέξει, να κατανοήσει και να προσγειώσει στην πραγματικότητα: Κουβαλούσε τις βαλίτσες στο λιμάνι/ δεκαπεντάχρονος αχθοφόρος/ απ’ τον Άι-Ισίδωρο./ Το ένα του πόδι πιο κοντό./ Του ασήκωτου το βάρος σήκωνε γελώντας/ τα πούπουλα τον λύγιζαν στα βλέμματα των άλλων.

Από αυτήν ακριβώς την επιδίωξη της ποιήτριας να τεχνουργήσει τους όρους προσαρμογής και συμφιλίωσης με την πραγματικότητα, σκληρή και απεχθή πολλές φορές, προκύπτει η μέθοδος και η τεχνική της οικοδόμησης των ποιημάτων εν είδη ιστοριών ή στιγμιοτύπων, που προσιδιάζουν σε πίνακες ζωγραφικής στους οποίους έχουν χαραχτεί μονάχα οι απαραίτητες γραμμές, αυτές που δίνουν το νόημα και την ουσία όσων εξεικονίζονται. Γι’ αυτό και τα πρόσωπα που εμφανίζονται και αναλαμβάνουν δράση μέσα στα ποιήματα είναι απλά, οικεία, καθημερινά, για να δώσουν ακριβώς το στίγμα και τη διάθεση της ποιήτριας να κατέλθει και να παραμείνει στο επίπεδο των ανθρώπων εκείνων που φαίνεται να βρίσκονται στις παρυφές ή, καλύτερα, στο περιθώριο της ζωής και στέλνουν από εκεί το μήνυμα και το σήμα της ύπαρξής τους. Πραγματικά, η πλειονότητα των προσώπων που περνούν μέσα στα ποιήματα της Χαραλαμπίδη αποτελούν ανθρώπινους τύπους που πάσχουν και ταλαιπωρούνται, που υποφέρουν αλλά δεν εγκαταλείπουν, αντίθετα συνεχίζουν να ζουν και να υφίστανται όσα η ζωή επιφύλαξε για αυτούς. Αυτή ακριβώς η επιλογή της ποιήτριας, επιλογή η οποία εκβάλλει και διαμορφώνει ένα ανάλογο κλίμα και μια αντίστοιχη ατμόσφαιρα στα ποιήματά της, φέρνει στο νου άλλες λογοτεχνικές γραφές, με προεξάρχουσα αυτήν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που επίσης στράφηκε στους απλούς ανθρώπους για να ανιχνεύσει τις γραμμές της ζωής και της δράσης τους, γραμμές που σχεδιάζονταν σαν από ένα χέρι εξωτερικό, στην πραγματικότητα όμως ήταν το ίδιο το χέρι του δημιουργού και συγγραφέα που κινούσε τις φιγούρες αυτές και προδιέγραφε την πορεία του βίου τους. Η ίδια αντίληψη για την δύναμη και τη δυναμική της γραφής εντοπίζεται και στα ποιήματα της Χαραλαμπίδη η οποία αντικρίζει σε αυτήν τον σκληρό, αδιαπέραστο πυρήνα της αλήθειας και της ομορφιάς, τη μόνη ουσιαστικά πτυχή που μένει αλώβητη, διαρκής και λάμπουσα μέσα στην αέναη κοίτη όπου ρέει η ζωή: Γραφή, γραφούλα μου καλή,/ εσύ που τη γνωρίζεις/ μίλα της με επίθετα/ να στολιστεί και να ’ρθει/ γιατί με τις προστακτικές/ δε γύρισε κανένας.

Από αυτήν ακριβώς την υψηλή αντίληψη για την τέχνη του λόγου, την τέχνη της ποίησης, προκύπτει η φιλοσοφική και θυμοσοφική διάθεση που εμποτίζει πολλά από τα ποιήματα της Χαραλαμπίδη και, συχνά, ευθύνεται για τη ροπή και την τάση τους να εναγκαλιστούν τους κώδικες των δημοτικών τραγουδιών μέσα στα οποία η λαϊκή ψυχή εναπόθεσε τις αγωνίες, τις ελπίδες και τους φόβους της. Έτσι, ο ποιητικός λόγος της δημιουργού αποκτά και υπερασπίζεται μια λαϊκή ή λαϊκότροπη χροιά, ενώ πολλοί από τους στίχους της μοιάζουν, στην κυριολεξία, αποσπάσματα από δημοτικά άσματα που συμπυκνώνουν τη λαϊκή πίστη για τον θάνατο και τη ζωή, για τις ανατροπές και τις εκπλήξεις που αυτή κρύβει, για το παράδοξο ή το αναμενόμενο των γεγονότων που έρχονται για να επιβεβαιώσουν ή να ανατρέψουν τις ανθρώπινες προσδοκίες. Πρόκειται, λοιπόν, για μία ποίηση απόλυτα γήινη και, το κυριότερο, ελάχιστα προσωπική, όχι υπό την έννοια της απουσίας αναφορών στο ποιητικό υποκείμενο και την τέχνη του, όσο με την έννοια της στροφής του ενδιαφέροντος και του προσανατολισμού σε έναν ορίζοντα όπου, σαν άλλος ήλιος, παρουσιάζεται η ανθρώπινη ύπαρξη να περνά από το απόλυτο φως, την απόλυτη λάμψη στη δύση και στη φθίση, στην πτώση και την απώλεια. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι η λάμψη αυτή χάνεται και σβήνει. Ίσα ίσα που παραμένει ενεργή, περνά μέσα στον ποιητικό λόγο για να εξακολουθήσει, από εκεί, να υπάρχει στο διηνεκές, σε ένα άλλο είδος κιβωτού που διασώζει την ουσία και την αλήθεια μέσα στον χρόνο. Πόσο μάλλον που η αλήθεια αυτή είναι γερά θεμελιωμένη πάνω στην απλότητα, τη λιτότητα, την αποφυγή κάθε περιττού και εντυπωσιακού στοιχείου, στις αρχές δηλαδή πάνω στις οποίες οικοδομείται και πρέπει να οικοδομείται η ζωή και η τέχνη. 


Ημ/νία δημοσίευσης: 24 Οκτωβρίου 2023