Εκτύπωση του άρθρου

 

 Γράφει η Ευσταθία Δήμου

 

 

 

Όπως προς μιαν ελπίδα». Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης (1908 – 1941), Εισαγωγή – ανθολόγηση: Άγγελος Καλογερόπουλος, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, αρ. 21, Αθήνα 2022

 

 

Η πρόσφατη κυκλοφορία της ανθολογίας ποιημάτων του Γιώργου Σαραντάρη, συνοδευόμενη από την κατατοπιστική και ιδιαίτερα διεισδυτική εισαγωγή του ποιητή και φιλόλογου Άγγελου Καλογερόπουλου, προσφέρει την ευκαιρία στον σύγχρονο αναγνώστη να έρθει σε επαφή με μια από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της νεότερης ποίησης που παραμένει ακόμα και σήμερα ένα πεδίο δοκιμής διάφορων ερμηνευτικών εκδοχών και υποθέσεων, αποδεικνύοντας έτσι όχι μόνο την αντοχή της στον χρόνο, αλλά και το βάθος της ποιητικής ιδέας που καθοδηγεί τη δημιουργία. Το στοιχείο αυτό επισημαίνει με ιδιαίτερη έμφαση ο Καλογερόπουλος ο οποίος επιχειρεί μια προσέγγιση αποκαλυπτική της πνευματικότητας που σφραγίζει την ποίηση του Σαραντάρη, αλλά και της οραματικής της ποιότητας και λειτουργίας, της υποσχετικής της φύσης για την αποκάλυψη της αλήθειας ως κατευθυντήριας δύναμης της ζωής και της τέχνης. Πάνω απ’ όλα όμως εκείνο που τονίζεται είναι η σημασία της πίστης, της «αρχαίας» πίστης όπως σημειώνει ο μελετητής, που δίνει στην ποίηση του Σαραντάρη τον δυναμικό και διαχρονικό της χαρακτήρα.

Περιηγούμενος κανείς στα ποιήματα της ανθολογίας μπορεί να απολαύσει τον τρόπο με τον οποίο η διαφαινόμενη πάλη του ποιητή με την έκφραση καταλήγει να μετουσιωθεί σε αυτήν την απαλή, τη γεμάτη από την ονειρική χάρη έκφραση που τόσο θέλγει τον αναγνώστη με το απροσποίητο και το γνήσιο του τρόπου της. Η ποίηση του Σαραντάρη έρχεται ανάερη να προσφερθεί στις αισθήσεις του αποδέκτη με όλες αυτές τις εικόνες, τις αισθήσεις, τα χρώματα που φέρει για να τον οδηγήσει σε μια πραγματικότητα, την ποιητική, όπου κάθε λέξη διαθέτει και μια διαφορετική θερμοκρασία, όλες μαζί όμως χωνεύονται και ισορροπούν στη μία και μοναδική θερμοκρασία, αυτήν του ποιήματος, που προσφέρεται απόλυτα αρμονικό και μετρημένο ώστε να ακτινοβολεί από απλότητα και από ομορφιά. Πρόκειται για μια ποίηση που είναι ίσως δυσκολότερη στην εξήγηση και την ερμηνεία της και πολύ ευκολότερη στην αναγνωστική της πρόσληψη, καθώς το αίσθημα που αφήνει η ανάγνωσή της, ανάμεικτο όπως είναι από γλυκασμό κι ελπίδα, ανοίγει τις πύλες του ανείπωτου, εκεί όπου εδράζει η διάθεση του ανθρώπου να ατενίσει στο παρόν την προοπτική του μέλλοντος: Αφήνω την αμμουδιά της αγάπης/ Το γέλιο στα δόντια του πρωιού/ Το τρυφερό σκοτάδι της γυναίκας/ Και της νύχτας// Δεν είναι πια ο καιρός της απάτης/ Το κομψό ψέμα μας παράτησε// Γεια σας στίλβουσες κορυφές/ Όπου ο στοχασμός μου σιωπά («Θάνατος»)

Κι όμως. Παρά την έξαρση των αισθήσεων και την κυριαρχία των ερεθισμάτων τους η ποίηση του Σαραντάρη είναι βαθιά και στοχαστική. Στοχάζεται για τον άνθρωπο και τον κόσμο όπως καθένας από αυτούς συλλαμβάνεται στις στιγμές του, στις λεπτομέρειες της ζωής που αποκαλύπτουν όλο της το νόημα και την ουσία. Πάνω απ’ όλα όμως στοχάζεται πάνω στο ζήτημα της ίδιας της δημιουργίας και του τρόπου με τον οποίο αυτή θα αποτελέσει εν τέλει το εφαλτήριο για τη ζωή. Γι’ αυτό και τα ποιήματα του Σαραντάρη είναι γεμάτα από την ορμή και την ορμητικότητα μιας ψυχής που επιθυμεί να κλείσει και, ταυτόχρονα, να κλειστεί μέσα στον κόσμο όπως αυτός συγκροτείται από τα φυσικά στοιχεία και συνέχεται από μια νομοτέλεια στην οποία υποτάσσεται και ο άνθρωπος. Αυτήν ακριβώς τη νομοτέλεια επιχειρεί να αναπλάσει και ο δημιουργός και, ακόμη περισσότερο, να την ξεπεράσει ή, καλύτερα, να την επαναπροσδιορίσει με όλους καλλιτεχνικούς. Γι’ αυτό και, πολλές φορές, μπορεί κανείς να συναντήσει μέσα στην ποίηση του Σαραντάρη το σχήμα του αδυνάτου, κάτι που την κάνει να προσεγγίζει το δημοτικό τραγούδι και τους ποιητικούς τρόπους που αυτό έχει να αντικρίζει κατάματα το μυστήριο της ζωής και να επιχειρεί να συμφιλιωθεί και να συνυπάρξει μαζί του. Είναι μια πλευρά της δημιουργίας του Σαραντάρη αυτή που ανοίγει ένα ευρύ πεδίο έρευνας και μελέτης της εκδοχής του αδυνάτου στην προσωπική ποίηση και της ιδιαίτερης φόρτισης που προσλαμβάνει στην συγκεκριμένη περίπτωση, την προοπτική του να αποτελέσει ένα καλούπι το οποίο, για μια από τις λίγες ίσως φορές στη νεοελληνική ποίηση, αποκτά μια ευελιξία και μια ελαστικότητα που καταδεικνύει ακριβώς την απελευθέρωση του ποιητή από τις κάθε λογής δεσμεύσεις, ακόμα και της ίδιας της δημιουργίας. Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο Καλογερόπουλος στην ανάλυσή του, την τάση δηλαδή και τη ροπή του Σαραντάρη να ανακαλύψει καινούργιους δρόμους, μακριά από τις πάγιες και παγιωμένες οριοθετήσεις και τα σχήματα, να εξέλθει ακόμα και από την ίδια την ποίηση για να αγγίξει την πνευματική ουσία που θα αποτελέσει, μεταξύ άλλων, και το αντίδοτο στον θάνατο.


Ημ/νία δημοσίευσης: 13 Μαρτίου 2024